πλήττω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(Bailly1_4)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[πλήσσω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[πλήσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πλήσσω]] ΝΜΑ<br />[[καταφέρω]] [[πλήγμα]], [[χτυπώ]] κάποιον με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι από [[ανία]], [[αισθάνομαι]] [[πλήξη]], [[βαριέμαι]]<br /><b>3.</b> στενοχωριέμαι, [[μελαγχολώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πληγώνω]] ψυχικώς («τὸν έπληξε [[μεγάλη]] [[συμφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]], [[προσβάλλω]] με κεραυνό<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] («κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων» — [[σκόνη]] σήκωναν στον αέρα τα πόδια τών αλόγων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[νόμισμα]]) [[χαράζω]], [[κόβω]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[επιφέρω]] [[ζάλη]], βαράω στο [[κεφάλι]]<br /><b>5.</b> (για σεισμό) [[διασείω]], [[κουνώ]], [[συγκλονίζω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ξαφνικές ή ζωηρές συγκινήσεις) [[στερώ]] από κάποιον το [[λογικό]] του, [[φέρνω]] σε [[παραφροσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>πλήττομαι</i> και <i>πλήσσομαι</i><br />α) [[ηττώμαι]], νικιέμαι<br />β) προσβάλλομαι από [[δυστυχία]], [[δυστυχώ]]<br />γ) προσβάλλομαι από [[αρρώστια]], [[αρρωσταίνω]]<br />δ) καταλαμβάνομαι από δυνατό [[συναίσθημα]], ὁπως λ.χ. από πόθο, από έρωτα<br />ε) δωροδοκούμαι, δελεάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-/<i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) «[[χτυπώ]]», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και με ηχηρή -<i>γ</i>- (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> [[πήγνυμι]]). Ο ενεστ. [[πλήσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-<i>jo</i>) έχει σχηματιστεί από θ. με [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «[[μεμψιμοιρώ]], [[γογγύζω]]», δηλ. «[[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[λύπη]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>plačo se</i>) [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>plokis</i> «[[χτύπημα]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας με ηχηρό ουρανικό –<i>γ</i>- ανάγονται οι τ.: [[πληγή]] / <i>πλᾱγᾱ</i>, μέλλ. <i>πληγ</i>-<i>ήσομαι</i>, παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πληγ</i>-<i>μαι</i>, ενώ τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>plă</i>- / <i>ple</i><sub>2</sub>-<i>g</i> εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' <i>πλᾰγ</i>-<i>ήσομαι</i>, <i>ἐ</i>-<i>πλᾰγ</i>-<i>ην</i> και το [[ρήμα]] [[πλάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλᾰ</i>-<i>γ</i>-<i>γ</i>-<i>jο</i>). Η [[ρίζα]] του ρ. [[πλήσσω]] (<i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i> / <i>pe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- / <i>pl</i><i>ā</i>- «[[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πλάξ]], [[πλάγιος]] <b>κ.λπ.</b>), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «[[απλώνω]]» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «[[χτυπώ]] [[κάτι]] ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. <i>plagen</i> «[[βασανίζω]]», <i>fluchen</i> «[[καταριέμαι]]», γαλλ. <i>se plaindre</i> «[[οικτίρω]], [[θρηνώ]]», αγγλ. <i>plague</i> «[[βασανίζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλάζω]]). Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[πλήττω]] χρησιμοποιήθηκε, [[επίσης]], με σημ. «[[αισθάνομαι]] [[ανία]], [[βαριέμαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πληκτικός]], [[πλήξη]]) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] με αυτήν του συνώνυμου ρ. [[βαρώ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαριέμαι]], [[βαρετός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πληγή]], [[πλήγμα]], [[πληκτικός]], [[πλήκτρο]](<i>ν</i>), [[πλήξη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πληγμός]], [[πληκτήρ]], [[πλήκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκπλήσσω]](-<i>ττω</i>), [[επιπλήττω]], [[καταπλήσσω]](-<i>ττω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκπλήσσω]], <i>αντικαταπλήσσω</i>, [[αντιπλήσσω]], <i>αποπλήττω</i>, [[διαπλήσσω]], <i>εμπλήττω</i>, <i>παραπλήττω</i>, [[προεκπλήσσω]], [[προεπιπλήσσω]], [[προκαταπλήσσω]], [[προπλήσσω]], [[προσεπιπλήττω]], [[προσκαταπλήσσω]], <i>προσπλήττω</i>, <i>συνεκπλήττω</i>, [[υπερεκπλήσσω]], <i>υποπλήττω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπιπλήττω]]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

att. c. πλήσσω.

Greek Monolingual

και πλήσσω ΝΜΑ
καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι
νεοελλ.
1. τραυματίζω, πληγώνω
2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι
3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ
4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά»)
αρχ.
1. (για τον Δία) χτυπώ, προσβάλλω με κεραυνό
2. σηκώνω, εγείρω («κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων» — σκόνη σήκωναν στον αέρα τα πόδια τών αλόγων, Ομ. Ιλ.)
3. (σχετικά με νόμισμα) χαράζω, κόβω
4. (για κρασί) επιφέρω ζάλη, βαράω στο κεφάλι
5. (για σεισμό) διασείω, κουνώ, συγκλονίζω
6. μτφ. (σχετικά με ξαφνικές ή ζωηρές συγκινήσεις) στερώ από κάποιον το λογικό του, φέρνω σε παραφροσύνη
7. παθ. πλήττομαι και πλήσσομαι
α) ηττώμαι, νικιέμαι
β) προσβάλλομαι από δυστυχία, δυστυχώ
γ) προσβάλλομαι από αρρώστια, αρρωσταίνω
δ) καταλαμβάνομαι από δυνατό συναίσθημα, ὁπως λ.χ. από πόθο, από έρωτα
ε) δωροδοκούμαι, δελεάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλήσσω / πλήττω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας plā-k-/plā-g- (< pleә2-) «χτυπώ», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική παρέκταση -κ- και με ηχηρή -γ- (για την εναλλαγή αυτή πρβλ. πήγνυμι). Ο ενεστ. πλήσσω (< plā-k-jo) έχει σχηματιστεί από θ. με παρέκταση -κ- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «μεμψιμοιρώ, γογγύζω», δηλ. «χτυπώ το στήθος μου από λύπη» (πρβλ. αρχ. σλαβ. plačo se) καθώς και με λιθουαν. plokis «χτύπημα». Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας με ηχηρό ουρανικό –γ- ανάγονται οι τ.: πληγή / πλᾱγᾱ, μέλλ. πληγ-ήσομαι, παρακμ. πέ-πληγ-μαι, ενώ τη συνεσταλμένη βαθμίδα plă- / ple2-g εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' πλᾰγ-ήσομαι, -πλᾰγ-ην και το ρήμα πλάζω (< πλᾰ-γ-γ-jο). Η ρίζα του ρ. πλήσσω (pleә2-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη ρίζα pelā / peә2- / plā- «ευρύς, απλώνω» (πρβλ. πλάξ, πλάγιος κ.λπ.), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «απλώνω» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «χτυπώ κάτι ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην ίδια οικογένεια με το πλήσσω / πλήττω ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. plagen «βασανίζω», fluchen «καταριέμαι», γαλλ. se plaindre «οικτίρω, θρηνώ», αγγλ. plague «βασανίζω» (βλ. και λ. πλάζω). Στη Νέα Ελληνική το ρ. πλήττω χρησιμοποιήθηκε, επίσης, με σημ. «αισθάνομαι ανία, βαριέμαι» (πρβλ. πληκτικός, πλήξη) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη με αυτήν του συνώνυμου ρ. βαρώ (πρβλ. βαριέμαι, βαρετός).
ΠΑΡ. πληγή, πλήγμα, πληκτικός, πλήκτρο(ν), πλήξη(-ις)
αρχ.
πληγμός, πληκτήρ, πλήκτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκπλήσσω(-ττω), επιπλήττω, καταπλήσσω(-ττω)
αρχ.
αντεκπλήσσω, αντικαταπλήσσω, αντιπλήσσω, αποπλήττω, διαπλήσσω, εμπλήττω, παραπλήττω, προεκπλήσσω, προεπιπλήσσω, προκαταπλήσσω, προπλήσσω, προσεπιπλήττω, προσκαταπλήσσω, προσπλήττω, συνεκπλήττω, υπερεκπλήσσω, υποπλήττω
νεοελλ.
αντεπιπλήττω].