αἰχμάλωτος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον,
A taken by the spear, captive, prisoner, Pi.Fr.223, Hdt.6.79, 134; freq. of women, A.Ag.1440, S.Tr.417:— αἰχμάλωτοι = prisoners of war, And.4.22, Th.3.70; αἰχμάλωτον λαμβάνειν, αἰχμάλωτον ἄγειν = take prisoner, X.Cyr.3.1.37, 4.4.1; αἰχμάλωτον γίγνεσθαι = to be taken prisoner, ib.3.1.7; of things, αἰ. χρήματα A.Eu.400, cf. Ag.334, D.19.139; νῆες X.HG 2.3.8, IG2.789; τὰ αἰχμάλωτον = booty, X.HG4.1.26, An.4.1.13; αἰχμάλωτον, τό, = ἀνδράποδον, D.S.13.57.
II = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμάλωτος = such as awaits a captive, Hdt.9.76; εὐνά A.Th.364 (lyr.); τύχη D.S.27.6, Lib.Or.59.157.
III αἰχμάλωτος, ὁ, name of plasters, Aët. 15.20.
Spanish (DGE)
-ον
I 1conquistado militarmente, capturado al enemigo, de cosas, ciu., etc. ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασιν A.A.334, χρήματα A.Eu.400, ὅπλα E.Heracl.695, cf. D.19.139, νῆες X.HG 2.3.8, cf. Plb.1.28.7, D.C.51.1.2, πλοῖα Plb.1.61.8, πηδάλια IG 22.1607.17, cf. 1610.23 (ambas IV d.C.), χώρα Plu.Pomp.31, μηχανήματα D.C.68.9.3
•subst. τὰ αἰχμάλωτα botín X.HG 4.1.26, 4.6.6.
2 de pers. prisionero, cautivo Hdt.6.79, A.Fr.47a.1.13, And.4.22, φυγάδες Plb.21.32c.3, cf. PLille 3.66 (II a.C.), PPetr.2.29e.1 (III a.C.), φρούρια D.C.Epit.71.10, αὐτὸν αἰχμάλωτον εἵλομεν E.Heracl.962, νομίζειν εἰλῆφθαι ταύτην αἰχμάλωτον X.Cyr.3.1.37, ἄγειν X.Cyr.4.4.1, αἰχμάλωτον γίγνεσθαι X.Cyr.3.1.7, IG 22.657.20 (III a.C.), ICr.2.5.19.6 (Axo II a.C.), τοὺς ἐχθροὺς αἰχμαλώτους κεχειρωμένους Pl.Lg.919a, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ... κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν LXX Is.61.1 (= Eu.Luc.4.18, Ep.Barn.1.4.9)
•subst. ἡ αἰ. la cautiva, la esclava ἥ τ' αἰχμάλωτος ἥδε A.A.1440, cf. S.Tr.417, E.Andr.908, Men.Mis.A37
•subst. τὸ αἰ. esclavo D.S.13.57.
3 del cautivo, propio de prisionero δουλοσύνη Hdt.9.76, εὐνὰν αἰχμάλωτον A.Th.364, τύχη D.S.27.6, Lib.Or.59.157.
II desterrado c. gen. παραδείσου de Judas, Eus.Alex.Serm.M.86.533A.
III ἡ αἰ. cierto enyesado Aët.15.20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pris à la guerre (litt. à la pointe de la lance) ; subst. οἱ αἰχμάλωτοι les prisonniers de guerre ; subst. τὸ αἰχμάλωτον le butin de guerre;
2 qui concerne un prisonnier de guerre ; αἰχμάλωτος εὐνή ESCHL couche d'une captive.
Étymologie: αἰχμή, ἁλίσκομαι.
German (Pape)
speer-, d.i. kriegsgefangen, ἡ, Aesch. Ag. 1415; οἴκημα 325; χρήματα Eum. 378; εὐνή, das Lager der Sklavin, Spt. 346; ἡ αἰχμ. Soph. Tr. 416; Eur. Troad. 35; in Prosa, Her. 9.76; Xen. An. 4.1.13, und sonst, bes. von Menschen; von Schiffen, Hell. 2.3.8; πόλεις Plut. Pomp. 24; χώρα, im Krieg erobert, 31; Brut. 6.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμάλωτος: (ᾰλ)
1 добытый в бою, т. е. взятый в плен (ἀνήρ Her.; ἡ Λάκαινα Ἑλένη Eur.);
2 захваченный в бою или на войне (χρήματα Aesch.; νῆες Xen.; πόλεις, χώρα Plut.);
3 сопряженный с пленением (δουλοσύνη Her.; εὐνή Aesch.).
II ὁ и ἡ пленник, пленника Aesch., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμάλωτος: -ον, ὁ τῇ αἰχμῇ ἁλούς, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ, ὁ ἀπαχθεὶς ὡς δοῦλος, Ἡρόδ. 6. 79, 134· ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, ὡς περὶ Κασσάνδρας καὶ Ἰόλης, Αἰσχ. Ἀγ. 1440, Σοφ. Τρ. 417· πρβλ. δοριάλωτος: - αἰχμάλωτοι, οἱ ἐν πολέμῳ συλληφθέντες, Ἀνδοκ. 32. 7, Θουκ. 3. 70· αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνειν αἰχμάλ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37., 4. 4, 1· αἰχμάλωτον γίγνεσθαι, συλλαμβάνεσθαι, αὐτόθι 3. 1, 7· ἐπὶ πραγμάτων, αἰχμ. χρήματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 400· πρβλ. Ἀγ. 334, Δημ. 384. 13· νέες Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὰ αἰχμάλωτα, ἡ λεία, τὰ λάφυρα, αὐτόθι 4. 1, 26, Ἀνάβ. 5. 9, 4. ΙΙ. = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμ., δουλεία οἵα ἀναμένει τὸν αἰχμάλωτον, Ἡρόδ. 9. 76· εὐνή, Αἰσχύλ. Θ. 364.
English (Abbott-Smith)
αἰχμάλωτος, -ον (< αἰχμή, a spear, ἁλίσκομαι, to be taken), [in LXX chiefly for שָׁבָה, גּוֹלָה;]
captive: Lk 4:18 (LXX). †
English (Strong)
from aichme (a spear) and a derivative of the same as ἅλωσις; properly, a prisoner of war, i.e. (genitive case) a captive: captive.
English (Thayer)
(from αἰχμή, a spear and ἁλωτός, verbal adjective from ἁλῶναι, properly, taken by the spear) (from Aeschylus down), captive: Luke 4:18 (19).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α αἰχμάλωτος, -ον)
(στα αρχ. επίθετο, στα νεοελλ. με ουσιαστική κυρίως χρήση) αυτός που συλλαμβάνεται σε μάχη ή που μόνος του παραδίνεται στον εχθρό
(νεοελλ.-μσν.) δούλος, σκλάβος
νεοελλ.
ο χωρίς αυτοβουλία, εξαρτημένος, υποτελής, υποχείριος, δέσμιος
αρχ.
1. λέγεται και για πράγματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ αἰχμάλωτα, λεία, λάφυρα
3. αἰχμαλωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + ἁλωτὸς < ἁλίσκομαι (βλ. λ. αιχμή).
ΠΑΡ. αἰχμαλῶ, αἰχμαλωσία, αἰχμαλωτίζω
αρχ.
αἰχμαλωτικός, αἰχμαλωτεύω.
Greek Monotonic
αἰχμάλωτος: [ᾰ]-ον
I. αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του δόρατος, αυτός που έχει συλληφθεί αιχμάλωτος σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως δούλος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· αἰχμάλωτον γίγνεσθαι, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· τὰ αἰχμάλωτα, λάφυρα, λεία, στον ίδ.
II. = αἰχμαλωτικός· δουλοσύνη αἰχμάλωτος, αιχμαλωσία, δουλεία, τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
I. taken by the spear, captive to one's spear, taken prisoner, Hdt., etc.; αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν to take prisoner, Xen.; αἰχμάλωτον γίγνεσθαι to be taken, Xen.; τὰ αἰχμάλωτα booty, Xen.
II. = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμ. such as awaits a captive, Hdt., Aesch.
Chinese
原文音譯:a„cm£lwtoj 挨喊-阿羅拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:槍矛-擄獲的
字義溯源:被俘擄,戰爭俘虜,被擄的;由(αἰχμάλωτος)X*=槍,矛)與(ἅλωσις)=擄獲)組成;而 (ἅλωσις)出自(αἱρέομαι)*=取為己有,挑選)。這字的原意:被槍矛所擄獲的,意即:戰爭俘擄,這就是( 路4:18)的譯字。參讀 (αἰχμαλωτίζω)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 被擄的(1) 路4:18
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού πιάστηκε στή μάχη). Σύνθετη λέξη ἀπό τό αἰχμή + ἁλωτός (τοῦ ἁλίσκομαι).