γραφή

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾰφή Medium diacritics: γραφή Low diacritics: γραφή Capitals: ΓΡΑΦΗ
Transliteration A: graphḗ Transliteration B: graphē Transliteration C: grafi Beta Code: grafh/

English (LSJ)

ἡ,

   A representation by means of lines: hence,    I drawing, delineation, Hdt.4.36; κατὰ γραφήν in outline, cj. in Pl.Smp.193a; also of painting, γραφῇ κοσμέειν Hdt.3.24; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη Id.2.182; the art of drawing or painting, Pl.Plt.277c, Ti.19b.    2 that which is drawn or painted, drawing, picture, ὅσον γραφῇ only in a picture, Hdt.2.73; πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς A.Ag.242 (lyr.); σπόγγος ὤλεσεν γραφήν ib.1329; μήτε ἄγαλμα μήτε γ. Arist.Pol.1336b15; also of embroidery, A.Ch.232; γραφαὶ ἀπὸ κερκίδος Philostr.Im.2.5.    3 γ. παρειῶν painting, rouging the cheeks, Id.Ep.22.    II writing or the art of writing, Pl.Phdr.274b, etc.: pl., αἱ γ. τῶν δικῶν the registration of... Arist.Pol.1321b36; γραφαὶ περὶ συμμαχίας, of treaties, ib.1280a40.    2 that which is written, writing, S.Tr.683, Agatho 4: hence, of various written documents, letter, Th.1.129: also in pl., E.IT735; ψευδεῖς γ. spurious documents, ap.D.18.55 (but in E.Hipp.1311 false statements); of published writings, τῶν φιλοσόφων Phld.Ir.p.73 W., cf. D.H.Orat.Vett.4; ἐν τῇ πρώτῃ γ. in the first book, Epicur.Nat.Herc.1431.16; written law, Pl.Lg.934c; contract, PAmh.2.43.13 (ii B. C.): pl., copies of judgements delivered in court, IG12(2).526d8 (Eresos).    b catalogue, list, return, ἱερῶν PTeb.88.2 (ii B. C.); τοῦ κατ' ἄνδρα OGI179.21 (Egypt, i B. C.); τὰς κατ' ἄνδρα γραφάς PTeb.27.7 (ii B. C.), etc.; price-list, D.S.1.91.    c inscription, Th.1.134, IG12(5).679 (Syros), Epigr.Gr. 347 (Cios), D.C.37.21.    d MS. reading, Str.1.2.25, Gal.15.430, Alex.Aphr.in Sens.9.29, Herm.in Phdr.p.154A., etc.    3 the Holy Scripture, Aristeas155, 2 Ep.Pet.1.20: pl., Ph.1.18, J.Ap.2.4, Ev.Matt.21.42, al.: also in sg., of a particular passage, Act.Ap.8.32, al.    4 γ. φαρμάκου medical prescription, Gal.12.293, 13.638, 15.918.    5 record-office, archive, IG11(2).203B101 (Delos, iii B. C.).    III (γράφομαι) as law-term,    1 bill of indictment in a public prosecution, λέγε, τὴν γ. αὐτὴν λαβών D.18.53.    2 criminal prosecution in the interest of the state (cf. Poll.8.41), γραφὴν ὕβρεως καὶ δίκην κακηγορίας ἰδίαν φεύξεται Id.21.32, cf. Lys.1.44, Is.11.28, etc.; γραφὴν γράφεσθαι Pl.Lg.929e, etc.; γρ. γ. τινά Id.Euthphr.2b, etc.; γ. ἀπενεγκεῖν Aeschin.3.217; γραφήν τινος διώκειν τινά D.19.293; πολλὰς γ. διώξας οὐδεμίαν εἷλεν Antipho 2.1.5; γραφὴν ἁλῶναι Id.2.2.9; γ. κατασκευάζειν κατά τινος, ἐπί τινα, D.21.103, 22.2; γ. εἰσέρχεσθαι, εἰσιέναι, appear before the court in a public prosecution, either as prosecutor or prosecuted, Id.18.105.    3 generally, an ordinary public action, opp. to special forms (such as εἰσαγγελία, εὔθυναι, etc.), γραφάς, εὐθύνας, εἰσαγγελίας, πάντα ταῦτ' ἐπαγόντων μοι D.18.249, cf. X.Ath.3.2, Lys.16.12.

German (Pape)

[Seite 505] ἡ, 1) die Schrift, δυσέκνιπτος ἐκ δέλτου Soph. Tr. 685; Eur.; Brief, Thuc. 1, 129; das Schreiben, γραμμάτων Plat. Euthyd. 279 e; γραφῇ τιθέναι νόμους Legg. VII, 788 b; Luc. hist. scr. 61; bei Strab. 1 p. 31 u. Gramm. Lesart. Ueber den Unterschied zwischen γραφή und ἀνάγνωσις s. Sengebusch Offen. Brief an Rost S. 37. – 2) in att. Gerichtssprache, die Klageschrift, Anklage gegen einen Staatsverbrecher, vgl. δίκη, Herm. Staatsalterth. §. 135; Plat. Euthyphr. 2 a; γραφὴν γράφεσθαι κατά τινος, bes. bei den Rednern häufig, mit dem gen. des Verbrechens, ἀστρατείας, λειποταξίου, παρανόμων u. ä., vgl. διώκειν, ἐςφέρειν, εἰσέρχεσθαι u. ä. Übh. schriftliches Dokument, ψευδεῖς γραφαί Dem. 18, 55; Verzeichniß, D. Sic. 1, 64. – 3) Zeichnung, Gemälde, Malerei, Her. 2, 73; εἰκόνα ἡαυτοῦ, γραφῇ εἰκασμένην 3, 182; Aesch. Ag. 1329; Eur. Tr. 682; ζῷα ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα Plat. Tim. 19 b; ὥςπερ οἱ ἐν ταῖς στήλαις κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένοι, im Profil, Conv. 193 a. Auch von Stickereien, Aesch. Ch. 231; ἀπὸ κερκίδος, Philostr.; so auch andere Sp.; auch vom Schmücken, Philostr.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. (γράφω, écrire);
I. l’art d’écrire, l’écriture;
II. action d’écrire;
III. ce qui est écrit :
1 caractères écrits, écriture en gén.
2 document écrit : lettre, liste, catalogue, texte de loi, clause d’un traité, document produit en justice ; action publique au criminel (p. opp. à δίκη action privée) : γραφὴν γράφειν τινά, assigner qqn pour une action publique : γραφὴν εἰσέρχεσθαι ou εἰσιέναι DÉM se présenter devant le tribunal pour une action publique (comme accusé ou comme accusateur) ; avec le gén. du crime ou délit : γραφὴν ὕβρεως γράφειν ou simpl. γράφειν ὕβρεως, ἀστρατείας (v. ces mots), etc. intenter des poursuites pour outrage, refus de service militaire, etc. : p. ext. action publique en gén.
B. (γράφω, dessiner, peindre);
I. 1 action de dessiner ou de peindre ; dessin, peinture;
2 action de broder ; broderie;
II. ce qui est dessiné ou peint, dessin, tableau, description d’un pays.
Étymologie: γράφω.

Spanish (DGE)

(γρᾰφή) -ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. γροφά IG 42.102.271 (IV a.C.)
I rel. actividades artísticas
1 pintura πρέπουσα τὼς ἐν γραφαῖς de la figura de Ifigenia destacando entre la multitud como si fuera una pintura A.A.242, cf. Hdt.2.73, de una pintura en la tapa de una caja IG l.c., como forma de expresión inferior y op. λόγος Pl.Plt.277c, μήτε ἄγαλμα μήτε γραφήν Arist.Pol.1336b15, como objeto de la τέχνη γραφική Aristid.Quint.105.31, τὴν ... στοὰν ... τῇ τῶν Ἀργοναυτῶν γραφῇ ἐπελάμπρυνε D.C.53.27.1, cf. 60.25.2, 69.16.3, POxy.473.8 (II d.C.), 1450.9 (III d.C.), Philostr.Im.2.5.1
fig. descripción de una región οἵη τίς ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη Hdt.4.36
ἡ Γραφή El cuadro tít. de una comedia de Alexis, Ath.605f.
2 representación gráfica de un cálculo ἐὰν ... αἱ τρεῖς γραφαὶ εἰς ἕνα ἀριθμὸν καταλήξωσιν Vett.Val.326.5.
3 bordado ἰδοῦ δ' ὕφασμα τοῦτο, ... θήρειον γραφήν A.Ch.232.
II rel. c. la escritura
1 acción de escribir, escritura op. λόγος: τὸ δ' εὐπρεπείας δὴ γραφῆς πέρι Pl.Phdr.274b, διὰ γραφῆς por escrito op. δι' ἔργου Phld.Cont.fr.53.14.
2 lo que está escrito, escrito γραφῆς ὁ πρῶτος ἦν μεσόμφαλος κύκλος descripción de la letra Θ en el nombre Θησεύς Agatho 4.1, Theodect.6.1
inscripción χαλκῆς ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν S.Tr.683, ὃ γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι Th.1.134, cf. Aen.Tact.31.7, IG 12(5).679 (Liros II a.C.), I.AI 15.417, ἡ γ. θεοῦ ἐστιν κεκολαμμένη ἐν ταῖς πλαξίν LXX Ex.32.17, cf. De.10.4, I.AI 3.101, (τρόπαιον) γραφὴν ἔχον ὅτι τῆς οἰκουμένης ἐστίν D.C.37.21.2, cf. 43.14.6.
3 texto escrito, carta ψευδεῖς γραφὰς ἔγραψε E.Hipp.1311, τάσδε πορθμεύσειν γραφάς E.IT 735, τοσαῦτα μὲν ἡ γ. ἐδήλου Th.1.128, D.C.58.10.2, cf. 76.3.3, τὸν δακτύλιον ... ᾧ ἐκεῖνος τὰς γραφὰς ἐπεσφράγιζε D.C.Epit.9.9.2
libro ἐν τῇ πρώτῃ γραφῇ εἴρηται Epicur.Fr.[36.24] 5, ἔλεγχος ἀκριβὴς ἔν τε γραφαῖς καὶ διατριβαῖς τῶν ... φιλοσόφων Phld.Ir.34.35, τι ... ἐς τήνδε τὴν γραφὴν σιγᾶν δέον κατατάττεται Aristid.Quint.108.2, cf. Epicur.Nat.28.13.6 (p.50), Phld.Cont.18.9, Vett.Val.210.10
pasaje de un texto μικρολογεῖται μάτην περὶ τῆς γραφῆς Str.1.2.25, ἢ βελτίονα νομιστέον τὴν τοιαύτην γραφήν Gal.15.430
copia escrita de una receta médica ὁ πιπράσκων τὴν γραφήν Gal.12.293.
4 en esp. la Escritura para designar el AT, Aristeas 155, 1Ep.Clem.34.6, 2Ep.Clem.6.8, 14.1, 2Ep.Petr.1.20, ἡ περιοχὴ τῆς γραφῆς Act.Ap.8.32, καθὼς γέγραπται ἐν τῇ γραφῇ PLond.981.4 (biz., cf. BL 8.183), παρὰ τῆς νέας καὶ ἀρχαιοτέρας Γραφῆς Cyr.Al.Inc.Unigen.678e, plu. ἱεραὶ γραφαί Ph.1.18, I.Ap.2.45, Eu.Matt.21.42, tb. ref. al NT μαρτύρια ... θείων Γραφῶν, τῆς τε λεγομένης Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῆς καλουμένης Καινῆς Origenes Princ.4.1, τῆς τοῦ Ἀποστόλου γραφῆς Gr.Nyss.Diff.Ess.6, cf. Clem.Al.Paed.1.13.103.
5 c. gen. relación escrita de, lista, censo, catálogo τῶν ὑπαρχόντων ἐν Φιλαδελφείᾳ ἁλιέων PSI 498.3 (III a.C.), cf. BGU 136.10 (II d.C.), ἱερῶν καὶ προφητῶν καὶ ἡμερῶν λειτουργικῶν PTeb.88.2 (II a.C.), ἑκάστου τῶν εἰς τὰς ταφὰς δαπανωμένων D.S.1.91, τὰς κατ' ἄνδρα γραφάς PTeb.27.7 (II a.C.).
III jur.
1 acta de acusación de ahí acusación pública criminal junto a δίκη, εὐθύναι, εἰσαγγελία X.Ath.3.2, Lys.16.12, D.18.249, Antipho 2.1.8, γραφήν τινα κατὰ τῆς βουλῆς ἐκθείς D.C.37.43.4, cf. Hsch.
c. gen. de culpa, con o sin prep. δειλίας γραφαί Aeschin.3.175, γραφαὶ ... περὶ τῶν εὐθυνῶν And.Myst.78, εἰσὶ δὲ καὶ γραφαὶ πρὸς αὐτοὺς (θεσμοθέται) ... ξενίας καὶ δωροξενίας Arist.Ath.59.3, cf. Poll.8.40, D.C.76.16.4, irón. φύσεως γραφαί Aeschin.3.175, παρανόμων γ. proceso contra los que proponían algo contrario a la ley Lycurg.7, cf. Arist.Ath.59.2
γραφὴν ἁλίσκεσθαι y gen. ser condenado por λιποταξίου γραφὴν ἑαλωκέναι D.21.105, Antipho 2.2.9, 2.3.6
γραφὴν φεύγεσθαι y gen. ser acusado de γραφὴν ὕβρεως καὶ δίκην κακηγορίας ἰδίαν φεύξεται D.21.32
c. un ac. de pers. γραφὴν διώκειν y gen. intentar un proceso contra, denunciar en acción pública Κηφισοφῶντα γραφὴν ἱερῶν χρημάτων ἐδίωκες D.19.293
γραφὴν o γραφὰς γράφεσθαι denunciar γραφὴν σέ τις ... γέγραπται Pl.Euthphr.2b, cf. Lg.929e, συκοφαντῶν γραφάς με ἐγράψατο Lys.1.44, cf. 1.67
γραφὴν εἰσέρχεσθαι comparecer en una causa, en un proceso como acusador o como acusado τὸ ψήφισμα καθ' ὃ εἰσῆλθον τὴν γραφήν D.18.105
γραφὴν κατασκευάζειν o παρασκευάζειν y gen. preparar una demanda por λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν κατ' ἐμοῦ D.21.103, βίας ... γραφὴν τῷ Κατιλίνᾳ παρεσκεύασε D.C.37.31.3
γραφὴν ἀποφέρειν presentar una acusación Aeschin.3.217, γραφὰς κατ' αὐτοῦ πολλὰς ἀπήνεγκαν D.C.53.23.6, cf. 39.18.1
περὶ τῆς γραφῆς ... ἀπολογήσασθαι defenderse de una acusación D.18.53
τὰς γραφὰς ... καταλύειν retirar las acusaciones D.C.66.9.1
γραφὰς κατ' ἐμοῦ διδόναι entablar acciones públicas contra mí Is.11.28
γραφὴν προσδέχεσθαι provocar una demanda D.C.57.9.2.
2 de textos con valor normativo o jur. ley, norma escrita χρὴ ... καθάπερ ζωγράφων ὑπογράφειν ἔργα ἑπόμενα τῇ γραφῇ Pl.Lg.934c, πολειτευόμενος διὰ τῆς γραφῆς Diog.Oen.3.1.6, γραφαὶ περὶ συμμαχίας tratados de alianza Arist.Pol.1280a40, αἱ γραφαὶ τῶν δικῶν actas judiciales Arist.Pol.1321b36
ψευδεῖς γραφαί documentos falsos D.18.55
copia de la sentencia, IG 12(2).526d.8 (Ereso IV a.C.)
contrato κατὰ τὴν γραφήν PAmh.43.13 (II a.C.), cf. PPetr.2.13.1.4 (III a.C.).
3 archivo, IG 11(2).203b.101 (Delos III a.C.).

English (Strong)

from γράφω; a document, i.e. holy Writ (or its contents or a statement in it): scripture.

English (Thayer)

γραφῆς, ἡ (γράφω, cf. γλυφή and γλύφω);
a. a writing, thing written (from Sophocles down): πᾶσα γραφή every scripture namely, of the O. T., γραφαί ἅγιαι, holy scriptures, the sacred books (of the O. T.), προφητικαι, αἱ γραφαί τῶν προφητῶν, ἡ γραφή, the Scripture κατ' ἐξοχήν, the holy scripture (of the O. T.) — and used to denote either the book itself, or its contents (some would restrict the singular γραφή always to a particular passage; see Lightfoot on αἱ γραφαί: αἱ γραφαί comprehends also the books of the N. T. already begun to be collected into a canon, ἡ γραφή is used for God speaking in it: ἡ γραφή is introduced as a person and distinguished from God in εἰδέναι τάς γραφάς, συνιέναι, a certain portion or section of holy Scripture: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Scripture.)

Greek Monolingual

η (AM γραφή)
1. παράσταση του λόγου με γραπτά σημεία πάνω σε χαρτί, ξύλο, πέτρα κ.λπ.
2. το να γράφει κανείς, το γράψιμο
3. αυτό που έχει γραφτεί, το γραπτό
4. σύγγραμμα, συγγραφή
5. επιστολή, γράμμα
6. η Γραφή (και πληθ.), οι Γραφές, αἱ Γραφαί
το σύνολο τών βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης
7. η μορφή, ο τύπος με τον οποίο παραδίδεται μια λέξη ή ένα χωρίο στη γραπτή παράδοση τών κειμένων
νεοελλ.
1. ο γραφικός χαρακτήρας
2. διαθήκη
αρχ.-μσν.
1. αρχείο
2. επίσημο έγγραφο
αρχ.
1. σχεδιαγράφηση
2. ιχνογράφηση
3. πίνακας ζωγραφικής
4. νόμος
5. επιγραφή
6. έγγραφη καταγγελία για αδίκημα κατά της πολιτείας
7. ποινική δίωξη
8. τιμολόγιο
9. ανάγνωση χειρογράφου
10. φρ. α) «γραφὴν εἰσέρχομαι» — εμφανίζομαι στο δικαστήριο ως κατήγορος ή ως κατηγορούμενος
β) «ψευδεῑς γραφαί» — πλαστά έγγραφα
γ) «κατὰ γραφήν» — προφίλ
δ) «γραφὴ φαρμάκου» — ιατρική συνταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω.
ΠΑΡ. γραφέας (AM -εύς), γραφίδα (AM -ίς), γραφικός
νεοελλ.
γραφιστική, γραφτίκια.
ΣΥΝΘ. αρχ. ισογραφή, λοιπογραφή
μσν.
γραφοφόρος
νεοελλ.
γραφοαναγνωστική, γραφογνώμονας, γραφογνώστης, γραφογνωστική, γραφοθεραπεία, γραφοκινητικός, γραφολεκτική, γραφολογία, γραφομαντεία, γραφομετρία, γραφόμετρο, γραφοσκόπιο, γραφοτεχνία].

Greek Monotonic

γρᾰφή: ἡ (γράφω), η (ανα)παράσταση μέσω της μεθόδου των γραμμών·
I. 1. ιχνογράφηση ή σχεδιασμός, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη ζωγραφική, στον ίδ., σε Πλάτ.
2. σχέδιο, ζωγραφιά, εικόνα· ὅσονγραφῇ, μόνο σε μια εικόνα, σε Ηρόδ.· πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς, σε Αισχύλ.
II. 1. γράψιμο, τέχνη της γραφής, σε Πλάτ.
2. σύγγραμμα, σε Σοφ.· επιστολή, σε Θουκ.· ομοίως στον πληθ., όπως το γράμματα, σε Ευρ.· ψευδεῖς γραφαί, στρεβλές δηλώσεις, ψευδή έγγραφα, στον ίδ.
III. (γράφομαι) ως Αττ. δικανικός όρος, παραπεμπτικό βούλευμα, έγγραφη κατηγορία σε μια δημόσια δίκη, αυτεπάγγελτη από την πολιτεία κατά εγκληματιών δίωξη, αντίθ. προς το δίκη (που σημαίνει την ιδιωτική καταγγελία), σε Πλάτ. κ.λπ.