ἑταιρεία: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(CSV import) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etaireia | |Transliteration C=etaireia | ||
|Beta Code=e(tairei/a | |Beta Code=e(tairei/a | ||
|Definition=ἡ, also [[ἑταιρία]], E. ''Or.''1072,1079, Th.3.82, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 365d, D.10.259, Arist.''Pol.''1272b34, al.; Ion. [[ἑταιρηΐη]]: ([[ἑταῖρος]]):—<br><span class="bld">A</span> [[association]], [[brotherhood]], τῶν ἡλικιωτέων [[Herodotus|Hdt.]] 5.71; ἑταιρείαν ποιεῖσθαι Isoc.3.54 (pl.); μαρτύρων συνεστῶσ' ἑ. D.21.139; αἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''611a7; of a [[social]] [[group]] in Crete, ''Leg.Gort.''10.38.<br><span class="bld">2</span> at Athens and elsewhere, [[political club]] or [[union]] for [[party]] [[purpose]]s, Eup.8.6 D., ''Com.Adesp.''22.31 D., Th.3.82, Lys.12.55, Isoc.4.79 (pl.); ἑταιρίας συνάξομεν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 365d; σπουδαὶ ἑταιριῶν ἐπ' ἀρχάς Id.''Tht.''173d; at [[Carthage]], τὰ [[συσσίτια]] τῶν ἑταιρειῶν, compared to the [[φιδίτια]] at [[Sparta]], Arist.''Pol.''1272b34, cf. 1305b32.<br><span class="bld">3</span> = Lat. [[collegium]], [[ἑταιρία Ἰουλιανή]], = [[collegium Lupercorum Juliorum]], D.C.44.6.<br><span class="bld">II</span> generally, [[friendly]] [[connection]], [[friendship]], [[comradeship]], Simon.118, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''683, E.''Or.''1072, ''AP''7.51 (Adaeus); opp. [[ἔχθρα]], D.29.23.<br><span class="bld">III</span> = [[ἑταίρησις]], And.1.100, [[varia lectio|v.l.]] in D.S.2.18: Anaxil.21.3 combines signfs. ''ΙΙ'' and ''III''. | |Definition=ἡ, also [[ἑταιρία]], E. ''Or.''1072,1079, Th.3.82, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 365d, D.10.259, Arist.''Pol.''1272b34, al.; Ion. [[ἑταιρηΐη]]: ([[ἑταῖρος]]):—<br><span class="bld">A</span> [[association]], [[brotherhood]], τῶν ἡλικιωτέων [[Herodotus|Hdt.]] 5.71; ἑταιρείαν ποιεῖσθαι Isoc.3.54 (pl.); μαρτύρων συνεστῶσ' ἑ. D.21.139; αἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''611a7; of a [[social]] [[group]] in Crete, ''Leg.Gort.''10.38.<br><span class="bld">2</span> at Athens and elsewhere, [[political club]] or [[union]] for [[party]] [[purpose]]s, Eup.8.6 D., ''Com.Adesp.''22.31 D., Th.3.82, Lys.12.55, Isoc.4.79 (pl.); ἑταιρίας συνάξομεν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 365d; σπουδαὶ ἑταιριῶν ἐπ' ἀρχάς Id.''Tht.''173d; at [[Carthage]], τὰ [[συσσίτια]] τῶν ἑταιρειῶν, compared to the [[φιδίτια]] at [[Sparta]], Arist.''Pol.''1272b34, cf. 1305b32.<br><span class="bld">3</span> = Lat. [[collegium]], [[ἑταιρία Ἰουλιανή]], = [[collegium Lupercorum Juliorum]], D.C.44.6.<br><span class="bld">II</span> generally, [[friendly]] [[connection]], [[friendship]], [[comradeship]], Simon.118, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''683, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1072, ''AP''7.51 (Adaeus); opp. [[ἔχθρα]], D.29.23.<br><span class="bld">III</span> = [[ἑταίρησις]], And.1.100, [[varia lectio|v.l.]] in [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.18: Anaxil.21.3 combines signfs. ''ΙΙ'' and ''III''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑταιρεία:''' ион. [[ἑταιρηΐη]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[общество]], [[товарищество]], [[содружество]] (τῶν ἡλικιωτέων Her.);<br /><b class="num">2</b> [[гетерия]], [[политическая организация]], [[союз]], [[общество]] (εἰς ἑταιρείαν ἐμβαλεῖν ἑαυτόν Plut.): σπουδαὶ ἑταιρειῶν ἑπ᾽ ἀρχάς Plat. погоня за государственными должностями через посредство политических союзов;<br /><b class="num">3</b> (тж. ἑταιρείας [[λιμήν]] Soph.) дружба | |elrutext='''ἑταιρεία:''' ион. [[ἑταιρηΐη]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[общество]], [[товарищество]], [[содружество]] (τῶν ἡλικιωτέων Her.);<br /><b class="num">2</b> [[гетерия]], [[политическая организация]], [[союз]], [[общество]] (εἰς ἑταιρείαν ἐμβαλεῖν ἑαυτόν Plut.): σπουδαὶ ἑταιρειῶν ἑπ᾽ ἀρχάς Plat. погоня за государственными должностями через посредство политических союзов;<br /><b class="num">3</b> (тж. ἑταιρείας [[λιμήν]] Soph.) [[дружба]] ur.;<br /><b class="num">4</b> [[стадо]]: αἱ [[βόες]] νέμονται καθ᾽ ἑταιρείας Arst. коровы пасутся стадами;<br /><b class="num">5</b> Diod. = [[ἑταίρησις]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[association]], [[club]], [[fellowship]], [[political association]], [[political club]] | |woodrun=[[association]], [[club]], [[fellowship]], [[political association]], [[political club]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[sodalitium]]'', [[club]], [[society of friends]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.5/ 3.82.5], [<i>nonnulli codd.</i> <i>several manuscripts</i> ἑταιρείας] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 16 November 2024
English (LSJ)
ἡ, also ἑταιρία, E. Or.1072,1079, Th.3.82, Pl.R. 365d, D.10.259, Arist.Pol.1272b34, al.; Ion. ἑταιρηΐη: (ἑταῖρος):—
A association, brotherhood, τῶν ἡλικιωτέων Hdt. 5.71; ἑταιρείαν ποιεῖσθαι Isoc.3.54 (pl.); μαρτύρων συνεστῶσ' ἑ. D.21.139; αἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας Arist.HA611a7; of a social group in Crete, Leg.Gort.10.38.
2 at Athens and elsewhere, political club or union for party purposes, Eup.8.6 D., Com.Adesp.22.31 D., Th.3.82, Lys.12.55, Isoc.4.79 (pl.); ἑταιρίας συνάξομεν Pl.R. 365d; σπουδαὶ ἑταιριῶν ἐπ' ἀρχάς Id.Tht.173d; at Carthage, τὰ συσσίτια τῶν ἑταιρειῶν, compared to the φιδίτια at Sparta, Arist.Pol.1272b34, cf. 1305b32.
3 = Lat. collegium, ἑταιρία Ἰουλιανή, = collegium Lupercorum Juliorum, D.C.44.6.
II generally, friendly connection, friendship, comradeship, Simon.118, S.Aj.683, E.Or.1072, AP7.51 (Adaeus); opp. ἔχθρα, D.29.23.
III = ἑταίρησις, And.1.100, v.l. in D.S.2.18: Anaxil.21.3 combines signfs. ΙΙ and III.
German (Pape)
[Seite 1046] ἡ, ion. ἑταιρηΐη, Genossenschaft, Kameradschaft, Soph. Ai. 668, wo die v.l. ἑταιρία (w. m. s.); προσποιησάμενος τὴν ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων Her. 5, 71; εἰς φιλίαν καὶ ἑταιρείαν ἀλλήλοις καθιστάναι Plat. Ep. VII, 328 d; bes. zu politischen Zwecken, eine politische Gesellschaft, Faction, Klub, wie Isocr. 4, 79, ποιεῖσθαι 3, 54; vgl. Plat. Theaet. 173 d; ἑταιρείας συνάγειν Rep. II, 365 d; ὃς ἂν τὴν πόλιν ἑταιρείας ὑπήκοον ποιῇ Legg. IX, 856 b; vgl. Lys. 12, 55; Dem. 29, 22, wo sich fast überall die v.l. ἑταιρία findet. Bei Arist. H. A. 9, 4 sogar von Tieren. – Bei Andoc. 1, 100 = ἑταίρησις, wie D. Sic. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 association de camarades, d'amis ; particul. à Athènes hétérie, association civique, militaire, voire politique ; en Crète, l'hétairie semble regrouper les citoyens de la même classe d'âge;
2 liaison amicale, amitié.
Étymologie: ἑταιρεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρεία: ион. ἑταιρηΐη ἡ
1 общество, товарищество, содружество (τῶν ἡλικιωτέων Her.);
2 гетерия, политическая организация, союз, общество (εἰς ἑταιρείαν ἐμβαλεῖν ἑαυτόν Plut.): σπουδαὶ ἑταιρειῶν ἑπ᾽ ἀρχάς Plat. погоня за государственными должностями через посредство политических союзов;
3 (тж. ἑταιρείας λιμήν Soph.) дружба ur.;
4 стадо: αἱ βόες νέμονται καθ᾽ ἑταιρείας Arst. коровы пасутся стадами;
5 Diod. = ἑταίρησις.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρεία: ἡ, (συχνάκις γραφόμενον ἑταιρία ἐν Ἀντιγράφοις, Σοφ. Αἴ. 682, Εὐρ. Ὀρ. 1072, 1079, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 56D, Δημ., κλ., πρβλ. ἀνδρεία), Ἰων. -ηΐη, (ἑταῖρος). Συντροφία, σύλλογος, σύνδεσμος, ἀδελφότης, τῶν ἡλικιωτέων Ἡρόδ. 5. 71· ἑτ. ποιεῖσθαι, συνάγειν Ἰσοκρ. 38Α, Πλάτ. Πολ. 365D· μαρτύρων συνεστῶσα ἑταιρεία Δημ. 560. 5· αἱ βόες νέμονται καθ’ ἑταιρείας, κατ’ ἀγέλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4. 2) ἐν Ἀθήναις πολιτικὸς σύλλογος πρὸς φατριαστικοὺς σκοπούς, Θουκ. 3. 82, Λυσ. 125. 16, Ἰσοκρ. 56D, Πλάτ. Πολ. 365D· ἑταρεῖαι ἐπ’ ἀρχὰς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· οὕτως ἐν Καρχηδόνι, τὰ συσσίτια τῶν ἑτ., παραβαλλόμενα πρὸς τὰ ἐν Σπάρτῃ φιδίτια, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3, πρβλ. 5. 6, 6., 5. 11, 5. ΙΙ. καθόλου, φιλικὴ σχέσις, φιλία, Σιμωνίδης 119, Σοφ. καὶ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἔχθρα, Δημ. 851. 18. ΙΙΙ. = ἑταίρησις, Ἀνδοκ. 13. 27, Διόδ. 2. 18: ὁ Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2, συνδυάζει τὰς σημασίας ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.
Greek Monolingual
και εταιρία, η (ΑΜ ἑταιρεία και ἑταιρία, Α ιων. τ. ἑταιρηΐη)
σύλλογος, κοινοπραξία, όμιλος ανθρώπων που αποτελούν σύνδεσμο για κάποιο σκοπό (α. «Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» β. «Φιλική Εταιρεία»)
νεοελλ.
1. (νομ.) η σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα υποχρεώνονται αμοιβαία για την επιδίωξη κοινού σκοπού, και ιδιαίτερα οικονομικού, με κοινές εισφορές (α. «αστική εταιρεία» β. «εμπορική εταιρεία»)
2. μαθ. φρ. «η μέθοδος της εταιρείας» — ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται το μερίδιο του κέρδους ή της ζημιάς που αναλογεί σε καθέναν από τους συνεταίρους, ανάλογα με το κεφάλαιο που έχει καταβάλει ο καθένας από αυτούς και τον χρόνο που παρέμεινε στην επιχείρηση
μσν.
(στο Βυζάντιο)
1. σώμα της αυτοκρατορικής φρουράς που αποτελούσαν κυρίως ξένοι
2. σώμα ξένων μισθοφόρων που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
1. φιλική σχέση, φιλία, συντροφιά
2. (στην αρχ. Αθήνα) πολιτικός σύλλογος με φατριαστικούς σκοπούς
3. η πληρωμένη πορνεία, ασελγής, πορνική ζωή
4. (για ζώα) αγέλη («οἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας» — τα βόδια βόσκουν σε αγέλες)
5. θρησκευτικός θίασος, σύλλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. εταιρεία < εταιρείος
η γραφή με -ει-, η οποία θεωρείται και ορθότερη, δικαιολογείται από την προέλευση της λ. ως ουσιαστικοποιημένου θηλ. του αρχ. επιθ. εταιρείος. Η γραφή σε -ία προϋποθέτει παραγωγή της λ. από το εταίρος (εταίρος > εταιρία)
πρβλ. κακός > κακία.
Greek Monotonic
ἑταιρεία: ή ἑταιρία, Ιων. -ηΐη, ἡ (ἑταῖρος),·
I. 1. συντροφιά, παρέα, σύνδεσμος, οργάνωση, σωματείο, συνεταιρισμός, σύλλογος, συντεχνία, αδελφότητα, σε Ηρόδ., Αττ.
2. στην Αθήνα, πολιτικός σύλλογος, όμιλος ή σωματείο, ένωση για εξυπηρέτηση κομματικών σκοπών, σε Θουκ. κ.λπ.
II. γενικά, φιλική σχέση, φιλία, σε Δημ.
Middle Liddell
ἑταῖρος
I. companionship, association, brotherhood, Hdt., Attic
2. at Athens, a political club or union for party purposes, Thuc., etc.
II. generally, friendly connection, friendship, Dem.
English (Woodhouse)
association, club, fellowship, political association, political club
Lexicon Thucydideum
sodalitium, club, society of friends, 3.82.5, [nonnulli codd. several manuscripts ἑταιρείας]