θυμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "μεγάλήτωρ" to "μεγαλήτωρ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymoeidis
|Transliteration C=thymoeidis
|Beta Code=qumoeidh/s
|Beta Code=qumoeidh/s
|Definition=θυμοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[high-spirited]], <b class="b3">τὸ θ.</b> Hp.Aër.12; opp. [[ἄθυμος]], Pl. ''R.''456a; opp. [[ὀργίλος]], ib.411c.<br><span class="bld">2</span> [[passionate]], [[hot-tempered]], opp. [[πραΰς]], ib.375c.<br><span class="bld">b</span> of horses, [[mettled]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.1.3; opp. [[εὐπειθέστατος]], Id.''Smp.''2.10: Comp., opp. [[βλακωδέστερος]], Id.''Eq.''9.1.<br><span class="bld">3</span> Philos., [[τὸ θυμοειδές]] = [[spirit]], [[passion]], opp. <b class="b3">τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν</b>, Pl. ''R.''440e, al., cf. D.L.3.67. Adv. [[θυμοειδῶς]] Hdn.4.3.3.
|Definition=θυμοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[high-spirited]], [[τὸ θυμοειδές]] Hp.Aër.12; opp. [[ἄθυμος]], Pl. ''R.''456a; opp. [[ὀργίλος]], ib.411c.<br><span class="bld">2</span> [[passionate]], [[hot-tempered]], opp. [[πραΰς]], ib.375c.<br><span class="bld">b</span> of horses, [[mettled]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.1.3; opp. [[εὐπειθέστατος]], Id.''Smp.''2.10: Comp., opp. [[βλακωδέστερος]], Id.''Eq.''9.1.<br><span class="bld">3</span> Philos., [[τὸ θυμοειδές]] = [[spirit]], [[passion]], opp. [[τὸ λογιστικόν]], [[τὸ ἐπιθυμητικόν]], Pl. ''R.''440e, al., cf. D.L.3.67. Adv. [[θυμοειδῶς]] Hdn.4.3.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:11, 12 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοειδής Medium diacritics: θυμοειδής Low diacritics: θυμοειδής Capitals: ΘΥΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thymoeidḗs Transliteration B: thymoeidēs Transliteration C: thymoeidis Beta Code: qumoeidh/s

English (LSJ)

θυμοειδές,
A high-spirited, τὸ θυμοειδές Hp.Aër.12; opp. ἄθυμος, Pl. R.456a; opp. ὀργίλος, ib.411c.
2 passionate, hot-tempered, opp. πραΰς, ib.375c.
b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1.
3 Philos., τὸ θυμοειδές = spirit, passion, opp. τὸ λογιστικόν, τὸ ἐπιθυμητικόν, Pl. R.440e, al., cf. D.L.3.67. Adv. θυμοειδῶς Hdn.4.3.3.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, muthig. zornig, Gegensatz ἄθυμος, Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα φύσις II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Gegensatz von εὐπειθής, Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von βλάξ, Hipp. 9, 1; καὶ εὔτολμος Hdn. 8, 1, 6; τὸ θυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 d'un caractère résolu, courageux;
2 irascible, querelleur ; en parl. de chevaux rétif, ombrageux.
Étymologie: θυμός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοειδής:
1 смелый, отважный (γυνή Plat.; θ. καὶ πολεμικός Arst.; θ. καὶ ἀνδρώδης Plut.);
2 страстный, пылкий, тж. вспыльчивый (ἡ φύσις Plat.);
3 горячий, норовистый (ἵππος Xen.);
4 строптивый, непокорный (δοῦλοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοειδής: -ές, εὔθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ ἄθυμος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α· τῷ ὀργίλος, αὐτόθι 411C· τῷ βλακώδης, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) ὁρμητικός, ὀξύθυμος, ἀντίθετον τῷ πραΰς, Πλάτ. Πολ. 375C· ἐπὶ ἵππων, δυσπειθής, ἄγριος, ἀντίθετον τῷ εὐπειθής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ὅπερ εἶναι ἕδρα τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν (ὅπερ εἶναι ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3.

Greek Monolingual

-ές (Α θυμοειδής, -ές)
1. ορμητικός, ζωηρός
2. οξύθυμος
3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές
το ένα από τα τρία επίπεδα της ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό
αρχ.
1. (αντίθ. του άθυμος)
αναπτερωμένος, ενθαρρυμένος, γεμάτος θάρρος
2. (αντίθ. του οργίλος) ήρεμος
3. (αντίθ. του πραΰς) παράφορος, παθιασμένος
4. (για άλογα) άγριος, δυσήνιος.
επίρρ...
θυμοειδῶς (Α)
με θάρρος, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -ειδής].

Greek Monotonic

θῡμοειδής: -ές (εἶδος),
1. εύθυμος, θαρραλέος, ζωηρός, Λατ. animosus, σε Πλάτ., Ξεν.
2. ορμητικός, οξύθυμος, στο ίδ.

Middle Liddell

θῡμο-ειδής, ές εἶδος
1. high-spirited, courageous, Lat. animosus, Plat., Xen.
2. hot-tempered, restive, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=θαρραλέος, γενναιόκαρδος). Σύνθετο ἀπό τό θυμός τοῦ θύω (=ὁρμῶ) + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό θυμόω καθώς καί στό θύω (=ὁρμῶ).

Translations

brave

Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: ⁧شُجَاع⁩, ⁧جَرِيء⁩, ⁧جَسُور⁩; Egyptian Arabic: ⁧شجيع⁩; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: ⁧אַמִּיץ⁩, ⁧אמיצה⁩; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئازا⁩, ⁧قارەمان⁩; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: ⁧قوچاق⁩; Persian: ⁧شجاع⁩, ⁧دلیر⁩, ⁧نیو⁩; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: ⁧بهادر⁩; Uyghur: ⁧باتۇر⁩, ⁧قورقماس⁩, ⁧جەسۇر⁩, ⁧مەرد⁩; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: ⁧העלדיש⁩, ⁧מוטיק⁩; Zulu: -nesibindi