πατριά

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατριά Medium diacritics: πατριά Low diacritics: πατριά Capitals: ΠΑΤΡΙΑ
Transliteration A: patriá Transliteration B: patria Transliteration C: patria Beta Code: patria/

English (LSJ)

Ion. πατρ-ιή, ἡ, (πατήρ)

   A lineage, descent, esp. by the father's side, ἐγενεηλόγησε τὴν π. τὴν Κύρου Hdt.3.75, cf. 2.143, Ev.Luc.2.4.    II = πάτρα 11.2, clan, Hdt.1.200, Michel195.1 (Elis, V B.C.), 995A 26 (Delph., V B.C.).    2 family, LXXEx.12.3, al., Ep.Eph.3.15.    III in pl., = patrum officia, Cod.Just.1.5.14.

German (Pape)

[Seite 535] ἡ, Abkunft, Abstammung, Geschlecht, bes. von väterlicher Seite, Her. 2, 143. 3, 75, der dafür 2, 146 γένεσις braucht. – Geschlecht, Stamm, Familie, Sp., bes. LXX. u. N. T. – Auch eine auf alter Familienverbindung beruhende Abtheilung im Volke, Kaste, Volksstamm, Her. 1, 200. Vgl. πάτρα und φρατρία.

Greek (Liddell-Scott)

πατριά: Ἰων. -ιή, ή, (πατὴρ) γενεά, καταγωγή, μάλιστα πρὸς πατρός, ἐγενεηλόγησε τὴν π. τοῦ Κύρου Ἡρόδ. 3. 75, πρβλ. 2. 143, (ἐν 2. 146, μεταχειρίζεται ἀντ’ αὐτοῦ τὸ γένεσις), Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 4. ΙΙ. = πάτρα ΙΙ, Ἡρόδ. 1. 200· οἰκογένεια, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 3, κ. ἀλλ.), Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 descendance, lignée, particul. du côté paternel;
2 tribu, caste.
Étymologie: πατήρ.

English (Strong)

as if feminine of a derivative of πατήρ; paternal descent, i.e. (concretely) a group of families or a whole race (nation): family, kindred, lineage.

English (Thayer)

πατριᾶς, ἡ (from πατήρ);
1. lineage running back to some progenitor, ancestry: Herodotus 2,143; 3,75.
2. a race or tribe, i. e. a group of families, all those who in a given people lay claim to a common origin: εἰσί ἀυτεων (Βαβυλωνίων) πατριαί τρεῖς, Herodotus 1,200. The Israelites were distributed into (twelve) מַטּות, φυλαί, tribes, descended from the twelve sons of Jacob; these were divided into מִשְׁפָחות, πατριαί, deriving their descent from the several sons of Jacob's sons; and these in turn were divided into הָאָבות בֵּית, οἶκοι, houses (or families); cf. Gesenius, Thesaurus, i., p. 193; iii., p. 1463; Winer's RWB under the word Stämme; (Keil, Archaeol. § 140); hence, ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαυίδ, i. e. belonging not only to the same 'house' (πατριά) as David, but to the very 'family' of David, descended from David himself, αὗται αἱ πατριαί τῶν υἱῶν Συμεών, ὁ ἀνήρ αὐτῆς Μανασσης τῆς φυλῆς αὐτῆς καί τῆς πατριᾶς αὐτῆς, τῶν φυλῶν κατά πατριᾶς αὐτῶν, οἶκοι πατριῶν, Josephus, Antiquities 6,4, 1; 7,14, 7; 11,3, 10).
3. family in a wider sense, equivalent to nation, people: πᾶσα πατριά ἐν οὐρανοῖς (i. e. every order of angels) καί ἐπί γῆς, Ephesians 3:15.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. και πατριή Α
το σύνολο τών προγόνων, το γενεαλογικό δέντρο ειδικά από την πατριαρχική πλευρά, η γενιά από πατέρα («διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἶκου καὶ πατριᾱς Δαυΐδ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μορφή πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης σε πολλούς λαούς, που αποτελεί εξωγαμική κοινωνική ομάδα τα μέλη της οποίας συνδέονται με δεσμούς πατρογραμμικής καταγωγής, μορφή που αποτέλεσε τη βάση της κοινωνικής οργάνωσης στις πρώτες κοινωνίες
2. όμοιο σύνολο ατόμων όπως το παραπάνω, αλλά χωρίς το χαρακτηριστικό της υποχρεωτικής εξωγαμίας, όπως είναι τα σκωτικά κλαν, που τα μέλη τους συνδέονται με δεσμούς μητρογραμμικής καταγωγής
μσν.
στον πληθ. αἱ πατριαί
οι πατρικές εξουσίες
αρχ.
1. το σύνολο τών καταγόμενων από τον ίδιο πρόγονο, το γένος, η φάρα («εἰσὶ δὲ αὐτῶν [Βαβυλωνίων] πατριαὶ τρεῑς», Ηρόδ.)
2. οικογένεια, οίκος, σπίτι, φαμίλια («λαβέτωσαν ἕκαστος πρόβατον κατ' οἴκους πατριῶν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + κατάλ. -ιά (πρβλ. τροχ-ιά)].

Greek Monotonic

πατριά: Ιων. -ιή, ἡ (πατήρ
I. καταγωγή, σόι από την πλευρά του πατέρα, σε Ηρόδ.
II. = πάτρα II. γενιά, οικογένεια, σόι, στον ίδ., σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατριά -ᾶς, ἡ, Ion. πατριή [πατήρ] afkomst. stam.

Russian (Dvoretsky)

πατριά: ион. πατριή
1) происхождение по отцовской линии (ἡ π. ἡ Κύρου Her.);
2) племенная ветвь, род Her., NT.

Middle Liddell

πατριά, ιονιξ -ιή, ἡ, πατήρ
I. lineage, pedigree, by the father's side, Hdt.
II. = πάτρα II, a clan, house, family, Hdt., NTest.

Chinese

原文音譯:patri£ 爬特披阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:父親(之事)
字義溯源:父系血統,父族,宗族,血統,族,家族,民族;源自(προπάτωρ / πατήρ)*=父親)
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);弗(1)
譯字彙編
1) 家族(1) 弗3:15;
2) 族(1) 徒3:25;
3) 一族(1) 路2:4