παρακαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakathizo
|Transliteration C=parakathizo
|Beta Code=parakaqi/zw
|Beta Code=parakaqi/zw
|Definition=<span class="bld">A</span> pf. παρακεκαθικέναι Arr.''Epict.''2.6.23:—[[set beside]] or [[set near]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 553d; τινὰ ἐπὶ τοῦ βάθρου D.C.73.3; στρατιὰν π. περὶ τὴν πόλιν Palaeph. 40: intr., = signf. ''ΙΙ'', [[LXX]] ''Jb.''2.13, D.S.23.9, Arr. [[l.c.]], Plu.''Mar.'' 17.<br><span class="bld">2</span> Med. with aor. 1 [[παρεκαθισάμην]], [[let]] another [[sit down beside]] one, π. παῖδας καὶ γυναῖκας ἑαυτοῖς Lycurg.141, cf. J.''AJ''19.4.5; also <b class="b3">π. τινά</b> [[make]] him [[assessor]] or [[co-arbiter]], D.33.14.<br><span class="bld">II</span> mostly Pass. and Med., fut. παρακαθιζήσομαι Pl.''Ly.''207b: aor. 2 παρεκαθεζόμην Id.''Euthd.''273b, Ar.''Pl.''727; part. [[παρακαθεζόμενος]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.5.7, ''Mem.''4.2.8, Pl.''Chrm.''153c, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''3.2, Plu.''Art.''26; later [[παρακαθεσθείς]] ''Ev.Luc.''10.39, J.''AJ''6.11.9, Gal.14.637:—[[seat oneself]], [[sit down beside]] or [[sit down near]] another, ll. cc., Pl.''Tht.''144d.
|Definition=<span class="bld">A</span> pf. παρακεκαθικέναι Arr.''Epict.''2.6.23:—[[set beside]] or [[set near]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 553d; τινὰ ἐπὶ τοῦ βάθρου D.C.73.3; στρατιὰν π. περὶ τὴν πόλιν Palaeph. 40: intr., = signf. ''ΙΙ'', [[LXX]] ''Jb.''2.13, [[Diodorus Siculus|D.S.]]23.9, Arr. [[l.c.]], Plu.''Mar.'' 17.<br><span class="bld">2</span> Med. with aor. 1 [[παρεκαθισάμην]], [[let]] another [[sit down beside]] one, π. παῖδας καὶ γυναῖκας ἑαυτοῖς Lycurg.141, cf. J.''AJ''19.4.5; also <b class="b3">π. τινά</b> [[make]] him [[assessor]] or [[co-arbiter]], D.33.14.<br><span class="bld">II</span> mostly Pass. and Med., fut. παρακαθιζήσομαι Pl.''Ly.''207b: aor. 2 παρεκαθεζόμην Id.''Euthd.''273b, Ar.''Pl.''727; part. [[παρακαθεζόμενος]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.5.7, ''Mem.''4.2.8, Pl.''Chrm.''153c, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''3.2, Plu.''Art.''26; later [[παρακαθεσθείς]] ''Ev.Luc.''10.39, J.''AJ''6.11.9, Gal.14.637:—[[seat oneself]], [[sit down beside]] or [[sit down near]] another, ll. cc., [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''144d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρακάθημαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήνω]] [[ενέδρα]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να καθίσει ή να παραμείνει [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[θέτω]] παραπλεύρως<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]] [[κάπου]] κάποιον ή [[κάτι]] («στρατιὰν [[παρακαθίζω]] περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) α) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε κάποιον<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῑκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῖς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρακάθημαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήνω]] [[ενέδρα]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να καθίσει ή να παραμείνει [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[θέτω]] παραπλεύρως<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]] [[κάπου]] κάποιον ή [[κάτι]] («στρατιὰν [[παρακαθίζω]] περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) α) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε κάποιον<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῖκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῖς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθίζω Medium diacritics: παρακαθίζω Low diacritics: παρακαθίζω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: parakathízō Transliteration B: parakathizō Transliteration C: parakathizo Beta Code: parakaqi/zw

English (LSJ)

A pf. παρακεκαθικέναι Arr.Epict.2.6.23:—set beside or set near, Pl.R. 553d; τινὰ ἐπὶ τοῦ βάθρου D.C.73.3; στρατιὰν π. περὶ τὴν πόλιν Palaeph. 40: intr., = signf. ΙΙ, LXX Jb.2.13, D.S.23.9, Arr. l.c., Plu.Mar. 17.
2 Med. with aor. 1 παρεκαθισάμην, let another sit down beside one, π. παῖδας καὶ γυναῖκας ἑαυτοῖς Lycurg.141, cf. J.AJ19.4.5; also π. τινά make him assessor or co-arbiter, D.33.14.
II mostly Pass. and Med., fut. παρακαθιζήσομαι Pl.Ly.207b: aor. 2 παρεκαθεζόμην Id.Euthd.273b, Ar.Pl.727; part. παρακαθεζόμενος X.Cyr.5.5.7, Mem.4.2.8, Pl.Chrm.153c, Thphr. Char.3.2, Plu.Art.26; later παρακαθεσθείς Ev.Luc.10.39, J.AJ6.11.9, Gal.14.637:—seat oneself, sit down beside or sit down near another, ll. cc., Pl.Tht.144d.

German (Pape)

[Seite 480] (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., καί μοι κέλευε αὐτὸν ἐνθάδε παρακαθίζεσθαι, Plat. Theaet. 144, d; καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαθιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' ἑκάτερος παρεκαθίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12.

French (Bailly abrégé)

f. att. παρακαθιῶ;
être assis à côté de, τινι;
Moy. παρακαθίζομαι (f. παρακαθίσομαι, att. παρακαθιοῦμαι ou παρακαθιζήσομαι, ao. παρεκαθισάμην);
1 intr. s'asseoir auprès de, τινι;
2 tr. faire asseoir auprès de soi : τινα qqn.
Étymologie: παρά, καθίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθίζω med. ook παρακαθέζομαι met acc. en dat. neerzetten naast; doen zitten naast; ook med., met acc. naast zich doen zitten. intrans., met dat., meestal med. (gaan) zitten naast; later ook act.

Russian (Dvoretsky)

παρακαθίζω: (fut. παρακαθιζήσω - атт. παρακαθιῶ; med.: fut. παρακαθίσομαι, παρακαθιοῦμαι и παρακαθιζήσομαι, aor. παρεκαθισάμην)
1 тж. med. сажать рядом, размещать возле (τι χαμαί Plat.);
2 med. сидеть (παρὰ τοὺς πόδας τινός Plut.);
3 тж. med.-pass. садиться рядом (παρὰ τοὺς πόδας τινός NT: med. τινι Arph.): καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος Xen. усадив его и усевшись рядом.

English (Strong)

from παρά and καθίζω; to sit down near: sit.

English (Thayer)

1st aorist participle feminine παρακαθίσασα, to make to sit down beside (παρά, IV:1)); to set beside, place near; intransitive, to sit down beside: παρά τί, R G L (but L marginal reading πρός) (the Sept. Plutarch, Marius 17; Cleomedes (100 A.D.>?) 37; in this sense the middle is more common in the Greek writings).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
παρακάθημαι
μσν.
στήνω ενέδρα, παραμονεύω
αρχ.
1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον ή σε κάτι, θέτω παραπλεύρως
2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπου κάποιον ή κάτι («στρατιὰν παρακαθίζω περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)
3. (μέσ. και παθ.) α) κάθομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», Αριστοφ.)
β) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε κάποιον
γ) καθιστώ κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῖκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῖς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).

Greek Monotonic

παρακαθίζω: μέλ. -καθιζήσω, Αττ. -καθιῶ·
I. 1. τοποθετώ δίπλα ή κοντά, σε Πλάτ.
2. Μέσ. αορ. αʹ παρεκαθισάμην τινά, βάζω κάποιον να κάνει απολογισμό μιας κατάστασης ή να την εκτιμήσει, σε Δημ.
II. Παθ. και Μέσ. μέλ. -καθιζήσομαι, παρατ. -καθιζόμην, αόρ. αʹ παρεκαθισάμην· τοποθετούμαι ή κάθομαι δίπλα σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίζω: μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - ἀλλά, ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - καθίζω ἐμαυτόν, καθίζω ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ παρά τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. παρακαθέζομαι.

Middle Liddell

fut. -καθιζήσω Attic -καθιῶ
I. to set beside or near, Plat.
2. aor1 mid., παρεκαθισάμην π. τινά to make him assessor or coarbiter, Dem.
II. Pass. and Mid.: fut. -καθιζήσομαι: imperf. -καθιζόμην: aor1 παρεκαθισάμην:— to seat oneself or sit down beside another, c. dat., Ar., Xen.

Chinese

原文音譯:parakaq⋯zw 爬拉-卡特-衣索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-向下-安頓妥
字義溯源:靠近坐,坐,坐⋯旁;由(παρά)*=旁,出於)與(καθίζω)=坐下)組成;其中 (καθίζω)出自(καθέζομαι)=就座),而 (καθέζομαι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成, (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 坐⋯旁(1) 路10:39