μόνος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(strοng) |
(T21) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[probably]] from [[μένω]]; [[remaining]], i.e. [[sole]] or [[single]]; by [[implication]], [[mere]]: [[alone]], [[only]], by [[themselves]]. | |strgr=[[probably]] from [[μένω]]; [[remaining]], i.e. [[sole]] or [[single]]; by [[implication]], [[mere]]: [[alone]], [[only]], by [[themselves]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=[[μόνη]], [[μόνον]], the Sept. [[chiefly]] for לְבַד (from [[Homer]] [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> an adjective, [[alone]] ([[without]] a [[companion]]);<br /><b class="num">a.</b> [[with]] verbs: [[εἶναι]], ἑυρίσκεσθαι, καταλείπεσθαι, etc., [[ἐγώ]], [[αὐτός]], οὐ, etc.: Winer's Grammar, 131 (124) [[note]]): T omits; L Tr brackets WH [[reject]] the [[verse]]); [[ἀλλά]], ὁ [[μόνος]] Θεός, he [[who]] [[alone]] is God: ὁ [[μόνος]] [[δεσπότης]], [[οὐκ]] ... [[εἰ μή]] [[μόνος]]: [[οὐδείς]] ... [[εἰ μή]] [[μόνος]], [[forsaken]], [[destitute]] of [[help]], [[μόνον]] as adverb, [[alone]], [[only]], [[merely]]: added to the [[object]], WH marginal [[reading]] μόνων); referring to an [[action]] expressed by a [[verb]], [[μόνον]] μή, οὐ (μή) [[μόνον]], [[ἀλλά]], L [[ἀλλά]] καί; cf. Winer s Grammar, 498 (464); Buttmann, 370 (317)); by [[ἀλλά]] πολλῷ [[μᾶλλον]], [[ἀλλά]] καί, Buttmann)); οὐ [[μόνον]] δέ [[ἀλλά]] καί: Winer's Grammar, 583 (543)), οὐ δέ [[μόνον]] etc.); [[κατά]] [[μόνας]] ([[namely]], χώρας), [[see]] [[καταμόνας]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:02, 28 August 2017
English (LSJ)
η, ον, Ep. and Ion. μοῦνος, the only form used by Hom. (as in all derivs. exc. μονόω), Hes., and Hdt., also by Pi.P.9.27, I.5(4).12, B.3.80, al., by S. both in iamb. and lyr., by A. only in compd. μουνώψ, by E. only in μούναρχος: Dor. μῶνος Theoc.2.64, 20.45:—
A alone, solitary, μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Il.4.388; ἢ ὅ γε μοῦνος ἐών Od.3.217; μούνω ἄνευθ' ἄλλων 16.239: joined with ἐρῆμος, S. Ant.887, Ph.470; μόνοι γὰρ ἐσμέν Luc.JTr.21; ἄνθρωπος πρεσβύτης καὶ μ. BGU180.23 (ii A.D.); φυγὴ μόνου πρὸς μόνον Plot.6.9.11. 2 c. gen., σοῦ μόνος bereft of thee, without thee, S.Aj.511; also μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc.193, S.Ph.183 (lyr.); ἑτάρων ἄπο μ. A.R.3.908. II only, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε, μοῦνον δ' αὖτ' Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Od.16.118, cf. Il.9.482; μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται A.Pers. 838, cf. 632 (anap.), Pr.425 (lyr.), etc.; χοίνικος μόνας ἁλῶν for a gallon of salt only, Ar.Ach.814; single, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλὰ . . δύω Hes.Op.11, cf. S.OT1280; εἷς μοῦνος or μόνος, Hdt.1.38, S. OT63: once in Hom., μία μούνη Od.23.227: joined with αὐτός, αὐτὼ μόνω Pl.Ly.211c; αὐτοὶ καθ' αὑτοὺς μόνοι Id.Plt.307e. 2 c. gen., μοῦνος ποταμῶν alone of rivers, Hdt.2.25, cf. 29; μ. θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr.161; μ. τῶν ἄλλων ποιητῶν Lycurg.102; but μοῦνος πάντων ἀνθρώπων he and no other of all men, Hdt.1.25; ἀνδρῶν γε μοῦνος he and no other, S.OC1250, cf. El.531; ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc.460 (lyr.). 3 freq. repeated in the same clause, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj.467; Ἕκτορος μόνος μόνου . . ἐναντίος ib.1283; σὺν τέκνοις μόνη μόνοις E.Med.513; μόνος μόνῳ D.18.137. 4 expressing rhetorically pre-eminence in an action or quality, μόνα κατέχεσθαι ποιεῖ are unique for causing possession, Pl.Smp.215c, cf. 222a, S.OC261, OT299, Isoc.14.57; [ἐπέδειξε] σαφέστατα μόνος ἀνθρώπων Lys.24.9. III Sup. μονώτατος one above all others, Ar. Eq.352, Pl.182, Lycurg.89, Theoc.15.137, Phld.Rh.1.350 S. IV made in one piece, τάπης Edict.Diocl.19.23. B Adv. μόνως, on one condition only, folld. by εἰ, Th.8.81, X. Mem.1.5.5, Cyr.3.2.23; in one way only, Them.in Ph.29.22, al.; in a unique manner, Dam.Pr.98: later, simply, only, Phld.Oec.p.53 J., Ph. 1.559, AP12.254 (Strat.), Iamb.Myst.4.7, Procl.in Prm.p.479 S. II neut. as Adv., μόνον alone, only, οὐχ ἅπαξ μ. A.Pr.211, etc.: freq. with imper., μ. φύλαξαι Id.Supp.1012; ἀποκρίνου μ. Pl.Grg.494d; so μ. Κράτος συγγένοιτό σοι A.Ch.244; μὴ 'μὲ καταπίῃς μ. E.Cyc.219, etc.; ἐὰν μ. if only, Arist.Pol.1292a3; οὐσίαν... οὐ χωριστὴν μ. only not separable, Id.Metaph.1025b28. 2 οὐ μόνον... ἀλλὰ καὶ . . Ar. Eq. 1282, X.Cyr.1.6.17, etc.; οὐ μ., ἀλλὰ . . S.Ph.555: μόνον is sts. omitted, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄπωθεν Th.4.92, cf. E.Hipp.359, Ph.1480 (lyr.). 3 μόνον οὐ all but, well nigh, Ar.V.516, D.19.220, etc.; μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Pl.R.600d: in codd. freq. written μονονού, Plb.3.109.2, etc.; μονονουχί D.1.2, Plb.3.102.4. III κατὰ μόνας alone, Th.1.32, 37, Is.7.38, Arist.Pol.1281b34, etc. IV μόνῃ, = μόνον, Plu.2.583d codd. (Prob.from *μόνϝος.)
German (Pape)
[Seite 204] ion. u. poet. μοῦνος, dor. μῶνος, allein, einzeln, einzig; Hom., der nur die ep. Form μοῦνος hat, im Ggstz von δύο, Il. 10, 225, ὁ μοῦνος ἔην μετὰ πέντε κασιγνήτῃσιν, der einzige Sohn unter fünf Schwestern, ibd. 317, öfter; Ζεύς μιν πλεόνεσσι μετ' ἀνδράσι μοῦνον ἐόντα τίμα, 15, 611. – Oft = εἷς, Hes. O. 11; vgl. Schäfer Schol. Par. Ap. Rh. 2, 438; auch εἷς μόνος od. μόνος εἷς, Her. 1, 38; Schäf. melet. p. 9; vgl. μία μούνη, Od. 23, 227; auch = einsam, verlassen, οὐ τάρβει μοῦνος ἐών, Il. 4, 388; Od. 3, 217; τίς με θεῶν ὀλοφύρατο μοῦνον ἐόντα, 10, 157; ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος, Pind. Ol. 9, 77, μόνος ἄνευ στρατιᾶς, N. 3, 33 (vgl. μοῦνος ἄνευθ' ἄλλων Od. 16, 239); auch μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων, P. 9, 28; ἐν μόναις ὠδῖσιν, 9, 88; ineiner Geburt; so auch bei den Tragg.; κλῇδας οἶδα δωμάτων μόνη θεῶν, Aesch. Eum. 791; μόνην δὲ μὴ πρόλειπε, Suppl. 729; bei Soph. findet sich die Form μοῦνος sowohl in lyrischen Stellen als im Trimeter, κεῖται μοῦνος ἀπ' ἄλλων, Phil. 183, ὡς ὁρᾷ μόνον νιν ἐλλελειμμένον, Bl. 726 u. sonst; φρονεῖν μόνος δοκεῖ, Ant. 703, φρονεῖν οἶδεν μόνη, Trach. 312; auch σοῦ μόνος, Al. 510; κεῖται μοῦνος ἀπ' ἄλλων, Phil. 183; vgl. H. h. Merc. 193 u. Ap. Rh. 3, 908; μόνος μάχεσθαι πολεμίοις θέλω, Eur. Rhes. 488; ἐμοὶ μόνος μόνῳ μάχῃ συνάψας, Heracl. 807. – Einen superl. μονώτατος bildet Ar. Equ. 352 Plut. 182, auch Theocr. 15, 137, u. in Prosa, Lycurg. 88. 89, was alte Gramm. nicht billigen. – Δία θεῶν καὶ Διόνυσον μόνους σέβονται, Her. 2, 29; μόνος διαλέγεσθαι πρὸς μόνους ἢ μετ' ἄλλων, Plat. Prot. 316 c; oft tritt noch αὐτός hinzu, αὐτὼ μόνω ἑστιᾶσθον, Lys. 211 c, lhr beide allein für euch; auch αὐτοὶ καθ' αὑτοὺς μόνοι, Polit. 307 e; αὐτὸ καθ' αὑτὸ μόνον ἔργον, an und für sich allein, Tim. 89 d. – Auch = einzig in seiner Art, d. i. ausgezeichnet, vortrefflich, Iac. add. animadv. in Ath. p. 131. – Adv. μόνως, Xen. Mem. 1, 5, 5 u. öfter, u. Sp. – Häufiger μόνον, allein, bloß, nur, μόνον θεοὶ σώζοιεν ἡμᾶς, Soph. Phil. 524, μὴ μόνον τῷ σώματι, 51, κοὐ λόγῳ δείξω μόνον, Ai. 800; μόνον δήλωσον ὃ φῄς, Plat. Phaedr. 261 d, u. öfter beim imperat., wie unser nur, vgl. Aesch. Suppl. 1012 Xen. Mem. 3, 11, 18; μόνον μὴ συγκόψῃς με, conv. 8, 6; μὴ χρώμενον μόνον, wenn er nur nicht anwendet, Plat. Legg. VII, 824 u. sonst überall. Bes. οὐ μόνον – ἀλλά, nicht nur – sondern, wovon sich Beispiele überall finden; auch οὐ μόνον – ἀλλ' οὐδέ, Soph. frg. 663. Zuweilen fehlt es in dieser Vrbdg, οὐ statt οὐ μόνον, Valck. Eur. Phoen. 1489 Hipp. 359. 804, Wolf Lept. p. 292. Auch nach ἀλλά, wie ὅτι οὐ πώποθ' ὁ ποταμὸς διαβατὸς γένοιτο πεζῇ, ἀλλὰ πλοίοισι, sondern nur mit Schiffen, Xen. An. 1, 4, 18, vgl. 3, 2, 13; – μόνον οὐ, wie tantum non, fast, beinahe, ὥςτε μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσιν αὐτοὺς οἱ ἑταῖροι, Plat. Rep. X, 600 d; Menex. 235 c; Isocr. 4, 120; häufig bei Sp., wo geradezu μονονού geschrieben wird, Pol. 3, 109, 2 u. öfter; auch μονονουχί, 3, 102, 4. – Κατὰ μόνας, Is. 7, 38 u. A., wird gew. in ein Wort geschrieben; s. oben καταμόνας.
Greek (Liddell-Scott)
μόνος: -η, -ον, πρβλ. μονάς· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μοῦνος, τοῦτον δὲ τὸν τύπον μόνον μεταχειρίζεται ὁ Ὅμ. (ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις πλὴν τοῦ μονόω), Ἡσ. καὶ Ἡρόδ., εἶναι δὲ ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ. (Π. 9. 46, Ι. 5 (4). 15), παρὰ Σοφ. ἔν τε τοῖς ἰαμβικοῖς καὶ τοῖς λυρικοῖς, παρ’ Αἰσχύλῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ μουνώψ, παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν τῷ μούναρχος, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. xii· Δωρ. μῶνος, Θεόκρ. 2. 65., 20. 45. Ὡς καὶ νῦν, μόνος, κοιν. «μονάχος», ἀφειμένος μόνος, ἐγκαταλελειμμένος, Λατ. solus, Ὅμ., κλ.· μετὰ τῆς μετοχ. τοῦ εἰμὶ (sum), μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Ἰλ. Δ. 388· ἢ ὅγε μοῦνος ἐὼν Ὀδ. Γ. 217· μούνω ἄνευθ’ ἄλλων ΙΙ. 239· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἔρημος, ἄφετε μούνην ἔρημον Σοφ. Ἀντ. 887, Φιλ. 469· μόνοι γάρ ἐσμεν (ἔνθα ὁ Ἀριστοφ. αὐτοὶ) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 21. 2) μετὰ γεν., μόνος σοῦ, ἐστερημένος σοῦ, ἄνευ σοῦ, ὡς τὸ μεμονωμένος καὶ μονωθείς, Σοφ. Αἴ. 511· ὡσαύτως, μοῦνος ἀπό τινος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 193, Σοφ. Φιλ. 183, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 908: ἐντεῦθεν ὡσαύτως καὶ ἐν πολλοῖς συνθέτοις μετὰ τῆς σημασίας τῆς ἐγκαταλείψεως, ὡς ἐν τῷ μονομήτωρ, ἀλλὰ πρβλ. Monk εἰς Εὐρ.· Ἄλκ. 418. ΙΙ. μόνον, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτεν, μοῦνον δ’ αὖτ’ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Ὀδ. Π. 118, πρβλ. Ἰλ. Ι. 478· μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 838, πρβλ. 632, Πρ. 425, κτλ.· - συχνάκις σχεδὸν ὡς τὸ εἷς, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλά... δύω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 11, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1280· ἐντεῦθεν ἐπιτεταμ., εἷς μόνος, μόνος εἷς Ἡρόδ. 1. 38, Σοφ. Ο. Τ. 63· οὕτως ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μία μούνη Ὀδ. Ψ. 227· - συνημμένον μετὰ τοῦ αὐτός, αὐτὼ μόνω Πλάτ. Λῦσ. 211C· αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς μόνοι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 307Ε. 2) μετὰ γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, μόνος ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. 2. 29· μόνος ἀνδρῶν, Ἑλλήνων Σοφ. Ο. Κ. 1250, Ἠλ. 531· ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν Εὐρ. Ἄλκ. 460· μόνος θεῶν γὰρ θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1392· μόνος τῶν ἄλλων Λυκοῦργ. 184 ἐν τέλ. 3) παρὰ τοῖς Τραγ. συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις Σοφ. Αἴ. 467· Ἕκτορος μόνος μόνου... ἐναντίος αὐτόθι 1283· σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Εὐρ. Μήδ. 513· οὕτω, μοῦνοι μούνοισι Ἡρόδ. 9. 48· μόνος μόνῳ Δημ. 273. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ οἶος ΙΙ, μόνος εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετος, «μοναδικός», ὡς τὸ Λατ. unus, ἀντὶ unicus, ὡς ἔν τισι συνθέτοις, μονολέων, μονόλυκος. IV. Ὑπερθετ. μονώτατος, εἷς καὶ μόνος ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 352, Πλ. 182, Λυκοῦργ. 159. 3, Θεόκρ. 15. 137. Β. Ἐπίρρ., μόνως, μόνον, Θουκ. 8. 81 (διάφ. γραφ. μόνον), Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 5, Κύρ. 3. 2, 23. ΙΙ. τὸ σύνηθες ἐπίρρ. εἶναι μόνον, Λατ. solum, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· οὐχ. ἅπαξ μ. Αἰσχύλ. Πρ. 209, πρβλ. 621, 849. 2) μόνον, «μονάχα», Λατ. modo, συχν. μετὰ προστ., μ. φυλάξαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 1012· ἀποκρίνου μ. Πλάτ. Γοργ. 494D· οὕτω, μ. Κράτος συγγένοιτό μοι Αἰσχύλ. Χο. 244· μή με καταπίῃς μ. Εὐρ. Κύκλ. 219, κτλ.· ἐὰν μ., Λατ. dummodo, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 25· οὐσίαν..., οὐ χωριστὴν μ., «μόνον ποῦ δὲν εἶναι...», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 3) συχνάκις ὡσαύτως δυνάμεθα νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὸ ἐπίθετ. μόνος ὡς ἐπίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, μόνον διὰ μίαν χοίνικα ἅλατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 814· - ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ μόνος ποιεῖ καὶ μόνον ποιεῖ εἶναι καταφανής· μόνος ποιεῖ, δηλ. μόνος του κάμνει τι· μόνον ποιεῖ, μόνον κάμνει τι, Jelf. Gr. Gr. § 714 Obs. 3. 4) συχνὸν παρ’ Ἀττ., οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί... Ἀριστοφ. Ἱππ. 1282, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· οὐ μ., ἀλλά... Σοφ. Φιλ. 555· - τὸ μόνον, ὡς τὸ Λατιν. solum, ἐνίοτε παραλείπεται ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄποθεν Θουκ. 4. 92, πρβλ. Valck. καὶ Monk εἰς Ἱππ. 359, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1489. 5) μόνον οὐ, ὡς τὸ Λατ. tantum non, μόνον ’ποῦ..., σχεδόν, Ἀριστοφ. Σφ. 517, Δημ. 409. 18, κτλ.· μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Πλάτ. Πολ. 600D· παρὰ μεταγενεστ. φέρεται μονονού, Πολύβ. 3. 109, 2, κτλ.· οὕτω, μονονουχί, Δημ. 9. 11, Πολύβ. 3. 102, 4. ΙΙΙ. κατὰ μόνας, ὡς ἐπίρρ., μόνος Θουκ. 1. 32, 37, Ἰσαῖ. 67. 19, Πλάτ., κλ. IV. μόνη = μόνον, Πλούτ. 2. 583D. - Περὶ τοῦ μόνος καὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ ἐπιθέτων πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 9 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
A. adj. seul :
I. seul, unique ; avec le gén. seul d’entre, etc.
II. solitaire, isolé ; avec un gén. isolé de, privé de;
B. adv. I. • μόνον :
1 seulement ATT ; οὐ μόνον… ἀλλά ATT non seulement… mais encore ; οὐ μόνον, au sens de οὐ μόνον οὐ, non seulement… ne pas ; μόνον οὐ AR, μονονουχί LUC peu s’en faut que, presque;
2 seulement, du moins, avec l’opt. ou l’impér. ; μόνον μή XÉN que seulement… ne, que du moins… ne, pourvu que… ne, à moins que…;
II. acc. pl. fém. • μόνας dans la loc. κατὰ μόνας, à soi seul, par soi seul.
Étymologie: μένω.
English (Slater)
μόνος, μοῡνος (μόνος, -ον; -α, -αις; -ον nom: μοῦνος; -αν; -α nom.)
a alone ; by oneself, by itself ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος (sc. Πάτροκλος) (O. 9.72) ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.53) παῖς ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις as her only son (P. 3.100) παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί (P. 4.96) ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος (P. 4.227) μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ he alone of the nation of Danaoi (P. 8.52) κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν (P. 9.27) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12) τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2. ]φρασάμαν μόνος[ ?fr. 345a. 8. emphasised by secondary phrase, (Πηλεὺς) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (byz.: μοῦνος codd.) (N. 3.34) Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 45. repeated, unique, τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον (P. 2.43)
b a single, one pl. pro sing. τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.85)
Spanish
English (Abbott-Smith)
μόνος, -η, -ον, [in LXX chiefly for לְבַד;]
1.adj., alone, solitary, forsaken: c. verb., Mt 14:23, Mk 6:47, Lk 9:36, al.; c. pron., Mt 18:15, Mk 9:2, al.; c. subst., Mk 9:8, Lk 4:8, al.; pleonast., οὐκ . . . εἰ μὴ μ., Mt 12:4, Lk 6:4, al.; attrib., only, (ὁ) μ. θεός, Jo 5:44 17:3, Ro 16:27, I Ti 1:17, Ju 25.
2.As adv.,
(a)neut., (μόνον, alone, only: referring to verb or predic., Mt 9:21, Mk 5:36, Ja 1:22, al. (v. Bl., §44, 2); οὐ (μὴ) μ., Ga 4:18, Ja 1:22; οὐ μ. . . . ἀλλά (Bl, §77, 133), Ac 19:26, I Jo 5:6, al.; id. seq. καί (Bl., §81, 12), Ro 5:3 9:10, II Co 8:19, al.;
(b)κατὰ μόνας, alone (Bl., §44, 1), Mk 4:10, Lk 9:18.
English (Strong)
probably from μένω; remaining, i.e. sole or single; by implication, mere: alone, only, by themselves.
English (Thayer)
μόνη, μόνον, the Sept. chiefly for לְבַד (from Homer down);
1. an adjective, alone (without a companion);
a. with verbs: εἶναι, ἑυρίσκεσθαι, καταλείπεσθαι, etc., ἐγώ, αὐτός, οὐ, etc.: Winer's Grammar, 131 (124) note): T omits; L Tr brackets WH reject the verse); ἀλλά, ὁ μόνος Θεός, he who alone is God: ὁ μόνος δεσπότης, οὐκ ... εἰ μή μόνος: οὐδείς ... εἰ μή μόνος, forsaken, destitute of help, μόνον as adverb, alone, only, merely: added to the object, WH marginal reading μόνων); referring to an action expressed by a verb, μόνον μή, οὐ (μή) μόνον, ἀλλά, L ἀλλά καί; cf. Winer s Grammar, 498 (464); Buttmann, 370 (317)); by ἀλλά πολλῷ μᾶλλον, ἀλλά καί, Buttmann)); οὐ μόνον δέ ἀλλά καί: Winer's Grammar, 583 (543)), οὐ δέ μόνον etc.); κατά μόνας (namely, χώρας), see καταμόνας).