ἐπιπόλαιος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν") |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipolaios | |Transliteration C=epipolaios | ||
|Beta Code=e)pipo/laios | |Beta Code=e)pipo/laios | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιπόλαιον,<br><span class="bld">A</span> [[on the surface]], [[superficial]], Hp.Art.69 (Comp.); ῥίζα Dsc.4.184, cf.Thphr. HP3.6.4 (Sup.), al.; λεπτὸν καὶ ἐπιπόλαιον [[δέρμα]] Arist.Pr.890a13; τραῦμα Luc.Nav.37.<br><span class="bld">2</span>. [[ὀστέον]] [[shallow]] (of the [[skull]]), Hp.VC21; [[ὀφθαλμός|ὀφθαλμοί]], i.e. not [[deep-set]], X.Smp.5.5.<br><span class="bld">3</span>. metaph., [[superficial]], [[shallow]], [[commonplace]], [[παιδεία]] Isoc.15.190; ἐπιπόλαιαι ἡδοναὶ καὶ διατριβαί D.61.56; [[ἐπιπόλαιος]] [[πιθανότης]] Dsc.Ther.Praef.; [[ἐπιπολαιότατος]] [[πυρετός]] = [[slight]] [[fever]], Diocl.Fr. 107; ἐπιπόλαιος [[ὕπνος]] = [[light]] [[sleep]], Luc.Gall.25; [[ἔρως]] Id.DMeretr.8.2; [[ἐπιστήμη]]ς . . [[φύσις]] (compared to a well) οὐκ ἐπιπόλαια ἀλλὰ πάνυ βαθεῖα Ph.1.621.<br><span class="bld">b</span>. [[on the surface]], [[manifest]]: hence, [[obvious]], ἐ. λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Arist.Rh.1410b22, cf. 1412b25; ἐπιπολαιότερον τοῦ ζητουμένου Id.EN1095b24; ἡ ἐπιπολαιοτάτη . . [[ζήτησις]] = the [[most]] [[obvious]] [[method]] of [[inquiry]], Id.Pol.1276a19; ἐπιπόλαιον τὸ [[ψεῦδος]] ib.1282b30.<br><span class="bld">II</span>. Adv. [[ἐπιπολαίως]] = [[on the surface]], [[τιτρώσκειν]] J.BJ3.7.22.<br><span class="bld">2</span>. [[slightly]], Hp. Aph.2.28; [[superficially]], Arist.Metaph.987a22: Comp. [[ἐπιπολαιοτέρως]] ib.993b13.<br><span class="bld">III</span>. [[ἐπιπόλαιον]], τό, v. [[ἐπίπλοον]].<br><span class="bld">IV</span>. ἐπιπόλαια [[χρήμα]]τα = [[ἔπιπλα]], Leg.Gort.5.41, cf. GDI5016.15 (Gortyn). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0971.png Seite 971]] obenauf befindlich, auf der Oberfläche, [[τραῦμα]], ἕλκη, Medic.; ὀφθαλμοί, hervorstehende, Xen. Conv. 5, 5. Gew. übertr., deutlich, sichtbar, ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα καὶ ἃ μηδὲν δεῖ ζητῆσαι Arist. rhet. 3, 10; ἐπιπολαιότερον φαίνεται τοῦ ζητουμένου Eth. 1, 5, 4; [[ψεῦδος]] Polit. 3, 12; – oberflächlich, καὶ πᾶσι κοινή, [[παιδεία]], | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0971.png Seite 971]] obenauf befindlich, auf der Oberfläche, [[τραῦμα]], ἕλκη, Medic.; ὀφθαλμοί, hervorstehende, Xen. Conv. 5, 5. Gew. übertr., deutlich, sichtbar, ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα καὶ ἃ μηδὲν δεῖ ζητῆσαι Arist. rhet. 3, 10; ἐπιπολαιότερον φαίνεται τοῦ ζητουμένου Eth. 1, 5, 4; [[ψεῦδος]] Polit. 3, 12; – oberflächlich, καὶ πᾶσι κοινή, [[παιδεία]], <span class="ggns">Gegensatz</span> ἀπηκριβωμένη, Isocr. 15, 190; τὰς ἐπιπολαίας ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν, die gewöhnlichen, gemeinen, Dem. 61, 56; Sp.; [[ὕπνος]], leiser Schlaf, Luc. Gall. 25; [[τραῦμα]], leichte Wunde, nav. 37. – Adv. ἐπιπολαίως, z. B. τιτρώσκειν, auf der Oberfläche, leicht, Ios.; Arist. oft, auch übtr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> [[qui se trouve à la surface]];<br /><b>II.</b> [[proéminent]], [[saillant]];<br /><b>III.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[qui saute aux yeux]], [[manifeste]], [[évident]];<br /><b>2</b> [[superficiel]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπολή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπόλαιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[находящийся на поверхности]], [[поверхностный]] ([[δέρμα]] Arst.; [[τραῦμα]] Luc.): ἐ. [[πάγος]] Plut. ледяная корка;<br /><b class="num">2</b> [[выступающий вперед]], [[выдающийся наружу]], [[выпуклый]] (ὀφθαλμοί Xen.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[поверхностный]], [[легкий]] (τῆς ἀπορίας [[ζήτησις]] Arst.; [[ὕπνος]], [[ἔρως]] Luc.);<br /><b class="num">4</b> [[обыкновенный]], [[простой]], [[заурядный]] (ἡδοναὶ καὶ διατριβαί Dem.);<br /><b class="num">5</b> [[явный]], [[очевидный]] ([[ψεῦδος]] Arst.): ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Arst. очевидным мы называем то, что ясно для всех. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπόλαιος''': -ον, καὶ θηλ. ἐπιπολαία παρὰ μεταγεν. ὡς παρὰ Στράβ., Γαλην., Διοσκ., κλ., ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 152 και 153· (ἐπιπολὴ) ἐπιπολάζων, [[ἐπιπόλαιος]], ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832. 16· ἡ μὲν οὐλὴ τὸ δέρμα [[λεπτὸν]] καὶ ἐπιπόλαιον ἴσχει Ἀριστ. Προβλ. 8. 5· [[τραῦμα]] Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 37. 2) προέχων, ἐξέχων, [[ὀστέον]] Ἱππ. 913D· ὀφθαλμοὶ Ξεν. Συμπ. 5. 5. 3) κινητὴ [[περιουσία]], ἐπιπολαίων (ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΝ) χρημάτων Νομοθ. Γόρτ. Κρήτης V41· 4) μεταφ., [[ἐπιπόλαιος]], [[συνήθης]], [[κοινός]], Λατ. quotidianus, [[παιδεία]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 203· ἐπ. ἡδοναὶ καὶ διατριβαὶ Δημ. 1418. 1· ἐπ. [[πιθανότης]] Διοσκ. Θηριακ. προοίμ.· ἐπ. [[ὕπνος]], ἐλαφρὸς [[ὕπνος]], Λουκ. Ἀλεκτρ. 25· [[ἔρως]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑταιρ. Διαλ. 8.2. β) ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, [[καταφανής]], [[φανερός]], ἐπ. λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 4, πρβλ. 11, 10· ἐπιπολαιότερον τοῦ ζητουμένου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 4· ἡ ἐπιπολαιοτάτη... [[ζήτησις]] ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 3, 3· ἐπιπόλαιον τὸ [[ψεῦδος]] [[αὐτόθι]] 3. 12, 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, οὐχὶ εἰς [[βάθος]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 8· τιτρώσκειν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22. 2) ἐξ ἐπιπολῆς, ἐπιπολαίως, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 16· συγκρ. -οτέρως [[αὐτόθι]] 1 (Α. Ἔλαττον) 1, 3. | |lstext='''ἐπιπόλαιος''': -ον, καὶ θηλ. ἐπιπολαία παρὰ μεταγεν. ὡς παρὰ Στράβ., Γαλην., Διοσκ., κλ., ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 152 και 153· (ἐπιπολὴ) ἐπιπολάζων, [[ἐπιπόλαιος]], ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832. 16· ἡ μὲν οὐλὴ τὸ δέρμα [[λεπτὸν]] καὶ ἐπιπόλαιον ἴσχει Ἀριστ. Προβλ. 8. 5· [[τραῦμα]] Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 37. 2) προέχων, ἐξέχων, [[ὀστέον]] Ἱππ. 913D· ὀφθαλμοὶ Ξεν. Συμπ. 5. 5. 3) κινητὴ [[περιουσία]], ἐπιπολαίων (ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΝ) χρημάτων Νομοθ. Γόρτ. Κρήτης V41· 4) μεταφ., [[ἐπιπόλαιος]], [[συνήθης]], [[κοινός]], Λατ. quotidianus, [[παιδεία]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 203· ἐπ. ἡδοναὶ καὶ διατριβαὶ Δημ. 1418. 1· ἐπ. [[πιθανότης]] Διοσκ. Θηριακ. προοίμ.· ἐπ. [[ὕπνος]], ἐλαφρὸς [[ὕπνος]], Λουκ. Ἀλεκτρ. 25· [[ἔρως]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑταιρ. Διαλ. 8.2. β) ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, [[καταφανής]], [[φανερός]], ἐπ. λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 4, πρβλ. 11, 10· ἐπιπολαιότερον τοῦ ζητουμένου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 4· ἡ ἐπιπολαιοτάτη... [[ζήτησις]] ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 3, 3· ἐπιπόλαιον τὸ [[ψεῦδος]] [[αὐτόθι]] 3. 12, 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, οὐχὶ εἰς [[βάθος]], Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 8· τιτρώσκειν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22. 2) ἐξ ἐπιπολῆς, ἐπιπολαίως, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 16· συγκρ. -οτέρως [[αὐτόθι]] 1 (Α. Ἔλαττον) 1, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιπόλαιος]], -ον<br />θηλ. και ἐπιπολαία)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αβέβαιος]], [[ασαφής]], [[επιφανειακός]], μη [[εμβριθής]], [[ελαφρόμυαλος]], [[απερίσκεπτος]] (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας [[τυχών]]», Ισοκρ.<br />β. «επιπόλαιες αγάπες»)<br /><b>2.</b> ο [[επιφανειακός]], αυτός που δεν προχωρεί [[βαθιά]] («επιπόλαιο [[τραύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φανερός]], [[πρόδηλος]], [[καταφανής]] («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για υπνο) [[ήσυχος]], [[ελαφρός]] («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιπόλαιος]], -ον<br />θηλ. και ἐπιπολαία)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αβέβαιος]], [[ασαφής]], [[επιφανειακός]], μη [[εμβριθής]], [[ελαφρόμυαλος]], [[απερίσκεπτος]] (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας [[τυχών]]», Ισοκρ.<br />β. «επιπόλαιες αγάπες»)<br /><b>2.</b> ο [[επιφανειακός]], αυτός που δεν προχωρεί [[βαθιά]] («επιπόλαιο [[τραύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φανερός]], [[πρόδηλος]], [[καταφανής]] («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για υπνο) [[ήσυχος]], [[ελαφρός]] («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κοινός]], [[συνηθισμένος]], κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιπόλαιον</i><br />το [[επίπλοον]]<br /><b>6.</b> «επιπόλαια χρήματα» <b>επιγρ.</b><br />η κινητή [[περιουσία]], τα έπιπλα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιπολαίως</i> και -<i>α</i><br />επιφανειακά, όχι σε [[βάθος]], [[ελαφρά]], με [[επιπολαιότητα]], [[χωρίς]] σαφή [[επίγνωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επιπολής</i> (<b>βλ. λ.</b> [[επιπολή]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπόλαιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται πάνω στην [[επιφάνεια]], [[επιφανειακός]], σε Λουκ.· μεταφ., [[επιφανειακός]], [[συνήθης]], [[κοινός]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπρεπής]], [[πασίγνωστος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιπόλαιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται πάνω στην [[επιφάνεια]], [[επιφανειακός]], σε Λουκ.· μεταφ., [[επιφανειακός]], [[συνήθης]], [[κοινός]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαπρεπής]], [[πασίγνωστος]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπιπόλαιος]], ον<br /><b class="num">1.</b> on the [[surface]], [[superficial]], Luc.:— metaph. [[superficial]], [[common]]-[[place]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> [[prominent]], Xen. [from [[ἐπιπολή]] | |mdlsjtxt=[[ἐπιπόλαιος]], ον<br /><b class="num">1.</b> on the [[surface]], [[superficial]], Luc.:— metaph. [[superficial]], [[common]]-[[place]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> [[prominent]], Xen. [from [[ἐπιπολή]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται τά πράγματα ἐπιφανειακά). Ἀπό τό [[ἐπιπολή]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἐπιπολάζω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:11, 23 October 2024
English (LSJ)
ἐπιπόλαιον,
A on the surface, superficial, Hp.Art.69 (Comp.); ῥίζα Dsc.4.184, cf.Thphr. HP3.6.4 (Sup.), al.; λεπτὸν καὶ ἐπιπόλαιον δέρμα Arist.Pr.890a13; τραῦμα Luc.Nav.37.
2. ὀστέον shallow (of the skull), Hp.VC21; ὀφθαλμοί, i.e. not deep-set, X.Smp.5.5.
3. metaph., superficial, shallow, commonplace, παιδεία Isoc.15.190; ἐπιπόλαιαι ἡδοναὶ καὶ διατριβαί D.61.56; ἐπιπόλαιος πιθανότης Dsc.Ther.Praef.; ἐπιπολαιότατος πυρετός = slight fever, Diocl.Fr. 107; ἐπιπόλαιος ὕπνος = light sleep, Luc.Gall.25; ἔρως Id.DMeretr.8.2; ἐπιστήμης . . φύσις (compared to a well) οὐκ ἐπιπόλαια ἀλλὰ πάνυ βαθεῖα Ph.1.621.
b. on the surface, manifest: hence, obvious, ἐ. λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Arist.Rh.1410b22, cf. 1412b25; ἐπιπολαιότερον τοῦ ζητουμένου Id.EN1095b24; ἡ ἐπιπολαιοτάτη . . ζήτησις = the most obvious method of inquiry, Id.Pol.1276a19; ἐπιπόλαιον τὸ ψεῦδος ib.1282b30.
II. Adv. ἐπιπολαίως = on the surface, τιτρώσκειν J.BJ3.7.22.
2. slightly, Hp. Aph.2.28; superficially, Arist.Metaph.987a22: Comp. ἐπιπολαιοτέρως ib.993b13.
III. ἐπιπόλαιον, τό, v. ἐπίπλοον.
IV. ἐπιπόλαια χρήματα = ἔπιπλα, Leg.Gort.5.41, cf. GDI5016.15 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 971] obenauf befindlich, auf der Oberfläche, τραῦμα, ἕλκη, Medic.; ὀφθαλμοί, hervorstehende, Xen. Conv. 5, 5. Gew. übertr., deutlich, sichtbar, ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα καὶ ἃ μηδὲν δεῖ ζητῆσαι Arist. rhet. 3, 10; ἐπιπολαιότερον φαίνεται τοῦ ζητουμένου Eth. 1, 5, 4; ψεῦδος Polit. 3, 12; – oberflächlich, καὶ πᾶσι κοινή, παιδεία, Gegensatz ἀπηκριβωμένη, Isocr. 15, 190; τὰς ἐπιπολαίας ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν, die gewöhnlichen, gemeinen, Dem. 61, 56; Sp.; ὕπνος, leiser Schlaf, Luc. Gall. 25; τραῦμα, leichte Wunde, nav. 37. – Adv. ἐπιπολαίως, z. B. τιτρώσκειν, auf der Oberfläche, leicht, Ios.; Arist. oft, auch übtr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui se trouve à la surface;
II. proéminent, saillant;
III. fig. 1 qui saute aux yeux, manifeste, évident;
2 superficiel.
Étymologie: ἐπιπολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόλαιος:
1 находящийся на поверхности, поверхностный (δέρμα Arst.; τραῦμα Luc.): ἐ. πάγος Plut. ледяная корка;
2 выступающий вперед, выдающийся наружу, выпуклый (ὀφθαλμοί Xen.);
3 перен. поверхностный, легкий (τῆς ἀπορίας ζήτησις Arst.; ὕπνος, ἔρως Luc.);
4 обыкновенный, простой, заурядный (ἡδοναὶ καὶ διατριβαί Dem.);
5 явный, очевидный (ψεῦδος Arst.): ἐπιπόλαια λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Arst. очевидным мы называем то, что ясно для всех.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόλαιος: -ον, καὶ θηλ. ἐπιπολαία παρὰ μεταγεν. ὡς παρὰ Στράβ., Γαλην., Διοσκ., κλ., ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 152 και 153· (ἐπιπολὴ) ἐπιπολάζων, ἐπιπόλαιος, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832. 16· ἡ μὲν οὐλὴ τὸ δέρμα λεπτὸν καὶ ἐπιπόλαιον ἴσχει Ἀριστ. Προβλ. 8. 5· τραῦμα Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 37. 2) προέχων, ἐξέχων, ὀστέον Ἱππ. 913D· ὀφθαλμοὶ Ξεν. Συμπ. 5. 5. 3) κινητὴ περιουσία, ἐπιπολαίων (ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΝ) χρημάτων Νομοθ. Γόρτ. Κρήτης V41· 4) μεταφ., ἐπιπόλαιος, συνήθης, κοινός, Λατ. quotidianus, παιδεία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 203· ἐπ. ἡδοναὶ καὶ διατριβαὶ Δημ. 1418. 1· ἐπ. πιθανότης Διοσκ. Θηριακ. προοίμ.· ἐπ. ὕπνος, ἐλαφρὸς ὕπνος, Λουκ. Ἀλεκτρ. 25· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἑταιρ. Διαλ. 8.2. β) ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, καταφανής, φανερός, ἐπ. λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 4, πρβλ. 11, 10· ἐπιπολαιότερον τοῦ ζητουμένου ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 4· ἡ ἐπιπολαιοτάτη... ζήτησις ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 3, 3· ἐπιπόλαιον τὸ ψεῦδος αὐτόθι 3. 12, 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, οὐχὶ εἰς βάθος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 8· τιτρώσκειν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22. 2) ἐξ ἐπιπολῆς, ἐπιπολαίως, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 16· συγκρ. -οτέρως αὐτόθι 1 (Α. Ἔλαττον) 1, 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπιπόλαιος, -ον
θηλ. και ἐπιπολαία)
1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ.
β. «επιπόλαιες αγάπες»)
2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά («επιπόλαιο τραύμα»)
αρχ.
1. αυτός που προεξέχει
2. φανερός, πρόδηλος, καταφανής («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», Αριστοτ.)
3. (για υπνο) ήσυχος, ελαφρός («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», Λουκιαν.)
4. κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾶν», Δημοσθ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιπόλαιον
το επίπλοον
6. «επιπόλαια χρήματα» επιγρ.
η κινητή περιουσία, τα έπιπλα.
επίρρ...
επιπολαίως και -α
επιφανειακά, όχι σε βάθος, ελαφρά, με επιπολαιότητα, χωρίς σαφή επίγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπολής (βλ. λ. επιπολή)].
Greek Monotonic
ἐπιπόλαιος: -ον, 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην επιφάνεια, επιφανειακός, σε Λουκ.· μεταφ., επιφανειακός, συνήθης, κοινός, σε Δημ.
2. διαπρεπής, πασίγνωστος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπιπόλαιος, ον
1. on the surface, superficial, Luc.:— metaph. superficial, common-place, Dem.
2. prominent, Xen. [from ἐπιπολή
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται τά πράγματα ἐπιφανειακά). Ἀπό τό ἐπιπολή. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἐπιπολάζω.