πας

From LSJ
Revision as of 18:54, 29 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

(I)
πάσα, παν / πᾶς, πᾶσα, πᾶν, αιολ. τ. αρσ. παῖς, θηλ. παῖσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ
(αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί
γ) (αιτ.) πάντα, πᾶσαν, πᾶν, αρσ. και πᾶν
2. στον πληθ. α) (ονομ.) πάντες, πᾶσαι, πάντα
β) γεν. πάντων, πασῶν, πάντων, επικ. και ιων. τ. θηλ. πασέων, επικ. τ. θηλ. και πασάων
γ) δοτ. πᾶσι, πάσαις, πᾶσι, επικ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσσι, λοκρ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσι(ν) και πάντοις
δ) (αιτ.) πάντας, πάσας, πάντα
II. ΣΗΜ.: 1. όλος, ολόκληρος, σύμπας, ακέραιος (α. «θα σού πω την πάσαν αλήθεια» β. «τὴν φάτνην τῶν ἵππων ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν», Ηρόδ.)
2. (επιτατ.) όσο το δυνατόν περισσότερος, μεγαλύτερος ή ισχυρότερος (α. «θα έλθω πάση θυσία» β. «μετὰ πάσης ἀδείας ἀσφαλῶς ἐν εὐδαιμονία τὰς ἑαυτῶν ᾤκουν πατρίδας», Δημοσθ.)
3. (επιμεριστικώς) καθένας, έκαστος (α. «κατά παν τέταρτον έτος» β. «φιλεῖ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾶς ὁρᾶν», Σοφ.)
4. (με αορστ. σημ.) οποιοσδήποτε (α. «πᾶς μὴ Ἕλλην βάρβαρος», παροιμ. φρ.
β. «οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον», παροιμ. φρ.)
5. στον πληθ. η ολότητα, το σύνολο (α. «δεν είναι πάντες ευσυνείδητοι» β. «τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσι βροτοῖς», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πάντες
όλοι οι άνθρωποι, το πλήθος
7. το ουδ. ως ουσ. το παν
α) το όλον, η ολότητα, το σύνολο («η αρχή είναι το ήμισυ του παντός»)
β) το σύμπαν, η πλάση, ο κόσμος («ο ποιητής του παντός» — ο Θεός)
8. (το ουδ. στον πληθ. με επιρρμ. χρήση) τα πάντα
α) με κάθε τρόπο, από οποιαδήποτε άποψη («ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος», Θεόκρ.)
β) ολοσχερώς
9. φρ. α) «διά παντός» — για πάντα, παντοτινά
β) «διά πασών» — βλ. διαπασών
νεοελλ.
1. (το θηλ. ως επιμεριστική αντων. για όλα τα γένη) κάθε («ξετελειωμένος βασιλιάς πλι' άξιος σε πάσα τρόπο», Ερωτόκρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κυριότερο σημείο, η ουσία πράγματος ή θέματος («το παν σε έκτακτες περιστάσεις είναι η ψυχραιμία»)
3. φρ. α) «μια για πάντα» ή «άπαξ διά παντός» — για μια και μοναδική φορά
β) «κατά πάντα» — από οποιαδήποτε άποψη
γ) «εν παντί» — σε οποιαδήποτε περίσταση
δ) «προ παντός» και «προ πάντων» ή «προπαντός» και «προπάντων» — κατά πρώτο λόγο, πρωτίστως, κυρίως
ε) «επί πάσι(ν)» — εκτός από όλα τα άλλα, επί πλέον, επιπροσθέτως
στ) «τέλος πάντων» ή «τελοσπάντων»
i) επιτέλους («θα σταματήσεις τελοσπάντων να μέ ενοχλείς;») ii) (ως κατακλείδα ομιλίας) λοιπόν
(νεοελλ.-μνσ.) φρ. «οι Άγιοι Πάντες» — το σύνολο των γνωστών και άγνωστων άγιων ανδρών
αρχ.
1. ο κάθε είδους, παντοειδής («πρὸς οἶκον ἦλθε πᾶσαν εὔκλειαν φέρων», Σοφ.)
2. σε συνεκφορά με αριθμτ. σημαίνει τον ακριβή αριθμό («δέκα πάντα τάλαντα», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) πάντα
όλα ανεξαιρέτως τα συμβαίνοντα
4. φρ. α) «πᾶς τις» — καθένας ιδιαιτέρως
β) «δοκεῖ πάσαις [ταῖς ψήφοις]» — αποφασίζεται παμψηφεί
γ) «παντὸς μᾶλλον» — απολύτως, αναγκαίως
δ) «περὶ παντὸς ποιοῦμαι» — εκτιμώ περισσότερο από κάθε άλλο
ε) «οὐ πᾶς» — ουδείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πᾶς (< πắντ-ς με αντέκταση), πᾶσα (< πắνσα < πắνσσα < πắντyα), πᾶν (που, παρ' ότι βραχύ, πρβλ. αιολ. / δωρ. πάν, στην ιων. αττ. μακρύνθηκε αναλογικά προς το αρσενικό) συνδέεται πιθ. με τα τοχαρ Α' puk και το
χαρ. Β' pο, πληθ. ponta. Η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή των τ.: pate = πάντες, pasa = πᾶσα και pasi αποκλείουν την αναγωγή του επιθ. σε ρίζα με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και επομένως τη σύνδεση του με το ρ. πάομαι «κατέχω, είμαι κύριος» ή με το λατ. quantus «πόσος, οπόσος». Κατ' άλλους, τέλος, το επίθ. πᾶς συνδέεται με το επίρρ. πυξ «με γροθιά» και το αριθμητικό πέντε (πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. fust «γροθιά», χεττιτ. τ. panku «πας»), βλ. λ. πυξ. Το επιθ. πᾶς, πᾶσα, πᾶν εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. της Ελληνικής με τις μορφές: α) παν- (και παγ- και παμ-) από το ουδ. παν (βλ. λ. παν-)
β) παντ(ο)- < θ. της γεν. πᾶς, παντός (βλ. λ. παντο-)
και γ) πασι- < θ. της δοτ. πληθ. πᾶσι (πρβλ. πασί-γνωστος, πασί-δηλος, πασι-φανής). Για τη σημασιολογική συνάφεια μεταξύ των πᾶς και ὅλος βλ. λ. όλος.
ΠΑΡ. πανταχόθεν, πανταχού, πάντη, πάντοθεν, παντοίος, πάντως, πάνυ
αρχ.
πανταχή, πανταχοί, πανταχόσε, πανταχώς, πάντοθι, πάντοσε, παντότης
αρχ.-μσν.
πανταχόθι
μσν.- νεοελλ.
πάντα (Ι).
ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με α' συνθετικό πᾶς βλ. λ. παν- και παντο-). (Β' συνθετικό) απαξάπας, άπας, σύμπας
αρχ.
ανάπας, έμπας, επίπας, πάμπαν, πρόπας, συνάπας.