ἀραιός

From LSJ
Revision as of 14:22, 10 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ραιός Medium diacritics: ἀραιός Low diacritics: αραιός Capitals: ΑΡΑΙΟΣ
Transliteration A: araiós Transliteration B: araios Transliteration C: araios Beta Code: a)raio/s

English (LSJ)

[ᾰ], ἀραιά, ἀραιόν, (ἁρ- Hdn.Gr.2.108, v.l. in Il.18.411, al.)
A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161; γαστήρ Nic.Th. 133; narrow, εἴσοδος Od.10.90; of ships, Hes.Op.809; φάλαγγες ἀραιαί, opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol.1335b13.
II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 (Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr.880a38; freq. in Hp., as VM22; δέρμα Aph.5.71; ὀστέον Art.33; εἴρια Mul.1.1; ὁμίχλη . . νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu.394a21, cf. Mete. 364b25 (Comp.); σπόγγοι D.S.3.14.
b φλύκταιναι ἀραιαί empty blisters, Nic.Th.240 (v. Sch.ad loc.), cf. Theoc.12.24.
2 in Tactics, in open order, opp. πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.
III intermittent, πνεῦμα Hp.Epid.1.26.ά, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv. ἀραιῶς Hp.Nat.Puer.24; of the pulse, Gal.9.444,al.
IV scanty, few and far between, τρίχες Arist.Col.797b27; ἀκτῖνες ib.791a27; φωναί Id.Aud.803b28; ὀδόντες Poll.2.94, etc.
V ἀραιά (sc. γαστήρ), ἡ, flank, belly, Ruf.Onom.171.
VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.)

Spanish (DGE)

ἀραιά, ἀραιόν
• Alolema(s): ἁραιός Hdn.Gr.2.168, Plot.2.4.8
• Morfología: [jón. ép. fem. -ή Il.5.425, Hp.Acut.(Sp.) 9, Ruf.Onom.171, Hsch.; ac. graf. ἀρεάν AP 7.200 (Nic.); ép. fem. dat. plu. -ῇσιν Il.16.161]
I 1delgado, fino, endeble de miembros y partes del cuerpo ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί de Hefesto Il.18.411, 20.37, χεῖρα ἀραιήν la mano delicada de Afrodita Il.5.425, cf. Pi.Fr.52n(b).4, AP l.c., γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν con las lenguas afiladas de los lobos Il.16.161, ῥίς Theoc.12.24, ἶναι A.R.3.762, οὐρή Nic.Th.336, cf. 557, Al.470, ἀραιὴ γαστήρ el intestino delgado Hsch.
2 delgado, estrecho νῆες Hes.Op.809, cf. Poll.1.121, árboles, plantas ἀραιῇσι δρυσί con arbolillos delgados, h.Merc.349, ἀραιὰς ποιῶν τὰς ῥαφανῖδας adelgazando los rábanos e.d. rallándolos para hacer un potaje, Luc.Lex.5.
3 de accidentes geográficos estrecho, pequeño εἴσοδος Od.10.90, νῆσος de Delos, Call.Del.191.
4 tenue, débil de la luz φῶς Placit.2.28.1, Arist.Col.791a19, del sonido φωνά Theoc.13.59
de un manto delgado, ligero Aret.SD 2.6.7.
5 de pers. humilde, pobre Aq.Ps.81.3, Pr.10.15.
II cien.
1 fís. poco denso, raro del fuego, Parm.B 8.57, τὴν λίθον ... ἀραιοτέραν τοῦ σιδήρου Alex.Aphr.Quaest.73.18 (= Diog.Apoll.A 33), εἴδεα Hp.Salubr.7, de nubes, niebla ὀμίχλη ... νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu.394a21, cf. Mete.364b25, Nonn.D.2.503, πέρας Epicur.Ep.[3] 88.6, cf. Fr.[24.27] 5, Arist.Aud.802a13, (ὕλη) Plot.2.4.8, χωρία Plu.2.650d, ἀ. τροφή alimento poco substancioso Arist.Pol.1335b13
subst. τὸ ἀραιόν (frec. op. τὸ πυκνόν) lo poco denso, lo raro τὸ δ' ἀ. ... θερμόν Anaximen.B 1, cf. Meliss.B.7.8, Anaxag.B 12, 15, Emp.B 104, Ocell.25, 26, Plot.6.1.11.
2 medic., anat. de tejido poroso o esponjoso frec. blando δέρματα Hp.Aph.5.71, (σχήματα) σπογγοειδέα τε καὶ ἀραιά de ciertos órganos, Hp.VM 22, ὀστέον Hp.Art.33, cf. Arist.HA 491b1, σώματα Arist.Pr.867a15, 870b34, γαστήρ Nic.Th.133, cf. Opp.H.2.522
ἀραιοῦ αὐλῶνος blando acueducto fig. del cuerpo humano, para explicar el riego sanguíneo, Longin.32.5 (paráfr. de Pl.Ti.79a), σπόγγοι D.S.3.14
subst. ἡ ἀραιή el vientre Ruf.Onom.171
τὸ ἀραιόν el tejido poroso o blando Aret.SD 2.10.1.
III en cuanto al número o frecuencia
1 ralo, escaso τρίχες Arist.Col.797b27, Luc.DMeretr.1.2, hierba como pasto, Babr.128.7, ἀκτῖνες escasos rayos Arist.Col.791a27, ὀδόντες Poll.2.94.
2 esp. milit. en formación o frente amplio o extendido φάλαγγες X.Lac.11.6, cf. Ascl.Tact.4.1, Plu.Crass.23, de bases estratégicas, Polyaen.2.2.9.
3 gener. extendido, espaciado φλύκταιναι Nic.Th.240, μώλωπες Plu.2.564d
abierto, holgado πόροι Arist.Pr.870b37, cf. Plu.2.51a
de cosas pares entreabierto ἀραιοῖσι[ν] βλεφάροισιν con los párpados entreabiertos Q.S.5.661.
4 según la frecuencia raro, infrecuente, espaciado esp. medic. πνεῦμα Hp.Epid.1.26.1, 2, ἆσθμα, βήξ Aret.SD 1.11.5, cf. D.C.66.21.4, σφυγμός Gal.9.444
en gener. (φωναί) Arist.Aud.803b28, cf. Aristid.Quint.11.22
neutr. como adv. ἀραιότερον menos frecuentemente Hp.Art.80.
IV adv. ἀραιῶς
1 en el espacio abierto, desplegado ἀραιῶς ἐπικειμένη de una puerta entreabierta Iambl.Fr.24
aquí y allí Callinic.Mon.V.Hyp.1.4.
2 en el tiempo raramente, de tarde en tarde, con intervalos Hp.Nat.Puer.24, γράφειν D.Chr.18.18.
• Etimología: De *Ϝαραιός según la métr.; etim. desconocida.

German (Pape)

[Seite 343] ά, όν, nach den Atticisten att. ἁραιός; auch bei Hom. so zu lesen nach Herodian., Scholl. Iliad. 18, 411 δασύνεται τὸ ἁραιαί, Scholl. Od. 10, 90 δασυντέον τὸ άραιή; vgl. Scholl. Iliad. 5, 425; – dünn, schmal, eng, schwach; γλώσσῃσιν ἁραιῇσιν, Zungen der Wölfe, Iliad. 16, 161; ἁραιὴ εἴσοδος, eines Hafens, Od. 10, 90; κνῆμαι ἁραιαί, des hinkenden Hephästos, Iliad. 18, 411. 20, 37; χεῖρα ἁραιήν, der unkriegerischen Aphrodite, 5, 425; vgl. Nicias 8 (VII, 200); φωνή Theocr. 13, 59; Qu. Sm. 9, 466; νῆας, leichte, Hes. O. 807, nach Schol. ἐλαφράς; E. M. erkl. βλαπτικάς, u. las wohl ἀραίας. Es bildet bes. den Gegensatz zu πυκνός, nicht dicht, sondern einzeln stehend, φάλαγγες ἀραιαί τε καὶ βαθύτεραι Xen. Lac. 11, 6; ὀμίχλη νέφους ἀραιοτέρα Arist. mund. 4; bes. bei sp. D., z. B. δάφνη Nic. Th. 575, Schol. λεπτόφυλλος; dah. bei Medic. σφυγμός, πνεῦμα, langsam, nach langen Zwischenräumen; – ἀραιὰ γαστήρ Nic. Th. 133, der Unterleib, die Weichen (Dünnung); auch subst. ἡ ἀραιά. – Adv. ἀραιῶς, z. B. θύρα ἀρ. ἐπικειμένη Suid.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
mince, d'où
1 étroit;
2 peu profond.
Étymologie: DELG étym. inconnue -- Babiniotis pê apparenté à ῥᾷστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀραιός: и ἁραιός 3 (ᾰρ)
1 узкий, тонкий (γλῶσσαι Hom.);
2 тесный (εἴσοδος Hom.);
3 слабый (κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.);
4 легкий быстроходный (νῆες Hes.);
5 небольшой глубины (φάλαγγες Xen.);
6 неплотный (ὀμίχλη νέφους Arst.);
7 редкий (τρίχες Arst.);
8 рыхлый, пористый (ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.);
9 скудный (τροφή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀραιός: -ά, -όν, ἀραιὸς ὡς παρ’ ἡμῖν, λεπτός, στενός, ὀλίγος ἰσχνός, Λατ. tenuis, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ Ἡφαίστου, ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαὶ, «αἱ δὲ ἀσθενεῖς καὶ λεπταὶ αὐτοῦ κνῆμαι ὑπερεκινοῦντο μετὰ κακοπαθείας» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 411· ἐπὶ τοῦ βραχίονος τῆς Ἀφροδίτης, καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν, λεπτήν, ἁβράν, Ε. 425· περὶ τῆς γλώσσης διψαλέου λύκου, λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν μέλαν ὕδωρ, διὰ λεπτῶν γλωσσῶν, Π. 161· περὶ τοῦ στενοῦ τῆς κατὰ τὸν λιμένα εἰσόδου, ἀραιὴ δ’ εἴσοδος ἐστιν, «στενὴ» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 90· ἐπὶ πλοίων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 807· φάλαγγες ἀρ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ βαθύτεραι, Ξεν. Λακ. 11. 6,· ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι, ὀλίγῃ, οὐ συχνῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14. ΙΙ. μεταγεν. ἐπὶ τῆς οὐσίας τῶν σωμάτων ὅμοιον κατὰ πολὺ τῷ μανός, οὐχὶ πυκνός, ἀραιὸς τὴν σύστασιν, πορώδης, Λατ. rarus, ἀντίθετον τῷ πυκνός, Ἀναξαγ. 8· ἀντίθ. τῷ πίων, Ἀριστ. Πρβλ. 8, 10· συχν. ἐν Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· δέρμα Ἀφ. 1256· ὀστέον περὶ Ἄρθρ. 799· εἴρια 588. 45· ὀμίχλη… νέφους ἀραιοτέρα Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 6, 21· σπόγγοι Διοδ. 3. 14. ΙΙΙ. ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἢ τοῦ σφυγμοῦ, ὁ μετὰ διαλείμματος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966, 970, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 11, κτλ.: ― Ἐπίρρ. ἀραιῶς Ἱππ. 243. 36, κτλ. IV. ὁ μὴ πυκνός, ἀραιός, τρίχες Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 5· ἀκτῖνες αὐτόθι 1. 6· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57· ὀδόντες Πολυδ. Β΄, 94, κτλ. V. ὡς οὐσιαστ., ἀραιὰ (ἐνν. γαστήρ), ἡ, ἡ λαγών, Ἰατρ. πρβλ. Νικ. Θ. 133.

English (Autenrieth)

slender, frail, Il. 5.425, Il. 18.411; εἴσοδος, ‘narrow,’ Od. 10.90.

English (Slater)

ᾰραιός slender χ]εῖρας ἀραιάς[ Πα. 13b. 4.

Greek Monolingual

ἀραῖος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) αρά
1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν
2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες
3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος.
-ή, -ό (AM ἀραιός, -ά, -όν)
1. ο μη πυκνός στη σύστασή του
2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα
ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά
αρχ.
1. ο ασθενικός, ο άτονος
2. ο στενός
3. το θηλ. ως ουσ.ἀραιά
η γαστήρ, η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη F στη λέξη μαρτυρείται από το ομηρικό μέτρο και ανάγει σε αρχικό τ. Fαρασιιός, ο οποίος συνδέεται πιθ. με τον τ. ῥᾷστος < Fράσιστος. Η λ. παραδίδεται στον Ηρωδιανό με δασύτητα και απαντά ως χαρακτηρισμός κνήμης, εισόδου κ.λπ., με τη σημασ. «ισχνός, αδύνατος» (Ομηρ.), ως επίθ. παράταξης (Ξενοφ.), τροφής (Αριστοτ.), υφάσματος και ύλης με την έννοια «χαλαρός, χασματικός, πορώδης» (Αναξιμ., Αναξαγ., Εμπεδ., Ιπποκρ., Αριστοτ.), σε αντίθεση προς το πυκνός και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασ. «σπάνιος». Ο τ. αριός < αραιός, με συνίζηση, ενώ ο τ. ανάριος < αν(α)- + αραιός.
ΠΑΡ. αραιότητα (-ότης), αραιώδης, αραιώνω (-όω, -ώ).
ΣΥΝΘ. αραιοδόντης (-όδους) (-θριξ), αραιόστυλος, αραιότριχος
αρχ.
αραιόπορος, αραιόσαρκος, αραιόφθαλμος
μσν.- νεοελλ.
αραιόφυλλος].

Greek Monotonic

ἀραιός: -ά, -όν, αραιός, λεπτός, στενός, ελαφρός, λίγος, ισχνός, ψιλός, Λατ. tenuis, σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: thin, slender, few and far between (Il.).
Other forms: ἁρ- Hdn. Gr.; also in mss.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The word prob. had Ϝ- (Sommer Lautst. 114). Cf. Specht KZ 59, 63. Fur. 339 etc. compares ἀρβός διεστός, ἀραιος, ἐλαφρός Η. if for/from *ἀραβος; very uncertain. (Impossible vW.)

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
thin, narrow, slight, slender, Lat. tenuis, Hom.

Frisk Etymology German

ἀραιός: (ἁρ- Hdn. Gr.; auch hss.-lich überliefert)
{araiós}
Meaning: dünn, schwach, schlank, als term. techn. auch locker, porös (ep. ion. poet. hell.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἀραιότης Lockerheit (Gegensatz πυκνότης; Hp., Arist. usw.); ἀραιώδης porös (Gal.). Faktitives Verb ἀραιόω locker machen (Hp., Arist.) mit den Nomina ἀραίωμα, ἀραίωσις.
Etymology: Unerklärt. Da das Wort wahrscheinlich mit ϝ- anlautete (Sommer Lautst. 114, Uhlenbeck PBBeitr. 30, 261), hat es Specht KZ 59, 63, wenig überzeugend, als *ϝαρασιι̯ός, Positiv zu ῥᾷστος aus *ϝράσιστος (dünn > leicht zu tun [?]) erklären wollen.
Page 1,128

Translations

Abkhaz: апа; Aklanon: manipis; Albanian: i hollë; Arabic: رَفِيع‎, رَقِيق‎; Egyptian Arabic: رفيع‎; Iraqi Arabic: مصوي‎; Armenian: բարակ; Assamese: খীণ; Azerbaijani: nazik, incə; Bashkir: йоҡа; Basque: mehe; Belarusian: тонкі; Bikol Central: mahimpis; Bulgarian: тъ́нък; Burmese: ပါး; Catalan: fi; Cebuano: nipis; Chechen: дуткъа; Chinese Cantonese: 薄; Dungan: бә; Mandarin: 薄, 細, 细, 瘦; Czech: tenký; Dongxiang: narun; Dutch: dun; Eastern Arrernte: utyewe; Erzya: човине; Estonian: peen, peenike; Evenki: нэмкун; Faroese: tunnur; Finnish: ohut; French: mince; Friulian: sutîl; Georgian: თხელი; German: dünn; Alemannic German: tünn; Middle High German: dünne; Greek: λεπτός, ψιλός; Ancient Greek: λεπτός; Hawaiian: lahi; Hebrew: דַּק‎; Higaonon: manipis; Hiligaynon: manipis; Hindi: पतला, दुबला; Hungarian: vékony; Icelandic: þunnur; Ido: dina; Indonesian: tipis; Irish: caol, tanaí; Old Irish: tanae, séim; Italian: sottile, fine; Japanese: 薄い, 細い; Javanese: tipis; Kashubian: cenczi; Kazakh: жұқа, жіңішке; Khmer: ស្ដើង; Korean: 가늘다, 얇다; Kurdish Northern Kurdish: barik; Kyrgyz: жука, ичке; Lao: ບາງ; Latgalian: tīvs; Latin: subtilis, tenuis, vescus; Latvian: tievs, plāns; Lithuanian: plonas; Livonian: pīenti, pīentõ; Luxembourgish: dënn; Macedonian: тенок; Maguindanao: manipis; Malay: nipis; Malayalam: നേർത്ത; Maltese: rqiq; Manchu: ᠨᡝᡴᡝᠯᡳᠶᡝᠨ; Mansaka: manipis; Manx: thanney; Maori: rahirahi, kōrahirahi, rauangi, pīrahirahi, rauiti, tūpuhipuhi; Maranao: manipis; Mizo: chër; Mongolian: нимгэн; Nanai: нэмдэ; Norwegian: tynn; Old Church Slavonic Cyrillic: тьнъкъ; Old East Slavic: тънъкъ; Old English: þynne; Old Saxon: thunni; Oromo: qallaa; Ossetian: тӕнӕг; Pashto: نری‎; Pennsylvania German: dinn; Persian: نازک‎, تنک‎; Plautdietsch: denn; Polish: cienki; Portuguese: fino; Quechua: tullu; Rapa Nui: ra'i; Romanian: slab, subțire; Russian: тонкий; Rusyn: тонкый; Sanskrit: तनु; Serbo-Croatian Cyrillic: танак; Roman: tanak; Slovak: tenký; Slovene: tanek; Sorbian Lower Sorbian: śańki; Upper Sorbian: ćeńki; Spanish: fino; Sundanese: ipis; Swedish: tunn; Tagalog: manipis; Tajik: тунук, нозук; Tatar: юка; Tausug: manipis; Tetum: mihis; Thai: บาง; Turkish: ince; Turkmen: inçe, ýuka; Ukrainian: тонкий; Urdu: پتلا‎, دبلا‎; Uyghur: يۇپقا‎; Uzbek: yupqa, ingichka; Vietnamese: mỏng, mảnh; Vilamovian: dynn; Walloon: tene; Welsh: tenau; Western Bukidnon Manobo: nipis; Yakut: синньигэс; Yiddish: דין‎; Zazaki: barı, barî; Zealandic: dun; Zhuang: mbang

poor

Aghwan: 𐕄𐔼𐕎𐕒𐕡𐔸; Albanian: varfër; Alemannic German: àrm; Arabic: فَقِير‎; Egyptian Arabic: فقير‎; Hijazi Arabic: فقير‎; Armenian: աղքատ, չքավոր, քյասիբ; Aromanian: aruptu, discultsu, caimen, ftoh, ftohu, oarfãn, fucãrã; Asturian: probe; Azerbaijani: kasıb, yoxsul, fağır, füqəra, fağır-füqarə, kasıb-kusub, imkansız; Bashkir: ярлы; Basque: behartsu; Belarusian: бедны; Bengali: গরিব, মিসকিন, বেচারা; Bikol Central: pobre, mahidap; Breton: paour; Bulgarian: беден; Burmese: ဆင်းရဲ; Catalan: pobre; Chamicuro: pople; Chinese Cantonese: 窮, 穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧乏, 贫乏, 窮, 穷; Min Dong: 窮, 穷; Czech: chudý; Dalmatian: pauper; Danish: fattig; Dutch: arm, armoedig, berooid; Elfdalian: fattin; Emilian: pôver; Esperanto: malriĉa; Estonian: vaene; Faroese: fátækur; Finnish: köyhä; French: pauvre; Friulian: puar, pùar; Galician: pobre; Georgian: ღარიბი; German: arm; Pennsylvania German: arm, aarem; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌸𐍃, 𐌰𐍂𐌼𐍃; Greek: φτωχός; Ancient Greek: ἄβιος, ἀβούτης, ἀδύνατοι χρήμασι, ἀκέρμις, ἄκληρος, ἀκτέανος, ἀκτήμων, ἀκτήν, ἀλειφόβιος, ἀμαζών, ἄνολβος, ἄπλουτος, ἄπορος, ἀραιός, ἀσθενής, ἀτελής, αὐτολήκυθος, ἀχήν, ἀχρήματος, ἀχρήμων, ἄχρυσος, ἀχύρμιος, γλίσχρος, γυμνηλός, γυμνής, δυσείμων, δύσπορος, κεχρημένος, λιπερνής, λιποδεής, λισσός, λιτός, λυπρός, πενέστης, πένης, πτωχός, σπανιστικός, σπανιστός, χερνάς, χερνής, χερνήτης, χρεῖος; Greenlandic: piitsoq; Hawaiian: hoʻohune, hoʻoʻilihune; Hebrew: עָנִי‎, דלת העם‎; Hindi: ग़रीब, दीन, फ़क़ीर, फकीर, मिस्कीन, बेचारा, गरीब; Hungarian: szegény; Icelandic: fátækur; Ido: povra; Indonesian: miskin; Ingush: къе; Interlingua: povre; Inuktitut Inuttut: ajutsak, annguvik; Irish: bocht, daibhir; Italian: povero; Japanese: 貧しい, 貧乏な; Javanese: mlarat; Kazakh: кедей, жарлы; Khmer: ក្រ; Korean: 가난하다, 빈곤하다; Kumyk: пакъыр; Kurdish Central Kurdish: دەست کورت‎, ھەژار‎, فەقیر‎; Northern Kurdish: feqîr, xizan; Kyrgyz: жарды, кедей; Ladin: puere; Ladino Latin: prove; Lao: ຈົນ, ທຸກຈົນ; Latin: pauper, egens; Latvian: nabags; Ligurian: pöveo, poveru; Limburgish: erm; Lithuanian: skurdus, vargingas; Livonian: joutõm; Lombard: pover, por; Luxembourgish: aarm; Lü: ᦷᦑᧅᦕᦱᧃ; Macedonian: сиромашен; Malay: miskin; Maltese: fqir; Maori: pōhara; Maranao: miskin; Marathi: गरीब, दीन; Mirandese: probe; Mongolian Cyrillic: ядуу; Navajo: doo atʼį́į da; Norman: pauvre, pouôrre; Northern Sami: geafi; Norwegian Bokmål: fattig, blakk; Occitan: paure; Old English: earm; Pashto: بېچاره‎, غريب‎, فقير‎; Persian: فقیر‎, مسکین‎; Piedmontese: pòver; Plautdietsch: oam; Polish: biedny, ubogi; Portuguese: pobre, necessitado, humilde, empobrecido; Quechua: wakcha; Romani: ćorro; Romanian: sărac, sărman, pauper, mizer, nevoiaș; Romansch: pauper, pover; Russian: бедный, нищий; Sanskrit: दीन, ध्रिगु; Sardinian: poaru, pobaru, poberu; Scottish Gaelic: truagh, bochd; Serbo-Croatian Cyrillic: сиро̀машан, у̏бог, бе̑дан, бије̑дан; Roman: siròmašan, ȕbog, bȇdan, bijȇdan; Sicilian: pòviru, pòvuru, povru; Slovak: chudobný, biedny; Slovene: reven, ubog; Somali: sabool; Sorbian Lower Sorbian: chudy; Upper Sorbian: chudy; Southern Altai: бакыр, јоксус, јокту; Spanish: pobre; Swahili: maskini; Swedish: fattig; Tagalog: mahirap, dukha, maralita; Tajik: камбағал, бечора, фақир; Tatar: ярлы, фәкыйрь; Telugu: బీద, పేద; Thai: จน, ยากจน; Tibetan: སྐྱོ་པོ; Tocharian B: snaitstse; Turkish: fakir, yoksul, züğürt, fukara, kembağal; Turkmen: garyp, biçäre; Udi: касиб; Udmurt: куанер; Ugaritic: 𐎀𐎁𐎊𐎐; Ukrainian: бі́дний; Urdu: غریب‎, دین‎; Uyghur: كەمبەغەل‎, پېقىر‎, بىچارە‎; Uzbek: kambagʻal, faqir, gʻarib, bechora; Venetian: poro, poaro, povaro, pore; Vietnamese: nghèo, khó; Volapük: pöfik; Walloon: pôve, målureus; Welsh: tlawd, llwm; West Frisian: earm; Yiddish: אָרעם‎, דלותדיק‎, בדלות‎