περίοδος: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> chemin autour ; enceinte, circuit (d’un mur, d’un lac, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> action d’aller autour :<br /><b>1</b> manœuvre stratégique pour tourner l’ennemi;<br /><b>2</b> tournée de médecin;<br /><b>3</b> tournée d’un service de table;<br /><b>4</b> tour d’une conversation, conversation à la ronde;<br /><b>5</b> cours, révolution des astres ; <i>abs.</i> période de temps : [[ἐκ]] περιόδου, [[ἐν]] περιόδῳ, par périodes, périodiquement, alternativement, à tour de rôle ; période d’une maladie;<br /><b>6</b> voyage <i>ou</i> itinéraire autour du monde <i>ou</i> dans un pays;<br /><b>7</b> <i>t. de rhét.</i> période.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁδός]]. | |btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> chemin autour ; enceinte, circuit (d’un mur, d’un lac, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> action d’aller autour :<br /><b>1</b> manœuvre stratégique pour tourner l’ennemi;<br /><b>2</b> tournée de médecin;<br /><b>3</b> tournée d’un service de table;<br /><b>4</b> tour d’une conversation, conversation à la ronde;<br /><b>5</b> cours, révolution des astres ; <i>abs.</i> période de temps : [[ἐκ]] περιόδου, [[ἐν]] περιόδῳ, par périodes, périodiquement, alternativement, à tour de rôle ; période d’une maladie;<br /><b>6</b> voyage <i>ou</i> itinéraire autour du monde <i>ou</i> dans un pays;<br /><b>7</b> <i>t. de rhét.</i> période.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁδός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, δωρ. τ. [[πέροδος]] Α<br /><b>1.</b> κυκλική [[περιστροφή]] του χρόνου, σταθερό [[χρονικό]] [[διάστημα]] (α. «θερινή [[περίοδος]]», β. «[[περίοδος]] εξετάσεων» γ. «ἐν πολλαῑς χρόνου καὶ μακραῑς περιόδους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η μηνιαία [[ρύση]] τών [[γυναικών]], τα [[έμμηνα]]<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]] συμπληρώνει μια πλήρη [[περιφορά]] [[γύρω]] από το έλκον [[σώμα]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[τμήμα]] λόγου το οποίο εκφράζει ένα ολοκληρωμένο [[νόημα]] και στον γραπτό λόγο αρχίζει και τελειώνει με [[τελεία]] («δεῑ δὲ τὴν περίοδον καὶ τῇ διανοίᾳ τετελειῶσθαι καὶ μή διακόπτεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μουσ.</b> [[ενότητα]] της μελωδικής οργάνωσης που απαρτίζεται από αριθμό συσχετισμένων μουσικών φράσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> α) ([[κατά]] τη [[δομική]] [[γλωσσολογία]]) η μέγιστη [[ενότητα]] λόγου που επιδέχεται [[ανάλυση]] σε άμεσα συστατικά, [[χωρίς]] η [[ίδια]] να αποτελεί συστατικό άλλης ευρύτερης ενότητας<br />β) ([[κατά]] τη γενετική μετασχηματιστική) η συντακτική [[δομή]] που προκύπτει από τον συνδυασμό τών κανόνων της βαθύτερης δομής και τών κανόνων μετασχηματισμού<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> [[μονάδα]] του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο αποτέθηκε μια [[αλληλουχία]] πετρωμάτων<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> ο [[μικρότερος]] [[σταθερός]] [[αριθμός]] που μπορεί να προστεθεί στη μεταβλητή ορισμένων συναρτήσεων [[έτσι]] που αυτές να πάρουν [[πάλι]] την [[ίδια]] [[τιμή]]<br /><b>4.</b> <b>φυσ.</b> α) σταθερό [[χρονικό]] [[διάστημα]] με [[σύμβολο]] <i>Τ</i>, [[πέραν]] του οποίου, [[κατά]] την [[εξέλιξη]] ενός περιοδικού φαινομένου, ένα [[φυσικό]] [[μέγεθος]] που συνδέεται άμεσα με αυτό το [[φαινόμενο]] επανέρχεται στην [[ίδια]] [[πάντοτε]] [[τιμή]]<br />β) το [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] στο οποίο ο [[αριθμός]] τών νετρονίων που υπάρχουν στην [[καρδιά]] ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πολλαπλασιάζεται ή διαιρείται με τη [[βάση]] τών φυσικών λογαρίθμων <i>e</i>, δηλ. -2,715..., με την [[προϋπόθεση]] ότι δεν γίνεται [[καμιά]] ρυθμιστική [[επέμβαση]] στον αντιδραστήρα<br /><b>5.</b> <b>χημ.</b> (στο περιοδικό [[σύστημα]]) [[κάθε]] οριζόντια [[σειρά]] χημικών στοιχείων<br /><b>6.</b> (σχετικά με νόσο) [[στάδιο]], [[φάση]] («ο [[ασθενής]] εισήλθε στην κρίσιμη περίοδο»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «βουλευτική [[περίοδος]]» — το τετραετές [[διάστημα]] [[κατά]] το οποίο λειτουργεί η [[βουλή]] που έχει προέλθει από τις τελευταίες εκλογές<br />β) «αστρική [[περίοδος]]»<br /><b>αστρον.</b> ο [[χρόνος]] που απαιτείται ώσπου [[ένας]] [[πλανήτης]], όπως παρατηρείται από τον Ήλιο, να επανέλθει σε σύνοδο με τον ίδιο αστέρα<br />γ) «[[περίοδος]] μεταβλητού αστέρα»<br /><b>αστρον.</b> ο [[χρόνος]] που μεσολαβεί [[ανάμεσα]] σε δύο διαδοχικά μέγιστα ή ελάχιστα της λαμπρότητας ενός μεταβλητού αστέρα<br />δ) «συνοδική [[περίοδος]]»<br /><b>αστρον.</b> ο [[χρόνος]] που απαιτείται ώσπου [[ένας]] [[πλανήτης]], όπως παρατηρείται από τη Γη, να επανέλθει σε σύνοδο με τον Ήλιο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για λόγο) εκτεταμένη [[παρουσίαση]], αναλυτική [[διατύπωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δρόμος]] [[γύρω]] από [[οικοδόμημα]] ή [[τοποθεσία]]<br /><b>2.</b> [[περιφέρεια]], [[κύκλος]]<br /><b>3.</b> η [[μεταβίβαση]] πράγματος από τον ένα στον [[άλλο]], από [[χέρι]] σε [[χέρι]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> καθορισμένη [[δίαιτα]]<br />5: ιατρική [[επίσκεψη]]<br /><b>6.</b> [[παροξυσμός]], [[κρίση]] περιοδικής ασθένειας<br /><b>7.</b> το [[σερβίρισμα]] εδεσμάτων [[κατά]] [[σειρά]], η [[περιφορά]] από τον έναν στον [[άλλο]]<br /><b>8.</b> [[θεώρηση]], προσεκτική [[εξέταση]]<br /><b>9.</b> [[γεγονός]] που συμβαίνει [[κατά]] τακτά χρονικά διαστήματα<br /><b>10.</b> το [[μέρος]] από το οποίο εισερχόταν [[κανείς]] στον περίβολο του ναού<br /><b>11.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] που περιλάμβανε και τους [[τέσσερεις]] μεγάλους αγώνες, [[Ολύμπια]], [[Πύθια]], [[Νέμεα]], [[Ίσθμια]]<br /><b>12.</b> [[τόπος]], [[χώρα]], [[περιοχή]] («[[περίοδος]] Καρίας», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[αγγείο]] χρησιμοποιούμενο για τη [[χύτευση]] σιδήρου<br /><b>14.</b> [[αργός]] [[περίπατος]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «γῆς [[περίοδος]]» — ιχνογραφική [[παράσταση]] της Γής, [[γεωγραφικός]] [[χάρτης]]<br />β) «ἐκ περιόδου» και «ἐν περιόδῳ» — [[κατά]] περιόδους, σε [[σταθερά]] χρονικά διαστήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[αξιωματικός]] που έκανε έφοδο στους φρουρούς, που επιθεωρούσε τους φρουρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A one who goes the rounds, patrol, Aen.Tact.22.3, al., Rev.Arch.1911(2).424 (Mesembria, i B. C.).
περίοδος (Dor. πέροδος, q.v.), ἡ,
A going round, marching round, flank march, τῶν Περσέων ἡ π. Hdt.7.219,229 ; π. καὶ κύκλωσις Th.4.35. 2 slow walk, Gal.17(2).99. 3 passage of fluids, Aret. SD1.10, cf. Arist.Pr.870a10. II way round, Hdt.7.223 ; λίμνης Id.1.185; circumference, circuit, compass, σήματος, τείχεος, ib.93, 163 : abs., τὴν π. in circumference, Id.7.109. III γῆς π. chart or map of the earth, Id.4.36, 5.49, Ar.Nu.206, Arist.Mete.362b12, Agathem.1.1 ; αἱ τῆς γῆς π. books of descriptive geography, Arist. Pol.1262a19, Rh.1360a34, Mete.350a16. IV going round in a circle, coming round to the starting-point, circuit, ἡ τοῦ τρίποδος π. Plu. Sol.4. 2 esp. of Time, cycle or period of time, πάσαις ἐτέων π. Pi. N.11.40; freq. in Pl., ἐν πολλαῖς χρόνου καὶ μακραῖς π. Phd.107e ; π. χιλιετής Phdr.249a: abs., R.546b, Epicur.Ep.1p.27U. (pl.), etc.; κατὰ φύσιν π. Arist.GA777b18; of the Great Year of the Stoics, Chrysipp.Stoic.2.189(pl.); ἐκ περιόδου periodically, in rotation, Heraclid.Pol.58, Plb.2.43.1, etc.; ἐν περιόδῳ Plu.Eum.8 ; esp. the period embracing the four great public games, κατὰ τὰν π. ἑκάσταν IG9(1).694.31 (Corc.); ἐνίκησε τὴν π. Ath.10.415a; νικώμενος τὴν π. Arr. Epict.3.25.5, cf. Poll.4.89; v. περιοδονίκης. 3 of events, periodic recurrence, cycle, Isoc.15.174, Thphr.CP1.13.1. b cycle, roster of public officials, τῇ πρὸ ταύτης π. τῶν μελλόντων λειτουργεῖν POxy. 1119.6 (iii A. D.), cf. 1552.3 (iii A. D.). 4 Medic., a regular prescribed course of life, ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ π. ζῆν to live in the regular course, Pl.R.4073; αἱ ἰατρικαὶ π. the periodical visits of a regular physician, the doctor's rounds, Luc.Gall.23, cf. Nigr.22 : hence, medical practice, Heraclasap.Orib.48.18.2. b the period of menstruation, Arist.GA738a17. c fit of intermittent fever, or the like, Hp. Aph.4.59 (pl.), D.9.19; ὁ ἐκ περιόδου πυρετός an intermittent fever, Luc.Philops.9. 5 course at dinner, X.Cyr.2.2.2 ; π. λόγων table-talk, Id.Smp.4.64. 6 orbit of a heavenly body, Id.Mem. 4.7.5 ; ἀστέρος κυκλικὴ π. Vett.Val.94.20; also θεριναὶ π., = τροπαί, Hp.Aër.19; revolution of a heavenly body, Epicur.Ep.1p.28U. V survey in thought, ἡ ἅμα νοήματι π. τῶν κυριωτάτων ib.p.32U. VI Rhet., period, Thrasymach. ap. Suid.s.v. Θρασύμαχος, etc.; defined as λέξις ἔχουσα ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴ καθ' αὑτὴν καὶ μέγεθος εὐσύνοπτον, Arist.Rh.1409a35, etc.; also in Music and Metric, Heph.Poëm.3.5, Aristid.Quint.1.14. VII vessel used in iron-founding, Arist.Fr.261. VIII entrance to a temple enclosure, IG11(2).158 A65 (Delos, iii B. C.). IX = Lat. regio, π. Καρίας Maiuri Nuova Silloge 562 (Cos).
German (Pape)
[Seite 584] ἡ, der Umgang, Umlauf, Kreislauf, z. B. der Zeit; πάσαις ἐτέων περόδοις, Pind. N. 11, 40, wie Böckh für die vulg. περιόδοις geschrieben hat; u. so oft Plat., ἄστρων, χρόνου u. dgl., Phaed. 107 e Tim. 47 a Legg. VII, 817 e u. sonst; auch πυρετοῦ, Dem. 9, 29; οἱ ἐκ π. πυρετοί, Wechselfieber, Luc. Philops. 9; auch ἐκ περιόδου γραμματέα κοινὸν προεχειρίζοντο αἱ πόλεις, abwechselnd, Pol. 2, 43, 1, vgl. 6, 20, 7; περίοδος λόγων, ein reihumgehendes Gespräch, wenn in der Gesellschaft Einer nach dem Andern spricht, so wie ihn die Reihe trifft, Xen. Conv. 4, 64. – Besonders hießen περίοδος die vier großen öffentlichen Kampfspiele, die Olympischen, Pythischen, Nemeischen u. Isthmischen; daher heißt ὁ τὴν περίοδον νενικηκώς oder ὁ περιοδονίκης der in allen vier Kampfspielen, den ganzen Kreis herum gesiegt hat. – Γῆς, Ar. Nubb. 207, eine Tafel, die den Umfang der Erde, ein Bild der Erde in Umrissen enthält, eine Art Landcharte; vgl. Her. 5, 49; aber 4, 36, ὁρέων γῆς περιόδους γράψαντας πολλούς, eine Beschreibung der Länder, welche Einer umreis't hat; vgl. Arist. pol. 2, 3. – Umkreis, Umfang, τείχεος, λίμνης, Her. 1, 163. 185; Xen. An. 3, 4, 7. – Der Weg, Gang um Etwas herum, Her. 7, 219. 223. 229; auch von Speisen, wie wir »Gang« sagen, περίοδον πρώτην περιφέρειν, Xen. Cyr. 2, 2, 2, den ersten Gang auftragen u. herumgeben. – Das Herumgehen, ἰατρικαί, Luc. Gall. 23; Ael. H. A. 16, 15. – Bei den Aerzten = die regelmäßige Wiederkehr der Lebensweise, regelmäßige Lebensordnung od. Diät, vgl. Luc. Nigr. 23, Medic. oft. – In der Rhetorik die Periode, der abgerundete Redesatz, Arist. rhet. 3, 9 u. Folgde. ὁ, der die Wachen Umgehende, Visitirende, Aen. Poliorc. 22.
Greek (Liddell-Scott)
περίοδος: ὁ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐπιθεώρησιν τῶν φρουρῶν, Λατ. circulator, Αἰν. Τακτ. 22, σ. 62 καὶ 65.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. chemin autour ; enceinte, circuit (d’un mur, d’un lac, etc.);
II. action d’aller autour :
1 manœuvre stratégique pour tourner l’ennemi;
2 tournée de médecin;
3 tournée d’un service de table;
4 tour d’une conversation, conversation à la ronde;
5 cours, révolution des astres ; abs. période de temps : ἐκ περιόδου, ἐν περιόδῳ, par périodes, périodiquement, alternativement, à tour de rôle ; période d’une maladie;
6 voyage ou itinéraire autour du monde ou dans un pays;
7 t. de rhét. période.
Étymologie: περί, ὁδός.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ, δωρ. τ. πέροδος Α
1. κυκλική περιστροφή του χρόνου, σταθερό χρονικό διάστημα (α. «θερινή περίοδος», β. «περίοδος εξετάσεων» γ. «ἐν πολλαῑς χρόνου καὶ μακραῑς περιόδους», Πλάτ.)
2. η μηνιαία ρύση τών γυναικών, τα έμμηνα
3. αστρον. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα συμπληρώνει μια πλήρη περιφορά γύρω από το έλκον σώμα
4. γραμμ. τμήμα λόγου το οποίο εκφράζει ένα ολοκληρωμένο νόημα και στον γραπτό λόγο αρχίζει και τελειώνει με τελεία («δεῑ δὲ τὴν περίοδον καὶ τῇ διανοίᾳ τετελειῶσθαι καὶ μή διακόπτεσθαι», Αριστοτ.)
5. μουσ. ενότητα της μελωδικής οργάνωσης που απαρτίζεται από αριθμό συσχετισμένων μουσικών φράσεων
νεοελλ.
1. γραμμ. α) (κατά τη δομική γλωσσολογία) η μέγιστη ενότητα λόγου που επιδέχεται ανάλυση σε άμεσα συστατικά, χωρίς η ίδια να αποτελεί συστατικό άλλης ευρύτερης ενότητας
β) (κατά τη γενετική μετασχηματιστική) η συντακτική δομή που προκύπτει από τον συνδυασμό τών κανόνων της βαθύτερης δομής και τών κανόνων μετασχηματισμού
2. γεωλ. μονάδα του γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων
3. μαθημ. ο μικρότερος σταθερός αριθμός που μπορεί να προστεθεί στη μεταβλητή ορισμένων συναρτήσεων έτσι που αυτές να πάρουν πάλι την ίδια τιμή
4. φυσ. α) σταθερό χρονικό διάστημα με σύμβολο Τ, πέραν του οποίου, κατά την εξέλιξη ενός περιοδικού φαινομένου, ένα φυσικό μέγεθος που συνδέεται άμεσα με αυτό το φαινόμενο επανέρχεται στην ίδια πάντοτε τιμή
β) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο αριθμός τών νετρονίων που υπάρχουν στην καρδιά ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πολλαπλασιάζεται ή διαιρείται με τη βάση τών φυσικών λογαρίθμων e, δηλ. -2,715..., με την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται καμιά ρυθμιστική επέμβαση στον αντιδραστήρα
5. χημ. (στο περιοδικό σύστημα) κάθε οριζόντια σειρά χημικών στοιχείων
6. (σχετικά με νόσο) στάδιο, φάση («ο ασθενής εισήλθε στην κρίσιμη περίοδο»)
7. φρ. α) «βουλευτική περίοδος» — το τετραετές διάστημα κατά το οποίο λειτουργεί η βουλή που έχει προέλθει από τις τελευταίες εκλογές
β) «αστρική περίοδος»
αστρον. ο χρόνος που απαιτείται ώσπου ένας πλανήτης, όπως παρατηρείται από τον Ήλιο, να επανέλθει σε σύνοδο με τον ίδιο αστέρα
γ) «περίοδος μεταβλητού αστέρα»
αστρον. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικά μέγιστα ή ελάχιστα της λαμπρότητας ενός μεταβλητού αστέρα
δ) «συνοδική περίοδος»
αστρον. ο χρόνος που απαιτείται ώσπου ένας πλανήτης, όπως παρατηρείται από τη Γη, να επανέλθει σε σύνοδο με τον Ήλιο
μσν.-αρχ.
(για λόγο) εκτεταμένη παρουσίαση, αναλυτική διατύπωση
αρχ.
1. δρόμος γύρω από οικοδόμημα ή τοποθεσία
2. περιφέρεια, κύκλος
3. η μεταβίβαση πράγματος από τον ένα στον άλλο, από χέρι σε χέρι
4. ιατρ. καθορισμένη δίαιτα
5: ιατρική επίσκεψη
6. παροξυσμός, κρίση περιοδικής ασθένειας
7. το σερβίρισμα εδεσμάτων κατά σειρά, η περιφορά από τον έναν στον άλλο
8. θεώρηση, προσεκτική εξέταση
9. γεγονός που συμβαίνει κατά τακτά χρονικά διαστήματα
10. το μέρος από το οποίο εισερχόταν κανείς στον περίβολο του ναού
11. χρονικό διάστημα που περιλάμβανε και τους τέσσερεις μεγάλους αγώνες, Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια
12. τόπος, χώρα, περιοχή («περίοδος Καρίας», επιγρ.)
13. αγγείο χρησιμοποιούμενο για τη χύτευση σιδήρου
14. αργός περίπατος
15. φρ. α) «γῆς περίοδος» — ιχνογραφική παράσταση της Γής, γεωγραφικός χάρτης
β) «ἐκ περιόδου» και «ἐν περιόδῳ» — κατά περιόδους, σε σταθερά χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὁδός].———————— (II)
ὁ, Α
αξιωματικός που έκανε έφοδο στους φρουρούς, που επιθεωρούσε τους φρουρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὁδός].