άργυρος

From LSJ
Revision as of 22:02, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἄργυρος)
λευκό πολύτιμο μέταλλο, ασήμι
αρχ.
1. αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα
2. «ἄργυρος χυτός» — υδράργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. άργυρος έχει άμεση αντιστοιχία με το μεσσαπικό argorian και argora -pandes. Προέρχεται από αρχικό θέμα αργ- (πρβλ. αργός Ι) παρεκτεταμένο με το φωνήεν υ- (u-), το οποίο παρατηρείται και σε άλλους τ. (πρβλ. άργυφος, αρχ. ινδ. arjuna - «άσπρος, φωτεινός», λατ. argūtus «οξύς», ενώ άλλες γλώσσες έχουν γι' αυτό θέμα σε -nt (πρβλ. λατ. argentum «άργυρος, αργύριον», κελτικό -γαλατικό arganto, στον τ. Argantomagus) αβεστ. әrәzatam, σανσκρ. rajatam και πιθ. αρμ. arcat «σίδερο». Αρχικά δεν χαρακτήριζε το χρήμα αλλά το φωτεινό λευκό μέταλλο σε διάφορες γλώσσες, ενώ η Γερμανική, Βαλτική και Σλαβική δανείστηκαν άλλη λέξη, άγνωστο όμως από πού (γερμ. Silber, λιθ. sidābras, αρχ. σλαβ. sbrebro). Η μορφολογική αυτή ποικιλία του τ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η χρήση του αργύρου στους Ινδοευρωπαίους ήταν προφανώς γνωστή, όχι όμως ακόμη βασική. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημ. «ασήμι», ενώ άπαξ μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή για να χαρακτηρίσει τροχούς. Η χρήση της σπανίζει ως χαρακτηρισμός του ασημένιου νομίσματος. Ο τ. είναι αρσενικού γένους, πράγμα που συνηθίζεται στην Ελληνική για τα ονόματα των μετάλλων.
ΠΑΡ. αργύριο(ν), αργυρίτις, η κ. αργυρίτης (ο), αργυρός (-ούς), αργυρώδης, αργυρώνω (-όω, ώ)
αρχ.
αργύρειος, αργύρεος, αργυρεύω, αργυρίς
αρχ.-μσν.
αργυρίζω
νεοελλ.
αργυρένιος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αργυρ(ο)-: αργυραμοιβός, αργυρομιγής, αργυροφεγγής, αργυροχόος, αργυρώνητος, αργυρωρυχείο, αργυρόθρονος, αργυρολόγος
αρχ.
αργυράγχη, αργυράσπιδες, αργυρένδετος, αργυρήλατος, αργυρογνώμων, αργυροδέκτης, αργυροδίνης, αργυρόδουλος, αργυροειδής, αργυρόηλος, αργυροκόπος, αργυρόκυκλος, αργυρόπεζα, αργυρόπους, αργυρόρριζος, αργυρόρρυτος, αργυροστερής, αργυροταμίας, αργυρότευκτος, αργυρότοιχος, αργυρότοξος, αργυροτρώκτης, αργυροφάλαρος, αργυροχάλινος
αρχ.-μσν.
αργυρολαμπής, αργυροπράτης
μσν.
αργυρόβιος, αργυρολίβανος, αργυροσάλπιγξ, αργυρόχροος
μσν.- νεοελλ.
αργυροκέντητος, αργυρόχρυσος
νεοελλ.
αργυρογλυπτική, αργυρόηχος, αργυροποίκιλτος, αργυροΰφαντος, αργυρούχος
(β' συνθετικό) -άργυρος: ανάργυρος, επάργυρος, κατάργυρος, φιλάργυρος, λιθάργυρος, ψευδάργυρος, υδράργυρος, χρυσάργυρος, ολ(ο)άργυρος
αρχ.
ισάργυρος, πανάργυρος, πολυάργυρος, περιάργυρος, λαβάργυρος
αρχ.-μσν.
υπάργυρος].