δάκρυ

From LSJ
Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάκρυ Medium diacritics: δάκρυ Low diacritics: δάκρυ Capitals: ΔΑΚΡΥ
Transliteration A: dákry Transliteration B: dakry Transliteration C: dakry Beta Code: da/kru

English (LSJ)

τό, used by Poets metri gr. for δάκρυον in sg. δάκρυ and dat. pl.

   A δάκρυσι Il.9.570, etc.: dat. pl. sts. in Prose, Th.7.75, D.30.32, Eu/.Luc.7.38: pl., δάκρη An.Ox.1.121 (cj. Bgk. in Pi.Fr.122.3, cf. δάκρυον 2):—tear, Il.2.266, Od.4.114, A.Pr.638, etc.; τοῦ ὅ γε δ. χέων Od.2.24.    II generally, drop, λιβάνου Pi. l.c.; δ. πεύκινον E.Med.1200. (Cf.Lat. lacruma, Goth. tagr, OE. tear.)

German (Pape)

[Seite 519] υος, τό, p. = δάκρυον, die Thräne; Hom. nominat. δάκρυ, Iliad. 2, 266 Odyss. 8, 522; accusat. δάκρυ, Iliad. 6, 496 Odyss. 4, 223; dativ. plural. δάκρυσι Iliad. 9, 570 Odyss. 5, 83; elidirt Odyss. 19, 596 (εὐνή) αἰεὶ δάκρυσ' ἐμοῖσι πεφυρμένη, welche Stelle in der Interpolation Odyss. 17, 103 wiederkehrt. Ueber δακρυόφι(ν), δάκρυα, δάκρυ ἀναπρήσας, δάκρυ ὀμορξάμενος s. unter δάκρυον. – Folgende: Soph. Tr. 1189; El. 161; Eur. Hel. 166; Thuc. 7, 75. – Auch gen. δάκρεος, plur. δάκρη, Pind. fr. 87.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
1 larme;
2 larme ou goutte de résine.
Étymologie: cf. δάκρυον, lat. lacruma, anc. lat. dacruma.

English (Autenrieth)

pl. δάκρυα, dat. δάκρυσι: tear.

English (Slater)

δάκρυ
   1 tear met., drop (cf. Melanippides, fr. 1. 5.) νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε (δάκρυα v. l.) fr. 122. 3.

Spanish (DGE)

-υος, τό

• Alolema(s): beoc. δάκρου Corinn.1.3.50

• Morfología: [dat. δάκρεϊ Trag.Adesp.566f; plu. ac. δάκρη Pi.Fr.122.3]
1 lágrima frec. en sg. colect. llanto uso no numerativo θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δ. y le cayó abundante llanto, Il.2.266, δ. χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν Od.17.490, cf. 11.5, κατὰ δ. χέουσα Hes.Fr.116.6, cf. B.17.95, δάκρεϊ χειμαινομένῳ Trag.Adesp.l.c., cf. Luc.Trag.317, Q.S.5.627, οἴσεσθαι δ. obtener lágrimas e.d. compasión A.Pr.638, γόου δὲ μηδὲν εἰσίτω δ. que no sobrevenga ni una lágrima de lamento S.Tr.1199, δ. παιδός Call.Fr.202.38, ὡς ἂν ... γλυκὺ δ. βάλω Rhian.73.6, τὸ πᾶσιν ἀνθρώποις [διδόμε] νον δ. A.Al.9A.3.2
tb. en plu., uso numerativo (ὀιστοί) δάκρυσι μῦρον (los dardos) destilaban gotas de veneno Hes.Sc.132, κόνις ... δάκρυσι μυδαλέη Hes.Sc.270, ἢ τίνα μοῦσαν ἐπέλθω δάκρυσιν ἢ θρήνοις ἢ πένθεσιν; ¿qué canto entonaré con lágrimas, trenos y gemidos? E.Hel.166, δάκρυσι πᾶν τὸ στράτευμα πλησθέν Th.7.75, cf. Hp.Epid.1.23, ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν οἱ ὀφθαλμοί μου LXX La.2.11, cf. Ps.6.7, 125.5, δάκρυσιν ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ Eu.Luc.7.38, τὸν δ' ἀποιχόμενον μνήμῃ τιμᾶτε, μὴ δάκρυσιν D.Chr.29.22, δακρύων ὄμβρους χευόμενος κατὰ γῆς ISmyrna 544a.2 (III d.C.), δάκρυσι κλαύσας D.C.59.27.5, cf. LXX Mi.2.6, ῥεομένων δάκρυσι διὰ τὸν ... φόβον Ph.2.530, cf. 77, I.AI 1.275, 2.166.
2 bot. gota dicho de la savia de plantas λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε quemáis rubias gotas de incienso Pi.l.c., πεύκινον δ. gota de resina E.Med.1200, δ. κάμωνος savia de la escamonea Nic.Al.484.

• Etimología: Antiguo tema en -u-, cf. arm. artasuk‘ ‘lágrimas’ < *drakuu̯a. equiv., c. metát., de δάκρυα (lat. dacruma, lacrima es prob. un prést.); de una r. similar, prob. no emparentada *H2ekru- derivan ai. áśru-, toc. B akrūna, etc.

English (Strong)

or dakruon of uncertain affinity; a tear: tear.

English (Thayer)

δακρυος, τό, and τό δάκρυον, δακρυου (from Homer down), a tear: R G; τό δάκρυον in δάκρυσι in Lamentations 2:11).

Greek Monolingual

και δάκρυο (AM δάκρυ και δάκρυον)
1. το διαυγές υφάλμυρο υγρό το οποίο εκκρίνεται από τους δακρυϊκούς αδένες, κυρίως εξαιτίας κάποιας ισχυρής συγκινήσεως (λύπης, πόνου, χαράς κ.λπ.)
2. κάθε τι που στάζει, όπως το δάκρυδάκρυ πεύκινον», «το δάκρυ του πεύκου»)
νεοελλ.
1. πολύ μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά
2. ως επίθ. δάκρυ
ο καθαρός, ο διαυγήςκρασί δάκρυ»)
3. αρχιτ. στον πληθ. δάκρυα (ή σταγόνες)
έξι μικροί κόλουροι κώνοι, που βρίσκονται κάτω από το δωρικό τρίγλυφο
4. στον πληθ. δάκρυα
υποτυπώδεις, ατροφικές παραγναθίδες που φτάνουν μέχρι τον λοβό του αφτιού, ειρωνικά «ιπποτικά δάκρυα»
5. «δάκρυα της Παναγίας» — το φυτό ελίχρυσο το σικελικό
6. φρ. α) «χύνει μαύρο δάκρυ» — είναι υπερβολικά θλιμμένος
β) «δεν βγάζει δάκρυ» — δεν συγκινείται, δεν δακρύζει
γ) «έχει τα δάκρυα στην τσέπη» — για τον ευσυγκίνητο
δ) «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα, υποκριτικά κλάματα
ε) «δάκρυα της αυγής» — η πρωινή δροσιά
7. παροιμ. α) «τα δάκρυα είναι φωτιά» — μεταδίδονται εύκολα απ' τον ένα στον άλλο
β) «βγάνει κι ο σκύλος δάκρυα» — για όσους συμπονούν υποκριτικά
αρχ.
η αφορμή τών δακρύων, το δάκρυμα («Θεύδοτε, κηδεμόνων μέγα δάκρυον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λ. που ανάγεται σε IE dakreu- «δάκρυ» και απαντά επίσης σε άλλες γλώσσες ινδοευρωπαϊκές (πρβλ. αρχ. ινδ. asru- και aśra-n-, αβεστ. asrū, τύποι χωρίς αρχικό σύμφωνο, αρμ. artasu-k’, αρχ. άνω γερμανικό trahan, γοτθ. tagr). Τέλος, σχηματίζονται σύνθετα με α' συνθετικό δακρυο- αλλά και δάκρυ- (πρβλ. δακρυοειδής, δακρυγόνος).
ΠΑΡ. δακρύδιο, δακρυώδης
αρχ.
δακρυόεις
αρχ.-μσν.
δακρύω
μσν.- νεοελλ.
δακρύζω, δακρυώνω
νεοελλ.
δακρυακός, δακρυϊκός, δακρυούλι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δακρυγόνος, δακρυοποιός, δακρυρροή, δακρυχέω
αρχ.
δακρυοπετής, δακρυότιμος, δακρυπλώω, δακρυσίστακτος, δακρυσταγής, δακρυχαρής
αρχ.-μσν.
δακρύρροος
μσν.
δακρυοχυσία, δακρυδρυσοπόταμος δακρυοεξηρημένος, δακρυστάλακτος
μσν.- νεοελλ.
δακρυστάλαχτος
νεοελλ.
δακρυαγωγός, δακρυβολώ, δακρύδρεκτος, δακρύγελως, δακρυδόχος, δακρυλογώ, δακρυοειδής, δακρυοκρούσταλλος, δακρυόμορφος, δακρυοπότιστος, δακρυόπτωση, δακρυοσταλάζω, δακρυφόρος. (Β' συνθετικό) άδακρυς, ένδακρυς, περίδακρυς, πολύδακρυς, υπόδακρυς
αρχ.
αινόδακρυς, αιολόδακρυς, ακριτόδακρυς, αναγκόδακρυς, απειρόδακρυς, αρίδακρυς, αρτίδακρυς, δαρύδακρυς, γλυκύδακρυς, επίδακρυς, ετοιμόδακρυς, ιερόδακρυς, ποικιλόδακρυς, ταχύδακρυς, φιλόδακρυς.

Greek Monotonic

δάκρυ: τό, ποιητ. αντί δάκρυον, δοτ. πληθ. δάκρυσι·
I. δάκρυ, Λατ. lacruma (βλ. Δ, δ II. 4), σε Όμηρ., Τραγ.
II. όπως το δάκρυον, οποιαδήποτε σταγόνα, δ. πεύκινον, σε Ευρ.