ἀπελαύνω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀπελάω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[drive]] [[away]], [[expel]] from a [[place]], τινὰ δόμων, πόλεως, Eur., etc.; ἀπὸ τόπου Xen.: ἀπ. τινά to [[drive]] [[away]], [[banish]], [[expel]], Soph., Xen.<br /><b class="num">2.</b> ἀπ. στρατιήν to [[lead]] [[away]] an [[army]], Hdt.: then absol. to [[march]] or go [[away]], [[depart]], Hdt.; (sub. ἵππον) to [[ride]] [[away]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be driven [[away]], Hdt., | |mdlsjtxt=[[ἀπελάω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[drive]] [[away]], [[expel]] from a [[place]], τινὰ δόμων, πόλεως, Eur., etc.; ἀπὸ τόπου Xen.: ἀπ. τινά to [[drive]] [[away]], [[banish]], [[expel]], Soph., Xen.<br /><b class="num">2.</b> ἀπ. στρατιήν to [[lead]] [[away]] an [[army]], Hdt.: then absol. to [[march]] or go [[away]], [[depart]], Hdt.; (sub. ἵππον) to [[ride]] [[away]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be driven [[away]], Hdt., Attic:— to be excluded from a [[thing]], Hdt., etc. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':¢pelaÚnw 阿普-誒老挪<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':從-驅使<br />'''字義溯源''':革退,驅出,趕去,攆出;由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[ἐλαύνω]])*=推)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 攆(1) 徒18:16 | |sngr='''原文音譯''':¢pelaÚnw 阿普-誒老挪<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':從-驅使<br />'''字義溯源''':革退,驅出,趕去,攆出;由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[ἐλαύνω]])*=推)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 攆(1) 徒18:16 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 21 September 2023
English (LSJ)
also ἀπέλα as imper. from pres. ἀπελάω, X.Cyr.8.3.32; Dor. impf. ἀπήλαον vulg. in Ar.Lys.1001 (but prob. ἀπήλααν,
A = ἀπήλασαν, should be read): fut. ἀπελάσω LXX Ez.34.12; Att. ἀπελῶ (also in Hdt.8.102): pf. ἀπελήλακα X.Cyr.4.2.10:—Pass., aor. ἀπηλάθην [ᾰ]: pf. part. ἀπεληλαμένος Artem.4 Prooemia :—Med., aor. ἀπηλασάμην AP7.303 (Antip. Sid.):—drive away, expel from a place, τινὰ δόμων, πόλεως, etc., E.Alc.553, etc.; ἀπὸ τόπου X.Cyr.3.2.16; ἀ. τινά drive away, banish him, S.OC93,1356, etc.; expel (from a society), X.An. 3.1.32; exclude, keep at a distance, Ar.Eq.58; remove, φόβον τινί X.Cyr.4.2.10; exclude from a thing, Id.HG3.2.31:—Med., ἀπελαύνω τί τινος ward off, avert from him, APl.c.
2 ἀπελαύνω στρατιήν = lead away an army, Hdt.4.92: freq. abs. like ἀπάγω, march, depart, ἐς τὰς Σάρδις Id.1.77, cf. 5.25, etc.; πυρώσας τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς Id.8.102; also (sc. ἵππον) ride away, X.Smp.9.7, etc.
II Pass., to be driven away, ἐνθεῦτεν Hdt.5.94; ἐντεῦθεν εἰς ἄλλον τόπον X.Cyr.1.2.3; γῆς ἐμῆς πρός τινος S.OC599; to be excluded from a thing, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς] from the command, Hdt.7.161, cf. X.Cyr.1.2.15; τῆς πολιτείας Lys.18.5; τῶν ἀρχῶν Pl.R. 564d; ἀ. τῆς φροντίδος to be far from, Hdt.7.205; ἐς πατέρ' ἀπηλάθην τύχης was barred from [good] fortune on my father's side, E.HF63; ἀ. φιλίας Them.Or.7.90c.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. lacon. ἀπήλαἁν Ar.Lys.1001]
I tr.
1 c. ac. animado gener. de anim., en cont. de direcc. hacia conducir, llevar ὄνους ... ἐς τοὺς Ἀρμενίους Hdt.1.194, στρατιήν Hdt.4.92, τὰ κτήνη Plb.12.4.14, ἀπήλασαν αἶγας τρεῖς se llevaron tres cabras, PSarap.1.18 (II d.C.)
•c. dos ac. δρόμους τε ἀπελαύνω τὸν ἵππον Aristid.1.310
•hacer zarpar πλοῖον PGiss.70.6 (II d.C.).
2 c. ac. de pers. o equivalente echar, expulsar, rechazar με S.OC 93, cf. 1356, τὸν βάρβαρον Hdt.8.109, τοῦτον X.An.3.1.32, τούτους Pl.Ap.37d, κόρην Th.6.56, τὰς πόλεις δεομένας χρημάτων Th.8.45, ἡμᾶς δ' ἀπελαύνει nos tiene a distancia Ar.Eq.58, τοὺς ὑμετέρους πρέσβεις D.9.66
•c. ac. de pers. y gen. de lugar o giro preposicional equivalente δόμων σφε E.Alc.553, οὓς ἀπήλασαν χθονός E.Heracl.188, cf. S.Fr.269c.42, E.IT 1309, Χαλδαίους ἀπὸ τῶν ἄκρων X.Cyr.3.2.16, αὐτὸν ... ἀπὸ τοῦ συνεδρίου D.59.83, αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ βήματος Act.Ap.18.16, τὸν ὄχλον ... ἐκ τοῦ ἄστεως Arist.Pol.1311a14
•en v. pas. ser expulsado, desterrado γῆς ἐμῆς ... πρὸς τῶν ἐμαυτοῦ σπερμάτων S.OC 599, τῆς Σπάρτης Plu.2.10b, εἰς ἄλλον τόπον X.Cyr.1.2.3, cf. E.Med.1405, c. adv. de lugar ἐνθεῦτεν Hdt.5.94
•Ἀπελαυνόμενος El desterrado tít. de una com. de Nicóstrato, Ath.664b.
3 c. ac. de pers. o abstr. y gen. de cosas o abstr. apartar, excluir, alejar αὐτοὺς ... τοῦ προεστάναι X.HG 3.2.31, δείματα ... ψυχῆς LXX Sap.17.8, αὐχμὸν ἀρούρης Nonn.D.39.139, ἐκ τοῦ σώματος τρίχας ἀ. quitar los pelos del cuerpo, depilar Hp.Mul.1.106
•esp. en v. pas. ἀπὺ τούτων ἀπελήλαμαι me encuentro lejos de estas cosas Alc.130b8, οὔτ' ἐς πατέρ' ἀπηλάθην τύχης yo no fui desafortunada en lo que respecta al padre e.e. tuve suerte con mi padre E.HF 63, ἀ. ἁπάσης (τῆς στρατιῆς) ser excluido del mando (del ejército) Hdt.7.161, τῆς πολιτείας Lys.18.5, τῶν ἀρχῶν Pl.R.564d, cf. Isoc.4.105, X.Cyr.1.2.15, τῆς παιδείας Isoc.15.50, τῆς φιλίας Them.Or.7.90c, ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περὶ τῆς βασιληίης se le habría quitado de la cabeza la idea de ser rey Hdt.7.205
•c. ac. abstr. y dat. de pers. αὐτοῖς φόβον ἀ. quitarles el miedo X.Cyr.4.2.10, en v. med. mismo sent. Μελικέρτεω ... Ἀίδην apartar a Hades de Melicertes, AP 7.303 (Antip.Sid.).
II intr.
1 partir Hdt.4.72, ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀπήλαυνον X.Smp.9.7, en carro ἀναβάντες ἐπὶ τὰς ἁρμαμάξας ... ἀπήλαυνον X.Cyr.3.1.40.
2 marchar con un ejército ἐς τὰς Σάρδις Hdt.1.77, cf. 5.25.
German (Pape)
[Seite 286] (s. ἐλαύνω), wegtreiben, fortjagen, Tragg. n. in Prosa überall, τινός, z. B. γῆς ἐμῆς ἀπηλάθην Soph. O. C. 605; τῶν ἀρχῶν ἀπελαύνεσθαι, von den Aemtern ausgeschlossen werden, Plat. Rep. VIII, 564 d; Her. 7, 161; abgewiesen werden (mit einem Gesuche), 5, 94; ἀπελήλατο τῆς φροντίδος, er war weit entfernt von der Sorge, 7, 205; ἀφ' ἑαυτοῦ Xen. Mem. 2, 6, 12; ἀπὸ τόπου Cyr. 3, 2, 16; φόβον τινί 4, 2, 10. – Oft intrans., sc. στρατόν u. dgl., weggehen, abziehen, Her. 7, 210. 8, 96; Xen., der (von ἀπελάω) den imper. Pr. ἀπέλα hat, reite weg, Cyr. 8, 3, 32, wie bei Ar. Lys. 1001 ἀπήλαον dor. steht; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπελάσω, att. ἀπελῶ, ao. ἀπήλασα, pf. ἀπελήλακα;
Pass. ao. ἀπηλάθην, pf. ἀπελήλαμαι;
I. tr. 1 pousser hors de, chasser, exclure : φόβον τινί XÉN éloigner une crainte de qqn ; Pass. être écarté ou éloigné ; φροντίδος HDT être loin de penser que;
2 ἀπελαύνειν στρατιήν HDT porter une armée en avant;
II. intr. partir.
Étymologie: ἀπό, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπελαύνω:
1 прогонять, изгонять (τινά πόλεως Eur.; ἀπὸ τών ἄκρων Xen.; ἐκ τοῦ ἄστεος Arst.); pass.: 1.1) быть изгоняемым, подвергаться изгнанию (τῆς γῆς Soph.); 1.2) не быть допускаемым, не иметь доступа (τῆς πολιτείας Lys.; τῶν ἀρχῶν Plat.);
2 отгонять, удалять, отвращать (τινί τι Xen.; med. τινός τι Anth.): ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περί τινος Her. он был далек от мысли о чем-л.;
3 удерживать (τινὰ τοῦ ὅρκου Plut.);
4 уводить (στρατιήν Her.);
5 уходить, уезжать, отступать (ἐς τὰ; Σάρδις Her.; πρός τινα Xen.; ὀπίσω πάλιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελαύνω: ὡσαύτως ἀπέλα ὡς προστακτ. ἐξ ἐνεστῶτος ἀπελάω Ξεν. Κύρ. 8. 3. 32: Δωρ. παρατ. ἀπήλαον Ἀριστοφ. Λυσ. 1001: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ (ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 7. 210): πρκμ. -ελήλακα Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: - Παθ., ἀόρ. -ηλάθην [ᾰ]: - Μέσ., ἀόρ. -ηλασάμην. Ἀποδιώκω, ἀποβάλλω ἔκ τινος τόπου, τινὰ δόμων, πόλεως κτλ., Εὐρ. Ἄλκ. 553, κτλ.· ἀπὸ τόπου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 16: ἀπ. τινά, ἀποδιώκω, ἐξορίζω, Σοφ. Ο. Κ. 93. 1356, κτλ.: ἀποδιώκω, τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 32: ἀποκλείω, τηρῶ εἰς ἀπόστασίν τινα, ἀπομακρύνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 58: ἀποτρέπω, ἀπομακρύνω, ὅτι μέγαν αὐτοῖς φόβον ἀπεληλακέναι ἐδόκει, ὅτι προεφύλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ μεγάλου φόβου Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10: ἀποκλείω ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 3. 2, 31: - Μέσ., ἀπ. τί τινος, ἀποκρούω, ἀποτρέπω ἀπ’ αὐτοῦ Ἀνθ. Π. 7. 303. 3) ἀπέλαυνε τὴν στρατιήν, ἦγε τὸ στράτευμα, Ἡρόδ. 4. 92: ἐντεῦθεν, συχνάκις, ἀπολ. ὡς τὸ ἀπάγω, ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, ὁ αὐτ. 1. 77. 5. 25, κτλ.· πυρώσας, τὰς Ἀθήνας ἀπελᾷς ὁ αὐτ. 8. 102: ὡσαύτως (ἐξυπακουομένης τῆς λέξ. ἵππον) ἀπέρχομαι ἔφιππος, Ξεν. Συμπ. 9, 7, κτλ. ΙΙ. παθ. ἀποδιώκομαι, ἐνθεῦτεν Ἡρόδ. 5. 94· ἐντεῦθεν εἰς ἄλλον τόπον Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· γῆς ἐμῆς πρός τινος Σοφ. Ο. Κ. 599: - ἀποκλείομαι ἀπό τινος πράγματος, ἁπάσης [τῆς στρατιῆς], ἀπὸ τῆς ἀρχηγίας, Ἡρόδ. 7. 161, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1, 2, 15· τῆς πολιτείας Λυσ. 149. 34: τῶν ἀρχῶν Πλάτ. Πολ. 564D· ὡσαύτως, ἀπ. τῆς φροντίδος, εἶμαι μακρὰν ἀπὸ..., Ἡρόδ. 7. 205· οὔτ’ ἐς πατέρ’ ἀπηλάθην τύχης, οὔτε καθ’ ὅσον ἀφορᾷ τὸν πατέρα μου, ἀπεκλείσθην [καλῆς] τύχης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 63· ἀπ. φιλίας Θεμίστ. 90C.
English (Strong)
from ἀπό and ἐλαύνω; to dismiss: drive.
English (Thayer)
1st aorist ἀπήλασα; to drive away, drive off: Acts 18:16. (common in Greek writings.)
Greek Monolingual
(AM ἀπελαύνω) ελαύνω
νεοελλ.
απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον έξω από τα σύνορα της χώρας
αρχ.
Ι. 1. εκδιώκω κάποιον μακριά από έναν τόπο
2. εξορίζω κάποιον
3. κρατώ κάποιον σε απόσταση
4. εξαλείφω, αποσοβώ κάτι
II. (αμτβ.)
1. αποχωρώ, απέρχομαι
2. απομακρύνομαι έφιππος
III. παθ. αποκλείομαι από κάτι.
Greek Monotonic
ἀπελαύνω: (επίσης ἀπ-ελάω, στην προστ. ἀπέλα)· μέλ. -ελάσω·
I. 1. απομακρύνω, εκδιώκω, εξωθώ από κάποιον τόπο· τινὰ δόμων, πόλεως, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀπὸ τόπου, σε Ξεν.· ἀπελαύνω τινά, αποβάλλω, εξορίζω, εκδιώκω, σε Σοφ., Ξεν.·
2. ἀπελαύνω στρατιήν, οδηγώ το στράτευμα κατά την αναχώρησή του, σε Ηρόδ.· εξού και απόλ., απέρχομαι, αναχωρώ, αποχωρώ, στον ίδ.· (ενν. ἵππον), αποχωρώ έφιππος, σε Ξεν.
II. Παθ., αποδιώκομαι, εκδιώκομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· αποκλείομαι από κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἀπελάω
I. to drive away, expel from a place, τινὰ δόμων, πόλεως, Eur., etc.; ἀπὸ τόπου Xen.: ἀπ. τινά to drive away, banish, expel, Soph., Xen.
2. ἀπ. στρατιήν to lead away an army, Hdt.: then absol. to march or go away, depart, Hdt.; (sub. ἵππον) to ride away, Xen.
II. Pass. to be driven away, Hdt., Attic:— to be excluded from a thing, Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:¢pelaÚnw 阿普-誒老挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-驅使
字義溯源:革退,驅出,趕去,攆出;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἐλαύνω)*=推)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 攆(1) 徒18:16