αἴτιος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(2)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἴτιος:''' -α, -ον, σπανιότερα <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[αἰτέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, [[ένοχος]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>αἰτιώτερος</i>, περισσότερο [[ένοχος]], σε Θουκ.· υπερθ. <i>τοὺς αἰτιωτάτους</i>, τους πιο ενόχους από όλους, τους κατεξοχήν ενόχους, σε Ηρόδ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[αἴτιος]], <i>ὁ</i>, [[κατηγορούμενος]], [[υπόδικος]], Λατ. [[reus]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός</i>, αυτοί που διέπραξαν το [[κακό]] [[εναντίον]] του [[πατέρα]] μου, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., <i>οἱ αἴτιοι τοῦ φόνου</i>, οι ένοχοι για φόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υπαίτιος]], [[πηγή]], [[αρχή]] κάποιου πράγματος, ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Σοφ.· υπερθ., <i>αἰτιώτατος ναυμαχῆσαι</i>, ο κατεξοχήν [[υπεύθυνος]] για τη [[διεξαγωγή]] ναυμαχίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>αἴτιον</i>, <i>τό</i>, [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''αἴτιος:''' -α, -ον, σπανιότερα <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[αἰτέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, [[ένοχος]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>αἰτιώτερος</i>, περισσότερο [[ένοχος]], σε Θουκ.· υπερθ. <i>τοὺς αἰτιωτάτους</i>, τους πιο ενόχους από όλους, τους κατεξοχήν ενόχους, σε Ηρόδ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[αἴτιος]], <i>ὁ</i>, [[κατηγορούμενος]], [[υπόδικος]], Λατ. [[reus]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός</i>, αυτοί που διέπραξαν το [[κακό]] [[εναντίον]] του [[πατέρα]] μου, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., <i>οἱ αἴτιοι τοῦ φόνου</i>, οι ένοχοι για φόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υπαίτιος]], [[πηγή]], [[αρχή]] κάποιου πράγματος, ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Σοφ.· υπερθ., <i>αἰτιώτατος ναυμαχῆσαι</i>, ο κατεξοχήν [[υπεύθυνος]] για τη [[διεξαγωγή]] ναυμαχίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>αἴτιον</i>, <i>τό</i>, [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴτιος:''' <b class="num">II</b> ὁ виновник, преступник: τοῦ πατρὸς οἱ αἴτιοι Aesch. убийцы отца.<br />3, редко 2 являющийся причиной, виновный (τινος Hom., Her.): αἴ. τινί τινος Lys., Isocr., виновный перед кем-л. в чем-л.; αἴ. [[θανεῖν]] Soph. повинный в (чьей-л.) смерти; οὐ σὑ μοι [[τοῦδε]] τοῦ κακοῦ αἴ. Her. не ты виновник этого моего несчастья; τινὰ παντὶ [[αἴτιον]] ὑπερτιθέμεν Pind. считать кого-л. первопричиной всего; αἰτ ώτατος ἐ γένετο Thuc., Lys.: он оказался главным виновником.
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴτιος Medium diacritics: αἴτιος Low diacritics: αίτιος Capitals: ΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: aítios Transliteration B: aitios Transliteration C: aitios Beta Code: ai)/tios

English (LSJ)

α, ον, more rarely ος, ον Ar.Pl.547: (v. αἰτία):—

   A culpable, responsible, ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν Il.1.153, cf. B.10.34, Hdt.7.214: Comp. αἰτιώτερος Th.4.20: Sup., τοὺς αἰτιωτάτους the most guilty, Hdt.6.50; αἰ. τινος Id.3.52.    2 Subst., αἴτιος, ὁ, the accused, the culprit, A.Ch.70, etc.; οἱ αἴ. τοῦ πατρός they who have sinned against my father, ib.273:—c. gen. rei, οἱ αἴ. τοῦ φόνου ib.117, cf. S.Ph.590, Hdt.4.200.    II responsible for, c. gen. rei, Hdt.1.1, etc. ; αἴτιός τινός τινι being the cause of a thing to a person, Lys.13.57, cf. D.23.54, Isoc.8.100: c. inf., αἴ. τὸν ἠέρα ξηρὸν εἶναι Hdt.2.26; τοῦ μὴ φαλακροῦσθαι Id.3.12, etc.; αἴ. θανεῖν S.Ant.1173; αἰ. πεμφθῆναι ἄγγελον Antipho 5.23, cf. Lys.13.82; αἴτιος τὸ σὲ ἀποκρίνασθαι Pl.La.190e: Comp., τοῦ . . ἐλευθέραν εἶναι . . αἰτιώτερον D.24.5, cf. 51.21: Sup. αἰτιώτατος, ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι mainly instrumental in causing the sea-fight, Th.1.74; αἰ. τοῦ μὴ ἀποθανεῖν D.20.42; -ώτατόν τι καὶ τελέως δραστικόν Phld.D.1.23.    2 αἴτιον, τό, cause, Hp.VM6 (pl.), 21, Hdt.7.125, E.IA939, Th.4.26, etc.; τί ποτ' οὖν ἐστι τὸ αἴτιον τό . . μηδένα εἰπεῖν; D.8.56; freq. in Philos., τὸ δ' αἴ. τούτου εἶναι ὅτι . . Pl.Phd.11oe, etc.

Greek (Liddell-Scott)

αἴτιος: -α, -ον, σπανιώτερον ος, ον, Ἀριστοφ. Πλ. 547: (ἴδε αἰτία). Ἄξιος μομφῆς, ἔνοχός τινος, ἐπεὶ οὔ τι μοι αἴτιοί εἰσιν, Ἰλ. Α. 153, πρβλ. Γ. 164, Ἡρόδ. 7. 214: συγκρ. αἰτιώτερος, μᾶλλον ἔνοχος, Θουκ. 4. 70: - ὑπερθ. τοὺς αἰτιωτάτους, τοὺς μάλιστα ἐνόχους, Ἡρόδ. 6. 50· αἴτ. τινος, ὁ πρὸ πάντων ἄξιος μομφῆς διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 52. 2) ὡς ουσιαστ. αἴτιος, ὁ, ὁ κατηγορούμενος, ὁ ὑπόδικος, Λατ. reus, Αἰσχύλ. Χ. 68, κτλ., οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός, οἱ ἁμαρτάνοντες ἐναντίον τοῦ πατρός μου, αὐτοθι 273: - μ. γεν. πράγματος, οἱ αἴτ. τοῦ φόνου, Αἰσχ. Χο. 117· πρβλ. Σοφ. Φ. 590, Ἡρόδ. 4. 200, καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. ΙΙ. ὁ ὑπεύθυνος διά τι, ἡ πηγή, ἀρχή, αἰτία τινός, μετὰ γεν. πράγματος, Ἡρόδ. 1. 1, κτλ· αἴτιός τινός τινι, ὁ ὢν ἡ πηγὴ καὶ αἰτία πράγματός τινος εἴς τινα, Λυσ. 135. 10, Ἰσοκρ. 179C. μετ’ ἀπαρεμ. μετὰἄνευ τοῦ ἄρθρου, αἴτιος τοῦ ποιεῖν, Ἡρόδ. 2. 26., 3. 12, κτλ., αἴτιος θανεῖν, Σοφ. Ἀντ. 1173· αἴτ. πεμφθῆναι ἄγγελον, Ἀντιφῶν 132. 14: - συγκρ., τοῦ ἐλευθέραν εἶναι ... αἰτιώτερον, Δημ. 701, 11· πρβλ. 1234. 8: ὑπερθ. αἰτιώτατος ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι, ὁ κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν αἴτιος τοῦ νὰ γείνῃ ἡ ναυμαχία ἐν τῷ στενῷ, Θουκ. 1. 74· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 52· αἴτ. τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, Δημ. 469, 25. 2) αἴτιον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν. Συχνὸν παρὰ Πλάτ. κτλ., τί ποτ’ οὖν ἐστι τὸ αἴτιον τοῦ ... μηδένα εἰπεῖν; τίς εἶναιαἰτία νὰ ...; Δημ. 103. 17, ἔνθα ἴδε Δινδ., τοῦτο αἴτιον ὅτι ..., Πλάτ. Φαίδων 110E, κτλ.: εἶναι ἐν χρήσει, ὡς τὸ αἰτία, ΙΙ. ὅρα τοὺς Πίνακας (indices,) Πλάτ. καὶ Ἀριστοτέλους.

French (Bailly abrégé)

α, poét. ος, ον :
1 qui est la cause, l’auteur, le responsable de : τινος de qch ; τινός τινι ISOCR de qch pour qqn ; αἴτιος θανεῖν SOPH qui est cause que qqn est mort ; subst. τὸ αἴτιον la cause;
2 coupable, accusé : τινος coupable ou accusé de qch ; τοῦ πατρὸς αἴτιοι ESCHL coupables au sujet de leur père, responsables du meurtre de leur père ; subst.αἴτιος l’accusé.
Étymologie: DELG αἴνυμαι.

English (Autenrieth)

(αἰτίᾶ): to blame, guilty; οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν, ‘I have no fault to find with them,’ Il. 1.153, so Od. 2.87.

English (Slater)

αἴτιος
   1 responsible παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν pr. (P. 5.25)

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Morfología: [-ος, -ον Ar.Pl.547]
I 1en cont. desfavorables responsable, culpable ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν Il.1.153, οὐδέ τοι ἡμεῖς αἴτιοι (de la muerte de Patroclo) ἀλλὰ θεός τε μέγας καὶ Μοῖρα Il.19.410, cf. 86, οὔ ... ἀοιδοὶ αἴ. (de las desgracias que cantan) ἀλλά ποθι Ζεύς Od.1.348, θεός B.11.34, τοὺς μὲν αἰτίους σήμαινε Archil.117.1, cf. Hdt.7.214
c. gen. obj. αἴτιος ἔπλετο πάντων Od.22.48, ὀργῆς ματαίας εἰσὶν αἴτιοι λόγοι A.Fr.472, τῆς διαφορᾶς Hdt.1.1
c. gen. obj. y dat. de pers. αἴτιος ἐκείνῳ ἐστὶ τοῦ θανάτου Lys.13.57, ἑαυτῷ τοῦ πάθους αἴτιον ἡγήσατο D.23.54, πολλῶν δὲ χρήματ' αἴτι' ἀνθρώποις κακῶν E.Fr.632, cf. Plb.9.37.10
c. inf. οἱ ζῶντες αἴ. θανεῖν S.Ant.1173
subst. ὁ αἴτιος el culpable c. gen. obj. οἱ αἴ. τοῦ πατρός los culpables de la muerte de mi padre A.Ch.273, cf. 68, Plb.3.21.7, τοῦ φόνου A.Ch.117, cf. S.Ph.590, Hdt.4.200, PLugd.Bat.22.10.13 (II a.C.).
2 en cont. favorables responsable, causante c. gen. τοῦ μὴ φαλακροῦσθαι Hdt.3.12, σωτηρίας Plb.1.43.2, de los dioses αἴτιοι πολλῶν ἀγαθῶν Epicur.Fr.[86] 29, πάντων τῶν ἀγαθῶν SIG 611.25 (Delfos II a.C.)
c. gen. obj. y dat. de pers. τῶν ἀγαθῶν ὢν ὁ θεὸς αὐτοῖς αἴτιος Pl.Smp.194e, μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίαν γενέσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις D.S.1.27, πολλοῖς ... ἐν τῷ πολέμῳ γέγονεν αἴτιος τῆς σωτηρίας SIG 485.69 (Eleusis III a.C.)
c. inf. αἴ. πεμφθῆναι ἄγγελον Antipho 5.23, αἴ. ... τὸ σὲ ἀποκρίνασθαι Pl.La.190e, cf. IG 22.682.36 (III a.C.)
abs. ὀρθῶς κείμενοι νόμοι αἴτιοι Arist.Pol.1262b5
para expresar la causa o razón científica αἴ. τὸν ἠέρα ξηρὸν εἶναι Hdt.2.26, τοῦ μὴ γίγνεσθαι πολλοὺς ... αἴτιος ἡ ... κίνησις Arist.Mete.345a6, (τὸ πνεῦμα) αἴτιον ὄντα τοῦ ψυχικοῦ τοῖς ζῴοις D.S.1.12.
II subst. τὸ αἴ.
1 la causa, la razón τὸ δ' αἴτιον οὐτ Sapph.67(a).6, cf. Hp.VM 6, 21, Hdt.7.125, E.IA 939, D.8.56, Philostr.VA 2.29
en sent. cien. esp. como pred. nom. más gen. (la) causa de τούτου δὲ αἴτιόν ἐστι τοῦ σώματος ἡ ἔντασις Hp.Aër.4, Pl.Phd.110e
fil. causa τὸ ποιοῦν δέ γ' ἐστὶν οὐκ ἄλλο τι ἢ αἴ. lo que produce no es otra cosa que la causa Pl.Hp.Ma.296e, cf. Grg.520e, Prt.352d, Arist.Metaph.982b2, τῆς μονῆς, τοῦ μένειν Epicur.Fr.[24] 43.16, 44.6, κινήσεως Ptol.Iudic.11.12, cf. Epicur.[3] 99.1
en Arist. identificado con las ἀρχαί Arist.Metaph.1013a17, cf. 994a1, Ph.195a27-28, 257a30-31
dist. de σημεῖα, συμπτώματα Arist.Diu.Som.462b27, τὰ αἴτια γνωρίσωμεν τὰ πρῶτα Arist.Ph.185a13, cf. 195b22
principio causal, principio, motivo κατὰ δὲ τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δήποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι (el derecho representa el bien común) pero en cuanto se refiere a la particularidad de una región y de motivos diferentes no conviene a todos el mismo derecho Epicur.[5] 36.10
entre los estoicos lo causante identif. c. la divinidad y otros principios, Chrysipp.Stoic.2.120, cf. 2.119.
2 τὰ Αἴτια Las Causas, Los Orígenes o Los Principios poemas etiológicos, explicaciones de mitos, obra de Calímaco, A.R.Fr.13.

• Etimología: Cf. αἰτέω, αἴνυμαι.

English (Abbott-Smith)

αἴτιος, -α, ὁ (< αἰτία), [in LXX: I Ki 22:22 (סבב) Da LXX Bel 41, TH ib. 42, Su 53, II Mac 4:47 13:4, IV Mac 1:11 *;]
1.causative of, responsiblefor; as subst., ὁ αἰ., the cause, author: He 5:9; τὸ αἰ., the cause, Ac 19:40.
2.blameworthy, culpable; as subst., ὁ αἰ., the culprit, the accused (Lat. reus); τὸ αἰ. (= αἰτία, 3), the crime, Lk 23:4,14,22. †

English (Strong)

from the same as αἰτέω; causative, i.e. (concretely) a causer: author.

English (Thayer)

, that in which the cause of anything resides, causative, causing. Hence,
1.αἴτιος the author: σωτηρίας, αἴτιος τῆς ἀπωλείας in Bel and the Dragon , verse τῶν κακῶν, Lucian, Tim. 36, Lipsius edition; τῶν ἀγαθῶν, Isocr. ad Philippians 49, p. 106a.; cf. Bleek on Heb. vol. 2:2, p. 94f.).
2. τό αἴτιον equivalent to ἡ αἰτία; cause: Buttmann, 400 (342) n.).
b. crime, offence: αἴτιος culprit.) (See αἰτία, 3.)

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM αἴτιος, -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)
1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος
2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο
(μσν. -αρχ.)
1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος, κατηγορούμενος
αρχ.
(στον υπερθ.) αἰτιώτατος, -η, -ον ο κυρίως, ο κατ’ εξοχήν αίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αἶτος «μέρος, κομμάτι» (διασώζεται στο σύνθετο ἔξαιτος «περιζήτητος, επίλεκτος») < ρ. αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω». Συμφωνα με την ετυμολογική του προέλευση, το αἴτιος αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει μερίδιο από κάτι», άρα «ο υπεύθυνος για κάτι, ο αίτιος» — πρβλ. και τις λ. αἶσα, αἰτία, αἰτῶ. Κατά τον Schwyzer, η διατήρηση του -τ-προ του -ι- (αντί της κανονικής τροπής του σε -σ-) οφείλεται σε προφύλαξη, δηλ. στην αποφυγή συγχύσεως του επιθέτου αἴτιος με το αἴσιος.
ΣΥΝΘ. ἀναίτιος, ὑπαίτιος
αρχ.
ἐπαίτιος, μεταίτιος, συμμεταίτιος, παναίτιος, παραίτιος, συναίτιος, φιλαίτιος.

Greek Monotonic

αἴτιος: -α, -ον, σπανιότερα -ος, -ον (αἰτέω),
I. 1. αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, ένοχος για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συγκρ. αἰτιώτερος, περισσότερο ένοχος, σε Θουκ.· υπερθ. τοὺς αἰτιωτάτους, τους πιο ενόχους από όλους, τους κατεξοχήν ενόχους, σε Ηρόδ.· τινος, για κάτι, στον ίδ.
2. ως ουσ., αἴτιος, , κατηγορούμενος, υπόδικος, Λατ. reus, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός, αυτοί που διέπραξαν το κακό εναντίον του πατέρα μου, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., οἱ αἴτιοι τοῦ φόνου, οι ένοχοι για φόνο, στον ίδ.
II. 1. υπαίτιος, πηγή, αρχή κάποιου πράγματος, ο υπεύθυνος για κάτι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Σοφ.· υπερθ., αἰτιώτατος ναυμαχῆσαι, ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ναυμαχίας, σε Θουκ.
2. αἴτιον, τό, λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

αἴτιος: II ὁ виновник, преступник: τοῦ πατρὸς οἱ αἴτιοι Aesch. убийцы отца.
3, редко 2 являющийся причиной, виновный (τινος Hom., Her.): αἴ. τινί τινος Lys., Isocr., виновный перед кем-л. в чем-л.; αἴ. θανεῖν Soph. повинный в (чьей-л.) смерти; οὐ σὑ μοι τοῦδε τοῦ κακοῦ αἴ. Her. не ты виновник этого моего несчастья; τινὰ παντὶ αἴτιον ὑπερτιθέμεν Pind. считать кого-л. первопричиной всего; αἰτ ώτατος ἐ γένετο Thuc., Lys.: он оказался главным виновником.