κάλλος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ό<br /><b>βλ.</b> [[κάλος]] (II).<br /><b>(II)</b><br />το (AM [[κάλλος]])<br />η [[ωραιότητα]], η [[καλλονή]], η [[ομορφιά]] (α. «το ελληνικό [[κάλλος]]» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα κάλλη</i><br />τα θέλγητρα, οι χάρες («[[μπρος]] στα κάλλη τί 'ν' ο [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για γυναίκες) η πολύ ωραία, η [[καλλονή]] («τὴν [[θυγατέρα]], δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού έξι<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ κάλλη</i><br />ωραία πράγματα για στολισμό («ἐν ποικίλοις... κάλλεσιν βαίνειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[κάλλος]] | |mltxt=<b>(I)</b><br />ό<br /><b>βλ.</b> [[κάλος]] (II).<br /><b>(II)</b><br />το (AM [[κάλλος]])<br />η [[ωραιότητα]], η [[καλλονή]], η [[ομορφιά]] (α. «το ελληνικό [[κάλλος]]» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα κάλλη</i><br />τα θέλγητρα, οι χάρες («[[μπρος]] στα κάλλη τί 'ν' ο [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για γυναίκες) η πολύ ωραία, η [[καλλονή]] («τὴν [[θυγατέρα]], δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού έξι<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ κάλλη</i><br />ωραία πράγματα για στολισμό («ἐν ποικίλοις... κάλλεσιν βαίνειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[κάλλος]] ἀσκεῖ»<br />(για [[γυναίκα]]) προσπαθεί να φαίνεται ωραία<br />β) «ὁ εἰς [[κάλλος]] [[βίος]]» — ο ηθικά [[καλός]] [[βίος]]<br />γ) «τὰ κάλλη τῆς ἑρμηνείας» — η [[γλαφυρότητα]] του ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλός]]. Για το [[πρόβλημα]] του [[διπλού]] -<i>λλ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[καλλίων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάλλιμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλλοποιός]], [[καλλοποιώ]], [[καλλόφιλος]]. (Β' συνθετικό) [[περικαλλής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαλλής]], [[ζακαλλής]], [[λιθοκαλλής]], [[περισσοκαλλής]], [[υπερκαλλής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:35, 13 October 2022
English (LSJ)
κάλλεος, Att. κάλλους, τό, (καλός) A beauty, especially of body, Il.9.130, 20.235, etc.; κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν 3.392; κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237; περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer.276: in a concrete sense, as though external to the body, κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192: freq. i† Trag. and Prose, γυναῖκε… κάλλει ἀμώμω A.Pers.185; κ. σώματος Democr.105; opp. αἶσχος, Pl.Smp.201a: in a general sense, τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36; Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144, cf. Pl.Chrm.157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17]; ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R.444d; τὸ τῶν μαθημάτων κάλλος Id.Grg.475a; ἐς κάλλος = with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El.1073; οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr.1201; ὁ εἰς κάλλος βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1; ἐς κάλλος ζῆν Id.Cyr.8.1.33; but ἐς κάλλος κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in plural, σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti.112e. 2 concrete, of persons, κ. κακῶν ὕπουλον S.OT1396; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7; Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8 (nisi leg. θάλος); Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1, cf. Im.2. 3 in plural, beautiful things, as garments and stuffs, ἐν ποικίλοις… κάλλεσιν βαίνειν A.Ag.923; βάπτειν τὰ κάλλη Eup.333, cf. Pl.Phd.110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.; κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg.625c; μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti.115d, etc.; τὰ κάλλη τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κάλλος τῆς ἑρμηνείας D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν D.3.25; κάλλη οἰκοδομημάτων = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15. 4 Pythag. name for six, Iamb.in Nic. p.34 P.
German (Pape)
[Seite 1311] τό (καλός), körperliche Schönheit; vom Ganymedes Il. 20, 234; häufiger von weiblicher Schönheit, αἳ κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν 9, 130, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od. 6, 18, öfter; so auch Od. 18, 192 κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια χρίεται, mit ambrosischer Schönheit, wo die alten Ausleger ohne Grund an eine wohlriechende Salbe denken, Passow aber mit Recht bemerkt, daß bei Hom. die Schönheit als etwas für sich bestehendes Körperliches angesehen wird, das die Götter den Menschen wie ein Kleid an- u. abthun können (vgl. κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασι Il. 3, 392, κὰκι κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη Od. 23, 156, δπόδυθι τὸ κάλλος Luc. D. Mort. 10), u. daß χρίεσθαι von Allem gebraucht wird, was sich auf die Oberfläche des Leibes bezieht, keineswegs von Salben allein; Voß übersetzt »in ambrosischer Schöne verklärt ihr Gesicht sie«. – Tragg., Aesch. Pers. 181 Soph. Tr. 25. 465, Eur. oft, gew. von weiblicher Schönheit; in Prosa, Plat. u. A.; Ggstz αἶσχος, Plat. Conv. 201 a. – Auch geistig, ψοχῆς Plat. Rep. IV, 444 b, τῶν μαθημάτων Gorg. 474 e, τῶν ὀνομάτων καὶ ῤημάτων Conv. 198 b, μεγέθεσι καὶ κάλλεσιν ἔργων Critia. 115 d. – Τὰ κάλλη, der Schmuck, ἐν ποικίλοις κάλλεσι βαίνειν, bunte Teppiche, Aesch. Ag. 897, VLL. τὰ πορφυρᾶ ὶμάτια; übh. kunstvolle Arbeiten, ἱερῶν, Pracht der Tempel, Dem. 3, 25; κάλλεα κηροῦ, schöne Honigwaben, Mel. 110 (IX, 363). – Luc. D. Mort. 18, 1 vrbdt Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ δρχαἶα κάλλη πάντα, wie auch wir sagen »die altberühmten Schönheiten«; vgl. Imag. 2.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. beauté;
1 dans Hom., en parl. de la beauté physique;
2 postér. en parl. soit de la beauté physique des pers. ou des choses, soit de la beauté morale;
II. particul. 1 belle chose (bel ouvrage, beau vêtement) ; τὰ κάλλη de belles choses;
2 belle femme, une beauté.
Étymologie: καλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ καλός] (uiterlijke) schoonheid:; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων stralend in schoonheid en gratie Od. 6.237; σώματος κάλλος ζῳῶδες, ἢν μὴ νοῦς ὑπῇ de schoonheid van een lichaam (is) die van een dier, als het verstand niet de basis vormt Democr. B 105; κάλλει ἀριστεύουσα θεάων godinnen in schoonheid overtreffend Theocr. 17.45; uitbr. ook van andere zaken:. ( κρητῆρ ) κάλλει ἐνίκα πᾶσαν ἐπ’ αἶαν (de krater) was in schoοnheid de mooiste op de hele aarde Il. 23.742; χώρη κάλλεϊ... μέγα ὑπερφέρουσα een land dat er in schoonheid verre bovenuit steekt Hdt. 8.144.1; τὸ τῶν μαθημάτων κάλλος de schoonheid van de wetenschappen Plat. Grg. 475a. (geestelijke, morele) schoonheid:. κάλλος ψυχῆς schoonheid van de ziel Plat. Resp. 444e; εἰς κάλλος ζῆν een leven leiden gericht op schoonheid Xen. Cyr. 8.1.33. concr. fraaie zaken, pracht en praal, meestal plur.:; ἐν ποικίλοις κάλλεσι βαίνειν op prachtige tapijten lopen Aeschl. Ag. 923; van pers. mooie vrouw, schoonheid:. τὰ ἀρχαῖα πάντα κάλλη alle schoonheden van weleer Luc. 77.5.1.
Russian (Dvoretsky)
κάλλος: εος τό
1) красота (γυναικῶν Hom.; τῶν ἔργων Isocr.; τῶν νεῶν Thuc.; τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων, τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων Plat.): ἀσκεῖν ἐς κάλλος Eur. наряжаться; εἰς κ. ζῆν Xen. жить красиво, благородно;
2) красавица: Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc. Елена, Леда и все вообще красавицы древности;
3) pl. красивые вещи (одежда, изделия и пр.): ποικίλα κάλλη Aesch. богато расшитые ткани; κάλλη ἱερῶν Dem. прекрасные храмы; κάλλη οἰκοδομημάτων Plut. красивые здания.
English (Autenrieth)
εος: beauty; κάλλος ἀμβρόσιον, apparently conceived as an unguent, Od. 18.192.
Greek Monolingual
(I)
ό
βλ. κάλος (II).
(II)
το (AM κάλλος)
η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
στον πληθ. τα κάλλη
τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί 'ν' ο πόνος»)
αρχ.
1. (για γυναίκες) η πολύ ωραία, η καλλονή («τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος», Ξεν.)
2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού έξι
3. πληθ. τὰ κάλλη
ωραία πράγματα για στολισμό («ἐν ποικίλοις... κάλλεσιν βαίνειν», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «ἐς κάλλος ἀσκεῖ»
(για γυναίκα) προσπαθεί να φαίνεται ωραία
β) «ὁ εἰς κάλλος βίος» — ο ηθικά καλός βίος
γ) «τὰ κάλλη τῆς ἑρμηνείας» — η γλαφυρότητα του ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλός. Για το πρόβλημα του διπλού -λλ- βλ. λ. καλλίων.
ΠΑΡ. καλλύνω
αρχ.
κάλλιμος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καλλοποιός, καλλοποιώ, καλλόφιλος. (Β' συνθετικό) περικαλλής
αρχ.
ακαλλής, ζακαλλής, λιθοκαλλής, περισσοκαλλής, υπερκαλλής].
Greek Monotonic
κάλλος: -εος, Αττ. -ους, τό (καλός),
1. ομορφιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς κάλλος, προσπαθεί να φαίνεται όμορφη, προσπαθεί να επιδεικνύει την ομορφιά της, σε Ευρ.· αλλά, εἰς κ. ζῆν, χάριν ευχαρίστησης, ικανοποίησης, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, ομορφιά, στον ίδ., Λουκ.
3. σε πληθ. επίσης, πολυτελή ενδύματα και υφάσματα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· κάλλεα κηροῦ, όμορφα έργα από κερί, δηλ. κηρήθρες, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλος: -εος, Ἀττ. ους, τό, (καλός): - εὐμορφία, ἐπὶ τοῦ Γανυμήδους, κάλλεος εἵνεκα οἷο Ἰλ. Υ. 235· ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 130, κτλ.· ἐν Ὀδ. Σ. 192, κάλλεϊ μὲν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια χρίεται ἡ Ἀθηνᾶ κατέστησε τὸ πρόσωπον τῆς Πηνελόπης λαμπρὸν μὲ ἀθάνατον κάλλος, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Ἀφροδίτη ἀλείφει ἑαυτήν, - ἔνθα τὸ χρίεται ἔκαμε καὶ αὐτὸν τὸν Voss νὰ ἐκλάβῃ τὸ κάλλος ὡς μύρον τι· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρος θεωρεῖ τὸ κάλλος ὥς τι ἐξωτερικόν, ἐπιχεόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, «ἔστι δὲ κάλλος τοιοῦτον ἀμβρόσιον ἀλληγορικῶς ἡ ἐπιπολάζουσα κατὰ πρόσωπον φυσικὴ καλλονὴ καὶ εὐπρέπεια» (Εὐστ.) (πρβλ. χάρις Ι)· οὕτω, κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασι Ἰλ. Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Ὀδ. Ζ. 237· πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 277: - συχνάκις ὡσαύτως παρὰ Τραγ. καὶ πεζολόγοις, γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 185· ἀντίθετον τῷ αἶσχος, Πλάτ. Συμπ. 201Α· τῶν ἔργων τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος Ἰσοκρ. 240Β· χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 17· κάλλος τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων Πλάτ. Πολ. 444D, Γοργ. 475Α· ἐς κάλλος ἀσκεῖ, προσπαθεῖ νὰ φαίνηται ὡραία, νὰ ἐπιδεικνύῃ τὸ κάλλος αὐτῆς, Εὐρ. Ἠλ. 1073· οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας δαίμων δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1201· εἰς κάλλος ζῆν, χάριν ἡδονῆς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 33· ἀλλά, ὁ εἰς κ. βίος, ἀντίθετον τῷ αἰσχρουργία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 6: - συχν. ἐν τῷ πληθ., κατά τε σωμάτων κάλλη καὶ κατὰ τὴν τῶν ψυχῶν.. ἀρετὴν ἐλλόγιμοί τε ἦσαν καὶ ὀνομαστότατοι πάντων τῶν τότε Πλάτ. Κριτίας 112Ε, 115D, κτλ.· κάλλος, γλαφυρότης ὕφους, Λογγῖνος 5. 1. 2) ὡς συγκεκριμένον, ἐπὶ προσώπων, καλλονή, ὡραιότης, Σοφ. (ἴδε ἐν λ. ὕπουλος), Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Φιλόξ. 8· Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Εἰκ. 2· ὡς ὁ Τερέντιος (ἐν Εὐνούχω) 2. 2, 70) λέγει forma ἀντὶ formosa puella. 3) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ὡραῖα πράγματα, οἷον ἐνδύματα καὶ ὑφάσματα, ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 923· βάπτειν τὰ κάλλ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 110Α, Κριτίαν 115D, Πολυδ. Ζ΄, 64, Ἡσ. ἐν λ.· κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Πλάτ. Νόμ. 625Β· κάλλεα κηροῦ, ὡραῖα ἔργα ἐκ κηροῦ, δηλ. κηρῆθραι, Ἀνθ. Π. 9. 363, 15· κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν Δημ. 35. 15· κάλλη οἰκοδομημάτων = καλὰ οἰκοδομήματα Πλούτ. 2. 409Α, πρβλ. 935, Δίων Κ. 65. 16. - Ὅρα ὡσαύτως κάλλαια.
Middle Liddell
κάλλος, εος, καλός
1. beauty, Hom., etc.:— ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, Eur.; but, εἰς κ. ζῆν for pleasure, Xen.
2. of persons, a beauty, Xen., Luc.
3. in plural also rich garments and stuffs, Aesch., Plat.; κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i. e. honeycombs, Anth.
Translations
Arabic: جَمَال, زَيْن; Egyptian Arabic: جمال; Moroccan Arabic: زين, زين; Armenian: գեղեցկություն; Azerbaijani: gözəllik, hüsn; Belarusian: прыгажо́сць, хараство́, краса́; Berber: aẓři, aẓli, tiẓilt; Bulgarian: ху́бост, красота́, пре́лест; Catalan: bellesa; Chinese Mandarin: 美麗, 美丽, 漂亮, 美; Wu: 美; Czech: krása; Danish: skønhed; Dutch: schoonheid; Esperanto: belo; Estonian: ilu; Finnish: kauneus; French: beauté; Friulian: bielece; Galician: beleza, fermosura; German: Schönheit; Greek: ομορφιά; Ancient Greek: κάλλος; Hebrew: יופי; Hindi: सौन्दर्य, सुंदरता, ख़ूबसूरती, हुस्न; Hungarian: szépség; Icelandic: fegurð; Ido: beleso; Ingrian: kaunehusse; Irish: áilleacht, spéiriúlacht, áille, scéimh, maise; Istriot: balissa; Italian: bellezza; Japanese: 美しさ, 美; Korean: 아름다움, 미); Kurdish Central Kurdish: جوانی; Latin: pulchritudo, formositas; Latvian: daiļums, skaistums, glītums; Lithuanian: gražumas, grožis; Low German: Schöönheit; Macedonian: уба́вина, красо́та, у́бост; Maharastri Prakrit: 𑀭𑀽𑀅; Malayalam: സൗന്ദര്യം, മനോഹാരിത; Maltese: sbuħija; Manx: aalid, aalinid, bwoyid, stoamid; Maori: rerehua; Mongolian: гоо үзэсгэлэн, сайхан байдал; Norman: bieauté; Norwegian Bokmål: skjønnhet; Nynorsk: venleik, skjønnheit; Occitan: belesa; Old English: fægernes; Old French: biauté; Persian: زیبایی, جمال, حسن, قشنگی; Plautdietsch: Scheenheit; Polish: piękno, uroda; Portuguese: beleza; Romanian: frumusețe; Romansch: bellezza, bellezia, baleztgia, balegia, belezza; Russian: красота, прелесть, краса, лепота; Sanskrit: इन्दिरा; Sardinian: bellesa; Scots: beauty, brawness; Scottish Gaelic: àilleachd, maise, sgèimh; Serbo-Croatian Cyrillic: лепота, красота, бај, дивота; Roman: lepota, krasota, baj, divota; Sicilian: bidizza; Slovak: krása; Slovene: lepota; Spanish: belleza, hermosura, preciosidad, preciosura, beldad, lindeza; Sudovian: grozis; Swahili: urembo, uzuri, jamala; Swedish: skönhet, fägring; Tagalog: ganda, kagandahan; Tajik: зебоӣ; Tamil: அழகு, எழில், சௌந்தரியம்; Telugu: అందము, చక్కదనము; Thai: ความสวย; Turkish: güzellik; Tuvan: чаражы; Ukrainian: краса́, вро́да; Urdu: خوبصورتی; Venetian: bełézsa; Volapük: jön; Votic: ilozuz; Welsh: harddwch, prydferthwch; Yiddish: שיינקייט