ἀποσπάω: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
(CSV import) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':¢posp£w 阿坡-士爬哦<br />'''詞類次數''':動詞(4)<br />'''原文字根''':從-拉 相當於: ([[נָתַק]]‎) ([[נָתַשׁ]]‎)<br />'''字義溯源''':抽身離去,拉走,離開,拔出來,引誘;由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[σπάω]])*=抽,拉)組成。參讀 ([[ἀντλέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(4);太(1);路(1);徒(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 離(2) 路22:41; 徒21:1;<br />2) 拔出⋯來(1) 太26:51;<br />3) 引誘(1) 徒20:30 | |sngr='''原文音譯''':¢posp£w 阿坡-士爬哦<br />'''詞類次數''':動詞(4)<br />'''原文字根''':從-拉 相當於: ([[נָתַק]]‎) ([[נָתַשׁ]]‎)<br />'''字義溯源''':抽身離去,拉走,離開,拔出來,引誘;由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[σπάω]])*=抽,拉)組成。參讀 ([[ἀντλέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(4);太(1);路(1);徒(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 離(2) 路22:41; 徒21:1;<br />2) 拔出⋯來(1) 太26:51;<br />3) 引誘(1) 徒20:30 | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[abstrahi]], [[avelli]]'', to [[be drawn away]], [[be torn off]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.81.5/ 3.81.5],<br>''[[distrahi]], [[divelli]]'', to [[be pulled asunder]], [[be torn apart]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.80.4/ 7.80.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 16 November 2024
English (LSJ)
fut. ἀποσπάσω [ᾰ],
A tear away from or drag away from, τινός S.Aj.1024, Pl.R. 491b, etc.; ἀποσπάω τινὰ ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων Hdt.3.1, cf. 102; ἀποσπάσας.. περόνας ἀπ' αὐτῆς S.OT1268; μή μου τὸ τέκνον ἐκ χερῶν ἀποσπάσῃς E.Hec.277: rarely ἀποσπάω τινά τι tear a thing from one, S.OC 866; ἀποσπάω τινά tear him away, Hdt.6.91; ἀποσπάω τι τῆς λείας detach, abstract some of it, Plb.2.26.8: metaph., ἀποσπάω τινὰ ἐλπίδος S.OT1432; and reversely also ἀποσπάω τῆς φρενὸς αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων Id.El.809; detach, withdraw, πλήρωμα a gang of labourers, PPetr.3p.129 (iii B.C.); τινὰ ἀπό τινος BGU1125.9 (i B.C.), cf. infr. 5; μαθητάς Act.Ap.20.30; ἀποσπάω πολίτας τῆς θαλάσσης Plu.Them.19; ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τινά Ar.Ra.962:—Med., τὴν μάχην οὕτω μακρὰν τῆς ναυτικῆς βοηθείας Plu.Pomp.76:—Pass., to be dragged away, be detached, be separated from, τινός Pi.P.9.33, E.Alc.287, etc.; ἐξ ἱροῦ Hdt.1.160; ἀπὸ τῶν ἱερῶν Th.3.81; of a bone, to be torn off, Hp.Art.13; ἀκρώμιον ἀποσπασθέν Id.Mochl.6.
2 ἀποσπάω τινὰ κόμης drag away by the hair, A. Supp.909.
3 ἀποσπάω πύλας, ἀποσπάω θύρας, tear off the gates, doors, Hdt.1.17, 3.159, etc.: metaph., πινακηδὸν ἀποσπῶν [ῥήματα] Ar.Ra.824.
4 ἀποσπάω τὸ στρατόπεδον draw off, divert the army, X.HG1.3.17: abs., ἀποσπάσας having drawn off, Id.An.7.2.11:—Pass., of troops, to become separated or become broken, Th.7.80, Plb.1.27.9.
5 withdraw, reclaim, POxy.496.9.
6 ἀπεσπασμένος, ὁ, eunuch, LXX Le.22.24.
II intr. (sc. ἑαυτόν), separate (i.e. be separated) from, Ael. NA10.48, Luc.Icar.11, D.C.56.22; and in X.An.1.5.3 the best Mss. give πολὺ γὰρ ἀπέσπα (for ἀπέπτα) φεύγουσα [στρουθός].
Spanish (DGE)
I tr.
1 a)arrancar, arrebatar, separar, apartar c. ac. y gen. σ' ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ' αἰόλου κνώδοντος S.Ai.1024, μου τὴν μόνην ξυνωρίδα S.OC 895, cf. El.809, βίᾳ σ' ... τοῦδε τοῦ νεκροῦ S.Ai.1176, σέ τις ... βωμοῦ τοῦδ' ἀποσπάσει βίᾳ E.Heracl.249, βρέφος ... μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶν E.IA 1152, Τροίας ἥν (sc. Ἑλένην) E.Hel.413, cf. en v. pas. LXX Is.28.9, με βωμοῦ E.Andr.567, cf. Hec.290, τὸν δεισιδαίμονα τῶν ἱερῶν Plu.2.166e, πολίτας τῆς θαλάσσης Plu.Them.19, τοὺς πολεμίους ... τῆς λείας Plb.2.26.8, τὸν Φίλιππον ... τῆς ... πολιορκίας Plb.5.5.1, τοὺς Ἡρακλείδας τοῦ βωμοῦ Philostr.VS 550
•fig. apartar, despegar ψυχὴν ... τῆς φιλοσοφίας Pl.R.491b. τῆς τοῦ ἀγαθοῦ οὐσίας Arr.Epict.1.23.2
•en v. pas. ἀποσπασθεῖσα σου privada de tí E.Alc.287, πρὸς βίαν θεῶν τῶν σῶν ἀποσπασθέντες E.Heracl.98, 222, μήτ' ἀποσπασθῇς βίᾳ E.Hec.225, ἀποσπώμεθα του δ' ὕδατος Plu.2.955f, μόλις ἀπεσπᾶτο τὸ δημοτικὸν τῶν σωμάτων apenas podía ser arrancado el populacho de los cadáveres I.BI 2.498
•fig. surgir, salir ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας Pi.P.9.33;
b) c. igual sent., c. prep. ἀπό: περόνας ἀπ' αὐτῆς S.OT 1268, μιν ... ἀπὸ γυναικός τε καὶ τέκνων Hdt.3.1, cf. 102, Κλεινίαν ... ἀπὸ τούτου Pl.Prt.320a, παῖδας ἀπὸ πατέρων καὶ μητέρων Isoc.8.92, αὐτὸν ἀπὸ σοῦ BGU 1125.9 (I a.C.), τὸν παῖδα ἀπὸ τοῦ διδασκάλου PWisc.4.18, 25 (I d.C.)
•separar, desviar ἀπὸ τοῦ φρονεῖν ... αὐτούς Ar.Ra.962, τὸ στρατόπεδον ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου X.HG 1.3.17, ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τὸ δεξιὸν κέρας X.An.1.8.13, τὰ κέρατα ἀπὸ τῆς ἑαυτῶν φάλαγγος X.Cyr.7.1.6, τὴν πατρίδα ... ἀπὸ τῶν Ἀχαιῶν Plb.2.60.6, τὸν Φίλιππον ἀπὸ τῆς ... φιλίας Plb.4.84.1, αὐτοὺς ἀπὸ τῆς πόλεως LXX Io.8.6, αὐτοὺς καὶ ἀπὸ τοῦ Καίσαρος D.C.48.10.3, τοὺς Αἰτωλοὺς ἀπὸ τῆς συμμαχίας D.C.57.59
•apartar, desalojar en v. pas. ἀπ' ἐμοῦ ... Κασσάνδρα βίᾳ E.Tr.617, ἀπὸ τῶν ἱερῶν ἀπεσπῶντο Th.3.81, ἀπεσπάσθη ἀπ' αὐτῶν Eu.Luc.22.41, ἀποσπασθέντας ἀπ' αὐτῶν Act.Ap.21.1
•en medic. de huesos descolocar ἀπὸ τῆς ἀρχαίης φύσιος Hp.Art.13, cf. Mochl.6;
c) c. prep. ἐκ arrancar τὸ τέκνον ἐκ χερῶν E.Hec.277, τὰς κόμας ... ἐκ τῶν κεφαλῶν D.C.98.3, τὰ βέλη ... ἐκ τῶν σαρκῶν D.C.77.14.1
•en v. pas. ἐξ ἱροῦ ... ἀποσπασθείς Hdt.1.160;
d) c. doble ac. mismo sent. με ... ὄμμα S.OC 866
•c. ac. solo θύρας Hdt.1.17, τὰς πύλας Hdt.3.159, μιν Hdt.6.91, τὴν μάχαιραν Eu.Matt.26.51, en v. pas. συκῆ Meth.Res.1.41
•arrebatar, raptar, llevar a la fuerza ὑμᾶς ἀποσπάσας κόμης llevándoos por los cabellos A.Supp.909, (ταύτην) βίᾳ PFam.Teb.37.12 (II d.C.), fig. ῥήματα ... πινακηδὸν ἀποσπῶν arrancando palabras ... como tablones de una nave Ar.Ra.824.
2 desviar τοὺς μαθητὰς ὀπίσω ἑαυτῶν Act.Ap.20.30, ταῦτα ἀπεσπάσατο ... εἰς τὸν ἴδιον PCair.Isidor.72.23 (IV d.C.)
•fig. ὁμηρικὸν ὅς τ' ἀπὸ ῥεῦμα ἔσπασας οἰκείοις tú que tomaste una corriente homérica para tus propios escritos, AP 9.184
•seducir τὰς τῶν πλησίον γυναίκας Aristid.Apol.10.8.
II intr. apartarse, alejarse πολὺ ... ἀπέσπα X.An.1.5.3, cf. 7.2.11, D.C.56.22.3
•c. gen. o ἀπό y gen. πολὺ ἀπὸ τῆς γῆς Luc.DMar.12.1, τῶν πολλῶν Luc.Cont.21, τῶν νεφῶν Luc.Icar.11, τῶν ἀστέρων Luc.DIud.20.5, τῆς τάξεως D.S.17.60
•en v. med.-pas. ἐξέσσυται γὰρ ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου καὶ ἀποσπᾶται Democr.B 32
•distanciarse τὸ δὲ Δημοσθένους (στράτευμα) ... ἀπεσπάσθη Th.7.80, εἰδότες τὸν Ἀγαθοκλέα μακρὰν ἀπεσπασμένον D.S.20.39.
III part. perf. pas. ἀπεσπασμένος mutilado ref. a la castración, LXX Le.22.24.
German (Pape)
[Seite 325] (s. σπάω), abziehen, trennen, τινά τινος Pind. P. 9, 34; Aesch. Suppl. 883; Soph. Ai. 1003. 1055; Her. 1, 160; φιλοσοφίας Plat. Rep. VI, 491 b; ἀπό τινος Prot. 320 a; vgl. Her. 3, 102; Soph. O. R. 1268; Ar. Ran. 960; auch umgekehrt, τέκνων μου ξυνωρίδα Soph. O. R. 899; übertr., ἐλπίδος με 1432, die Erwartungen täuschen, vgl. El. 799; – θύρας, πύλας, öffnen, Her. 1, 17. 3, 159. – Pass., getrennt werden, abkommen von etwas, Thuc. 7, 80; Xen. An. 2, 2, 12 u. öfter; ebenso das act., 1, 5, 3, v.l. ἀπέπτα; vgl. aber ἀποσπάσας 7, 2, 11; u. vgl. Luc. Cont. 21 D. D. 20, 5. – Med., für sich abziehen, Plut. Pomp. 76.
French (Bailly abrégé)
ἀποσπῶ :
I. tr. 1 tirer violemment : τινα entraîner qqn ; θύρας, πύλας HDT ouvrir une porte avec force ou violence ; τινα ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων HDT arracher qqn à sa femme et à ses enfants ; τινα ἐκ χερῶν EUR arracher une personne aux mains d'une autre ; fig. τινά τι enlever qch (l'espérance, etc.) à qqn ; avec un gén. d'instrum. ἀπ. τινα κόμης ESCHL tirer qqn par les cheveux ; Pass. ἀποσπᾶσθαί τινος être séparé violemment de qqn ; ἐξ ἱροῦ HDT, ἀπὸ τῶν ἱερῶν THC être entraîné hors d'un sanctuaire, d'un sacrifice;
2 tirailler en tous sens ; Pass. se désunir, marcher en désordre en parl. d'une armée;
II. intr. (s.e. ἑαυτόν) s'arracher, se séparer avec effort de;
Moy. ἀποσπάομαι, ἀποσπῶμαι attirer l'ennemi à soi loin de (tout secours maritime).
Étymologie: ἀπό, σπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπάω:
1 отрывать, разлучать (τινα ἀπό τινος Her. и τινά τινος Plut.);
2 вырывать (τινα ἐκ χερῶν τινος Eur.);
3 отвлекать, уводить в сторону (τινά τινος и ἀπό τινος Plat.): τὴν μάχην μακρὰν ἀποσπάσασθαί τινος Plut. оттянуть сражение на большое расстояние от чего-л.;
4 лишать (τινά τινος Soph., Plut., редко τινά τι Soph.);
5 срывать, взламывать (θύρας Her.);
6 оттаскивать, тащить (τινα κόμης Aesch.);
7 разрывать, разделять (τὸ στράτευμα ἀπεσπάσθη τε καὶ ἀτακτότερον ἐχώρει Thuc.);
8 отделяться, уходить прочь (ἡ ὄρνις ἀπέσπα φεύγουσα Xen. - v.l. ἀπεσπᾶτο).
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσπῶ, ἀποσπάω)
1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω
2. απομακρύνω κάποιον από κάτι
μσν.- νεοελλ.
1. τραβώ, ξεριζώνω
2. (για δέντρα) σπάζω
3. ελευθερώνω
νεοελλ.
(για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη
αρχ.
Ι. 1. αποστερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι
2. σύρω, τραβώ κάποιον
3. εξάγω, βγάζω κάτι από τη θέση του
4. (για στρατό) αποσύρω, μετακινώ
II. (ἀποσπώμαι)
1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου
2. (για οστά) βγαίνω απ' τη θέση μου
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) ὁ ἀπεσπασμένος
ο ευνούχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπάω: μελλ. -σπάσω [ᾰ], ἀποχωρίζω, ἀποσπῶ τινα ἢ τι ἀπὸ τινος, πῶς σ᾿ ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ᾿... κνώδοντος...; Σοφ: Αἴ. 1024, Πλάτ. Πολ. 491Β, κτλ.· ἀπ. τινὰ ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων Ἡροδ. 3.1, πρβλ. 102 · ἀποσπάσας... περόνας ἀπ᾿ αὐτῆς Σοφ. Ο. Τ. 1268· μή μου τὸ τέκνον ἐκ χειρῶν ἀποσπάσῃς Εὐρ. Ἑκ. 277: ― σπανίως, ἀπ. τινά τι, ὡς τὸ ἀποστερέω, Σοφ. Ο. Κ. 866: ― ἀπ. τινὰ Ἡροδ. 6. 91· ἀπ. τι τῆς λείας, ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ μέρος αὐτῆς, Πολύβ. 2. 26, 8: ― μεταφ., ἀποσπ. τινὰ ἐλπίδος Σοφ. Ο. Τ. 1432· ἐπίσης καὶ ἀντιστρόφως, ἀπ. τῆς φρενός αἵ μοι... παρῆσαν ἐλπίδων ὁ αὐτ. Ἠλ. 809· ἀπ. πολίτας τῆς θαλάσσης Πλουτ. Θεμ. 19· ἀπ. τοῦ φρονεῖν τινα Ἀριστοφ. Βάτρ. 962. ― Μέσ., ἀποσπῶ τι δι᾿ ἐμαυτὸν, Πλουτ. Πομπ. 76. ― Παθ., ἀποσπῶμαι, ἕλκομαι μακράν, ἀποχωρίζομαι, τινός Πινδ. Π. 9. 59, Εὐρ. Ἄλκ. 287, κτλ.· ἐξ ἱροῦ Ἡρόδ. 1. 160· ἀπὸ τῶν ἱερῶν Θουκ. 3. 81· ἐπὶ ὀστοῦ, βιαίως ἐξάγομαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790, Μοχλ. 849 2) ἀπ. τινὰ κόμης, ἕλκω, σύρω τινὰ ἀπὸ τῆς κόμης, Αὐσχύλ. Ἱκ. 909. 3) ἀπ. πύλας, θύρας, ἀποσπῶ, ἐξάγω ἐκ τῆς θέσεως των, Ἡρόδ. 1. 17., 3. 159, Λυσ. 145.37, κτλ.: μεταφ., πινακηδὸν ἀποσπῶν [ῥήματα] Ἀριστοφ. Βάτρ. 824. 4) ἀπ. τὸ στρατόπεδον, ἀποσύρω τὸν στρατὸν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 17· ἀπολ., ἀποχωρίζω ἐμαυτόν, Νεών μὲν ἀποσπάσας (δηλ. ἑαυτὸν) ἐστρατοπεδεύετο χωρὶς ὁ αὐτ. Ἀν. 7.2, 11· ἀλλ᾿ ἐν τῷ παθητ., ἐπὶ στρατοῦ, ἀποχωρίζομαι, ἀποσπῶμαι, τὸ ἥμισυ μάλιστα καὶ πλέον [τοῦ στρατεύματος] ἀπεσπάσθη τε καὶ ἀτακτότερον ἐχώρει Θουκ. 7. 80, Πολυβ. 1. 27, 9. ΙΙ. ἀμεταβ. (ὑπον. ἑαυτὸν) ἀπομακρύνομαι, καὶ τῶν μὲν συνθηρατῶν ἀποσπᾷ πολὺ Αἰλ. π. Ζ.10.48, Λουκ. Ἰκαρομ. 11, κτλ., ἴδε Hemst. ἐν Θ. Διαλ. 20.5 · καὶ ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 3 χειρόγρ. τινα ἔχουσι: πολὺ γὰρ ἀπέσπα φεύγουσα (ἀντὶ ἀνέπτα), ἐξ οὗ ὁ Schneid. ἔγραψεν ἀπεσπᾶτο.
English (Slater)
ἀποσπάω tear from, met. “ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” (sc. Κυράνα) (P. 9.33)
English (Strong)
from ἀπό and σπάω; to drag forth, i.e. (literally) unsheathe (a sword), or relatively (with a degree of force implied) retire (personally or factiously): (with-)draw (away), after we were gotten from.
English (Thayer)
ἀποσπῶ; 1st aorist ἀπέσπασα; 1st aorist passive ἀπεσπασθην; to draw off, tear away: τήν μάχαιραν, to draw one's sword, ἐκσπαν τήν μάχαιραν (or ῤομφαίαν), Alex., etc.); σπαν, ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω ἑαυτῶν to draw away the disciples to their own party, Aelian v. h. 13,32). Passive reflexively: ἀποσπασθεντες ἀπ' αὐτῶν having torn ourselves from the embrace of our friends, ἀπεσπάσθη ἀπ' αὐτῶν he parted, tore himself, from them about a stone's cast, Pindar and) Herodotus down.)
Greek Monotonic
ἀποσπάω: μέλ. -σπάσω [ᾰ]·
1. αποχωρίζω, αποσχίζω κάτι από, τινός, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀποσπῶ τινα ἀπὸ γυναικός, σε Ηρόδ.· τὸ τέκνον ἐκ χερῶν, σε Ευρ.· επίσης με διπλή αιτ., αποχωρίζω, αφαιρώ κάτι από κάποιον, σε Σοφ.· ἀποσπάω τινά, αποχωρίζω, αποσχίζω κάποιον, σε Ηρόδ. — Μέσ., αφαιρώ κάτι για τον εαυτό μου, σε Πλούτ. — Παθ., αποσχίζομαι σύρομαι μακριά, αποχωρίζομαι από, τινός, σε Πίνδ., Ευρ.· ἐξ ἱροῦ, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τῶν ἱερῶν, σε Θουκ.
3. ἀποσπῶ πύλας, βγάζω τις θύρες από τη θέση τους, σε Ηρόδ.
3. ἀποσπάω τὸ στρατόπεδον, αποχωρίζομαι από το στράτευμα, σε Ξεν.· απόλ., ἀποσπάσας, έχοντας αποσχισθεί, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποσχίζομαι ή σπάζουν οι γραμμές μου, διαλύομαι, σε Θουκ.
Middle Liddell
1. to tear or drag away from, τινός Soph., Plat., etc.; ἀπ. τινα ἀπὸ γυναικός Hdt.; τὸ τέκνον ἐκ χερῶν Eur.; also c. dupl. acc. to tear a thing from one, Soph.:— ἀπ. τινά to tear him away, Hdt.:—Mid. to drag away for oneself, Plut.:—Pass. to be dragged away, detached, separated from, τινός Pind., Eur.; ἐξ ἱροῦ Hdt.; ἀπὸ τῶν ἱερῶν Thuc.
2. ἀπ. πύλας to tear off the gates, Hdt.
3. ἀπ. τὸ στρατόπεδον to draw off the army, Xen.; absol., ἀποσπάσας having drawn off, Xen.:—Pass., of troops, to be separated or broken, Thuc.
Chinese
原文音譯:¢posp£w 阿坡-士爬哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-拉 相當於: (נָתַק) (נָתַשׁ)
字義溯源:抽身離去,拉走,離開,拔出來,引誘;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(σπάω)*=抽,拉)組成。參讀 (ἀντλέω)同義字
出現次數:總共(4);太(1);路(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 離(2) 路22:41; 徒21:1;
2) 拔出⋯來(1) 太26:51;
3) 引誘(1) 徒20:30
Lexicon Thucydideum
abstrahi, avelli, to be drawn away, be torn off, 3.81.5,
distrahi, divelli, to be pulled asunder, be torn apart, 7.80.4.