Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [[γιγνώσκω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>συνεγνωσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />από κοινού [[κατανοητός]], από κοινού [[αντιληπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] με κάποιον<br /><b>3.</b> [[μυούμαι]] στη [[γνώση]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλους<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[συνωμοσία]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>5.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], [[ομολογώ]]<br /><b>6.</b> [[παραχωρώ]]<br /><b>7.</b> [[συμπεραίνω]] [[κάτι]] από τα δεδομένα («ἐκ πολλῶν... συνεγνωκυῑα θεσφάτων ὅτι βασιλεῡσαι... εἵμαρτο», Διον. Αλ.)<br /><b>8.</b> έχω τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>9.</b> [[συγχωρώ]] κάποιον («αἰτιᾷ τὸν κλέπτοντα καὶ ἁρπάζοντα, καὶ οὐ συγγινώσκεις, ἀλλὰ κολάζεις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>απόλ.</b> [[ομολογώ]] το [[σφάλμα]] μου, [[μετανιώνω]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[συγγιγνώσκω]] ἐμαυτῷ» — έχω [[συναίσθηση]], [[συνείδηση]] ότι... (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [[γιγνώσκω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>συνεγνωσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />από κοινού [[κατανοητός]], από κοινού [[αντιληπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω την [[ίδια]] [[γνώμη]], [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] με κάποιον<br /><b>3.</b> [[μυούμαι]] στη [[γνώση]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλους<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[συνωμοσία]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>5.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]], [[ομολογώ]]<br /><b>6.</b> [[παραχωρώ]]<br /><b>7.</b> [[συμπεραίνω]] [[κάτι]] από τα δεδομένα («ἐκ πολλῶν... συνεγνωκυῑα θεσφάτων ὅτι βασιλεῡσαι... εἵμαρτο», Διον. Αλ.)<br /><b>8.</b> έχω τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>9.</b> [[συγχωρώ]] κάποιον («αἰτιᾷ τὸν κλέπτοντα καὶ ἁρπάζοντα, καὶ οὐ συγγινώσκεις, ἀλλὰ κολάζεις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>απόλ.</b> [[ομολογώ]] το [[σφάλμα]] μου, [[μετανιώνω]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[συγγιγνώσκω]] ἐμαυτῷ» — έχω [[συναίσθηση]], [[συνείδηση]] ότι... (<b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγγιγνώσκω:''' Ιων. συγγῑν-· μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έγνων</i>, παρακ. <i>-έγνωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] κατά τον ίδιο τρόπο με, [[συμφωνώ]] με, [[ομονοώ]], [[ομοφωνώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· με αιτ., <i>τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν</i>, μοιράστηκαν την [[ευθύνη]] για το [[σφάλμα]], σε Θουκ.· απόλ., [[συναινώ]], [[συμφωνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[συγγιγνώσκω]] ἑαυτῷ, είμαι εν [[γνώσει]], [[συνειδητοποιώ]]· καὶ αὐτοὶ ξυνέγνωσαν [[σφίσιν]] ὡς ἠδικηκότες, σε Λυσ.· ομοίως στη Μέσ. συνεγινώσκετο ἑωυτῷ [[οὐκέτι]] [[εἶναι]] [[δυνατός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδέχομαι]], [[αναγνωρίζω]], [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]], [[ομολογώ]], [[αποδέχομαι]], <i>τι</i>, στον ίδ., Αττ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ.· με μτχ., <i>ξυγγνοῖμεν ἂν ἡμαρτηκότες</i>, σε Σοφ.· απόλ., [[ομολογώ]] το [[σφάλμα]] μου, το [[αναγνωρίζω]], σε Ενεργ. και Μέσ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρέφω]] τα [[ίδια]] αισθήματα με κάποιον· ομοίως, τον [[δικαιολογώ]], τον [[συγχωρώ]], του [[δίνω]] [[χάρη]] ή [[άφεση]], σε Σοφ. κ.λπ.· [[συγγιγνώσκω]] τινὶ τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere [[aliqui]] culpam, σε Ευρ.· επίσης με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγιγνώσκω Medium diacritics: συγγιγνώσκω Low diacritics: συγγιγνώσκω Capitals: ΣΥΓΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: syngignṓskō Transliteration B: syngignōskō Transliteration C: syggignosko Beta Code: suggignw/skw

English (LSJ)

Ion. and later Gr. συγγῑν-: fut.

   A συγγνώσομαι E. Ion 1440, etc.: aor. 2 συνέγνων A.Supp.215, etc.: pf. συνέγνωκα:— think with, agree with, τινι X.Cyr.7.2.27; μοι ταῦτα Is.8.38; μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν shared the error with them, Th.8.24: abs., consent, agree, Hdt.4.5, Th.2.60:—Med., Hdt.3.99.    b come to agreement legally, ἀμφὶ τὰν δαῖσιν Leg.Gort.5.46, cf. PGnom.169 (ii A.D.); of the parties to a treaty, SIG56.33 (Argos, v B.C.).    2 later, to be privy to a thing, join in a plot with, τινι App.BC2.6: c. acc., τὴν ἐπιβουλήν D.C.44.13; τὴν φυγήν Cat.Cod.Astr.1.98; οἱ συνεγνωκότες conspirators, App.BC2.5.    II σ. ἑαυτῷ to be conscious, with part. in nom., σ. καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Lys.9.11; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες S.Ant.926; σ. ἑαυτοῖς κακῶς βουλευόμενοι (as v.l. for -οις) D.H.2.55: with part. in dat., σ. αὐτοῖσι ἡμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς Hdt.5.91, cf. D.H.3.60:—Med., συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατός Hdt.3.53.    2 acknowledge, own, confess, τι Id.4.3; οὐχ ἧσσον ταῦτα ἐκείνου Th.7.73: c. acc. et inf., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια Hdt.1.89, cf. 91: c. dat. et inf., οὔ οἱ σ. λέγειν ἀληθέα Id.4.43; also σ. ὡς . . Pl.Lg.717d: abs., confess one's error, νῦν συγγνοὺς χρήσομαι τῇ ἐκείνου γνώμῃ Hdt.7.13, cf. 9.122:— Med., οὔτε συγγινωσκόμενοι (sc. τοῦτο) Id.5.94, cf. 6.92: c. inf., οὐ συνεγινώσκετο αὐτὸς . . εἶναι αἴτιος ib.61, cf. 1.45, 4.126, 5.86: c. acc. et inf., Id.6.140.    3 ἡ συνεγνωσμένη ζωή life as generally understood, opp. οὐσιώδης, Dam.Pr.139; so θάνατος ὁ -σμένος Porph. Sent.9; τὰ κατ' αἴσθησιν -σμένα ib.38; τῶν -σμένων τοῖς πολλοῖς Syrian.in Metaph.26.14.    4 recognize, τινα Arch.Pap.1.219 (Ptolemaic).    III collect or conclude from premisses, εὖ γε ξυνέβαλεν αὔτ'· ἀτὰρ δῆλόν γ' ἀφ' οὗ ξυνέγνω Ar.Eq.427; ἐκ θεσφάτων ὅτι . . D.H. 4.4.    IV have a fellow-feeling with another: hence, make allowance for him, excuse, pardon, S.El.257, E.Ion 1440, X.Cyr.5.1.13; τινι S. Tr.279, E.El.1105, etc.; σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Id.Andr.840, cf. A. Supp.215 (where εὐγνώη codd.); δημοκρατίαν αὐτῷ τῷ δήμῳ συγγιγνώσκω X.Ath.2.20; αὐτοῖς τῆς ἐπιθυμίας Pl.Euthd.306c; βαρβάροις ὅτι . . Id.Mx.244b; ξ. εἰ . . Ar.V.959; also σ. τοῖς εἰρημένοις E.El. 348, cf. Pl.Smp.218b; κλοπαῖς E.IT1400, cf. Ar.Eq.1299 (lyr.); σ. ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις E.Hel.82:—Med., A.Supp.216, Hdt.7.12, Democr.253.

German (Pape)

[Seite 961] später συγγινώσκω (s. γιγνώσκω), 1) mit Einem denken, gleiche Ansicht mit ihm haben, mit ihm übereinstimmen; τινί, Her. 4, 43, πρός τι, 4, 5, absolut, 7, 13. 9, 122; auch im med., 3, 99. 7, 12; zugeben, anerkennen, eingestehen, τί, 4, 3. 9, 122; c. inf., 6, 92; mit acc. c. int., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια, 1, 89. 91; u. mit partic., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες, Soph. Ant. 917; med. von sich zugeben, eingestehen, Her. 5, 94. 9, 41; c. inf., 1, 45. 4, 126. 5, 86 u. öfter; dah. auch sich bewußt sein, ἑαυτῷ, c. int., 3, 53, wie συγγνῶναι ἑαυτῷ c. partic. 5, 91, einsehen; Ar. Equ. 425, wie Thuc. οἱ δὲ ξυνεγίγνωσκον καὶ αὐτοὶ οὐχ ἦσσον ἐκείνου, 7, 73; Plat. Legg. IV, 717, d u. Folgde. – 2) gnädig sein, verzeihen, vergeben; εἰδὼς ἂν αἶσαν τήνδε συγγνοίη βροτοῖς, Aesch. Suppl. 212; u. med., συγγνοῖτο δῆτα καὶ παρασταίη πρόφρων, ib. 213; Soph. Trach. 278 El. 249; σύγγνωθι, Eur. Hipp. 615; σύγγνωθι ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις, Hel. 81; u. τινί τι, wie συγγνώσεταί σοι τήνδ' ἁμαρτίαν, Andr. 841; σύγγνωθί μοι, Ar. Nub. 139, wie Vesp. 1001; Xen. Cyr. 5, 1, 12. 7, 5, 50; οὐ ξυγγιγνώσκεις τοῖς ἀνδράσιν, Plat. Rep. IV, 426 d; συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις, Conv. 218 b; Ggstz χαλεπαίνειν, Phaedr. 269 b, wie Euthyd. 306 c, u. ἀγανακτέω, Menex. 244 b; – pass. sich verzeihen lassen, Verzeihung erhalten, συγγιγνώσκεταί μοι, mir wird verziehen, vulg. Xen. Cyr. 7, 1, 44.

Greek (Liddell-Scott)

συγγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγεν. συγγῑν-· μέλλ. συγγνώσομαι, ἀόρ. β΄ συνέγνων, πρκμ. συνέγνωκα. Εἶμαι τῆς αὐτῆς γνώμης, φρονῶ τὰ αὐτά, συμφωνῶ, τινι Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27· τινί τι Ἰσαῖ. 73. 21· μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν, μετέσχον τῆς πλάνης, τοῦ σφάλματος πολλῶν, Θουκ. 8. 24· - ἀπολ., ὡς τὸ Λατ. consentire, συναινῶ, συμφωνῶ, Ἡρόδ. 4. 5, Θουκ. 2. 60· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 3. 99., 7. 12. 2) παρὰ μεταγεν., γινώσκω τι μυστικὸν μετ’ ἄλλου, λαμβάνω μέρος εἰς συνωμοσίαν μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 6, Δίων Κ. 44. 13, κτλ.· συνεγνωκότες, συνωμόται, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 5. ΙΙ. συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ, ἔχω τὴν συναίσθησιν ὅτι, μετὰ μετοχ. κατ’ ὀνομ., σ. καὶ αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Λυσ. 115. 11· σ. ἑαυτοῖς κακῶς βουλευόμενοι Διον. Ἁλ. 2. 55· ἀλλὰ μετὰ μετοχ. κατὰ δοτ., σ. αὐτοῖσιν ὑμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς Ἡρόδ. 5. 91, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 60· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατὸς Ἡρόδ. 3. 53· καὶ ἄνευ τοῦ ἑαυτῷ, εἰ συγγινώσκεται εἶναι ἕσσων ὁ αὐτ. 4. 120, πρβλ. 1. 45., 5. 86. 2) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι, ὁμολογῶ, τι ὁ αὐτ. 4. 3, Ἀριστοφ. Ἱππ. 427, Θουκ. 7. 73· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι, ὁμολογῶ ὅτι ..., συγγνόντες ποιέειν σε δίκαια Ἡρόδ. 1. 89· συνέγνω ἑωυτοῦ εἶναι τὴν ἁμαρτάδα αὐτόθι 91, πρβλ. 4. 43· - οὕτω μετὰ μετοχ., παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες Σοφ. Ἀντ. 926· ὡσαύτως, σ. ὡς ... Πλάτ. Νόμ. 71?D - ἀπολ., ὁμολογῶ τὸ σφάλμα μου, νῦν συγγνοὺς χρήσομαι τῇ ἐκείνου γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 13, πρβλ. 9. 122· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οὔτε συγγινωσκόμενοι (ἐνν. τοῦτο) ὁ αὐτ. 5. 94, πρβλ. 6. 92· μετ’ ἀπαρ., οὐ συνεγινώσκετο αὐτὸς ... εἶναι αἴτιος ὁ αὐτ. 6. 61, πρβλ. 140. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., παραχωρῶ, Ξεν. Ἀθην. 2, 20. ΙΙΙ. συνάγωσυμπεραίνω ἐκ δεδομένων, ἔκ τινος ὅτι ... Διον. Ἁλ. 4. 4. IV. ἔχω τὰ αὐτὰ καὶ ἄλλος τις αἰσθήματα, ὅθεν συμπαθῶ πρός τινα, συγχωρῶ, Σοφ. Ἠλ. 257, Εὐρ. Ἴων 1440, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· τινι Σοφ. Τρ. 279, Εὐρ. Ἠλ. 1105, κτλ.· σ. τινι τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere alicui culpam, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 840, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 215· τινὶ τῆς ἐπιθυμίας Πλάτ. Εὐθύδ. 306C· τινὶ ὅτι ... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 244Β· ξ. εἰ ... Ἀριστοφ. Σφ. 959· ὡσαύτως, ξ. τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Ἠλ. 348, Πλάτ. Συμπ. 218Β· κλοπαῖς Εὐρ. Ι. Τ. 1400, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1299· ξ. ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις Εὐρ. Ἑλ. 82· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 216. - Παθ., ἐν ἀπροσώπῳ χρήσει, συγγιγνώσκεταί μοι, Λατ. ignoscitur mihi, διάφ. γραφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44, καὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. - Ἡ τελευταία αὕτη τοῦ ῥήματος σημασία ἀπαντᾷ πρῶτον παρ’ Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῇ λέξει συγγνώμη ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἄφεσις, «συγχώρησις». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 999-201.

French (Bailly abrégé)

f. συγγνώσομαι, ao.2 συνέγνων, etc.
I. être du même avis : τινι que qqn ; τι ou πρός τι en qch, donner son assentiment à qch ; μετὰ πολλῶν τὴν ἁμαρτίαν ξ. THC partager l’erreur avec beaucoup de gens ; p. suite :
1 convenir de, reconnaître : τι qch ; παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες SOPH nous reconnaîtrons souffrir comme coupables d’une faute ; abs. reconnaître son erreur;
2 se ranger à l’avis de, consentir à, accorder, avec une prop. inf.;
II. avoir conscience de : συγγινώσκομεν αὐτοῖσι ἡμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς HDT nous avons conscience de n’avoir pas bien agi ; συνέγνωσαν αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες LYS ils eurent conscience d’avoir commis un méfait;
III. pardonner : τινι à qqn ; τινί τι qch à qqn ; avec un seul dat. de chose : κλοπαῖς EUR pardonner des vols ; avec εἰ, pardonner à qqn si ou de;
Moy. συγγιγνώσκομαι;
1 être du même avis que, être d’accord avec, être d’accord ; consentir;
2 avoir conscience de ou que ; avec l’inf., avoir conscience de;
3 pardonner.
Étymologie: σύν, γιγνώσκω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α γιγνώσκω
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, -η, -ον
από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός
αρχ.
1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον
2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον
3. μυούμαι στη γνώση ενός πράγματος μαζί με άλλους
4. (κατ' επέκτ.) παίρνω μέρος σε συνωμοσία μαζί με κάποιον άλλο
5. αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογώ
6. παραχωρώ
7. συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα («ἐκ πολλῶν... συνεγνωκυῑα θεσφάτων ὅτι βασιλεῡσαι... εἵμαρτο», Διον. Αλ.)
8. έχω τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο
9. συγχωρώ κάποιον («αἰτιᾷ τὸν κλέπτοντα καὶ ἁρπάζοντα, καὶ οὐ συγγινώσκεις, ἀλλὰ κολάζεις», Ξεν.)
10. απόλ. ομολογώ το σφάλμα μου, μετανιώνω
11. φρ. «συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ» — έχω συναίσθηση, συνείδηση ότι... (Σοφ.).

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α γιγνώσκω
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, -η, -ον
από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός
αρχ.
1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον
2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον
3. μυούμαι στη γνώση ενός πράγματος μαζί με άλλους
4. (κατ' επέκτ.) παίρνω μέρος σε συνωμοσία μαζί με κάποιον άλλο
5. αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογώ
6. παραχωρώ
7. συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα («ἐκ πολλῶν... συνεγνωκυῑα θεσφάτων ὅτι βασιλεῡσαι... εἵμαρτο», Διον. Αλ.)
8. έχω τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο
9. συγχωρώ κάποιον («αἰτιᾷ τὸν κλέπτοντα καὶ ἁρπάζοντα, καὶ οὐ συγγινώσκεις, ἀλλὰ κολάζεις», Ξεν.)
10. απόλ. ομολογώ το σφάλμα μου, μετανιώνω
11. φρ. «συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ» — έχω συναίσθηση, συνείδηση ότι... (Σοφ.).

Greek Monotonic

συγγιγνώσκω: Ιων. συγγῑν-· μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ -έγνων, παρακ. -έγνωκα·
I. σκέφτομαι κατά τον ίδιο τρόπο με, συμφωνώ με, ομονοώ, ομοφωνώ, τινί, σε Ξεν.· με αιτ., τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν, μοιράστηκαν την ευθύνη για το σφάλμα, σε Θουκ.· απόλ., συναινώ, συμφωνώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
II. 1. συγγιγνώσκω ἑαυτῷ, είμαι εν γνώσει, συνειδητοποιώ· καὶ αὐτοὶ ξυνέγνωσαν σφίσιν ὡς ἠδικηκότες, σε Λυσ.· ομοίως στη Μέσ. συνεγινώσκετο ἑωυτῷ οὐκέτι εἶναι δυνατός, σε Ηρόδ.
2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, αναλαμβάνω την ευθύνη, ομολογώ, αποδέχομαι, τι, στον ίδ., Αττ.· με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ.· με μτχ., ξυγγνοῖμεν ἂν ἡμαρτηκότες, σε Σοφ.· απόλ., ομολογώ το σφάλμα μου, το αναγνωρίζω, σε Ενεργ. και Μέσ., στον ίδ.
III. τρέφω τα ίδια αισθήματα με κάποιον· ομοίως, τον δικαιολογώ, τον συγχωρώ, του δίνω χάρη ή άφεση, σε Σοφ. κ.λπ.· συγγιγνώσκω τινὶ τὴν ἁμαρτίαν, Λατ. ignoscere aliqui culpam, σε Ευρ.· επίσης με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.