τρυπάω

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπάω Medium diacritics: τρυπάω Low diacritics: τρυπάω Capitals: ΤΡΥΠΑΩ
Transliteration A: trypáō Transliteration B: trypaō Transliteration C: trypao Beta Code: trupa/w

English (LSJ)

A bore, pierce through, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (opt.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (cf. τρυπανία) Od.9.384, cf. Hp.VC18, Pl.Cra.387e; ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην (of a very thin man) AP11.102 (Ammian. or Nicarch.), 308 (Lucill.); with double acc., πόνος με τὸν πόδα τ. is stabbing into, Luc.Ocyp. 169; cf. ἁλία (B):—Pass., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα = let the hole be bored, Hp.Steril.222; δι' ὠτὸς.. τρυπωμένου through well-bored ear, i.e. open to hear, S.Fr.858 (codd.Plu., but ῥυπωμένου is prob. cj.); τὰ ὦτα τετρυπημένος = having one's ears pierced for earrings, X.An. 3.1.31; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, opp. πλήρης, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Luc.Alex.16.
2 sens. obsc., Theoc.5.42, APl.4.243 (Antist.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
percer, trouer, acc. ; Pass. être percé ; τετρυπημένη ψῆφος ESCHN vote de condamnation litt. caillou percé.
Étymologie: τρύπη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυπάω [τρύω] Dor. imperf. 3 sing. ἐτρύπη, boren, doorboren; ook seks.: ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη = de bok penetreerde ze Theocr. Id. 5.42.

German (Pape)

[ῡ], bohren, durchbohren, Od. 9.384 und Folgende; nach Thom.Mag. nicht attisch; findet sich aber Plat. Crat. 327e, 388a, Theag. 124b; τὸ ὦτα τετρυπημένος, Xen. An. 3.1.31; bes. war es der Offizielle Ausdruck bei Verurteilungen durch die Richter, ἡ ψῆφος ἡ τετρυπημένη, im Gegensatz von πλήρης, Aesch. 1.79; Luc. Bis acc. 35; ἐτετρύπητο ἔξοδος, Alex. 16; Timon. 18; im obszönen Sinne, wie περαίνω, Antist. 2 (Plan. 243).

Russian (Dvoretsky)

τρῡπάω:
1 буравить, сверлить, просверливать (δόρυ τρυπάνῳ Hom.): τὰ ὦτα τετρυπημένος Xen. с проколотыми ушами; ψῆφος τετρυπημένη Aeschin., Arst. просверленный камешек (который подавался членом суда, высказывавшимся за осуждение обвиняемого); πόνος μοι (v.l. με) τρυπᾷ τὸν πόδα Luc. боль сверлит мне ногу;
2 Theocr. = βινέω.

Greek Monotonic

τρῡπάω: μέλ. τρυπήσω, Παθ., παρακ. τετρύπημαι (τρύω
1. τρυπώ, διατρυπώ, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ ὦτα τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· ψῆφος τετρυπημένη, η ψήφος της καταδίκης που είχε μια τρύπα στη μέση, σε Αισχίν.
2. τρυπάω τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, περνάω τη βελόνα μέσα από το πόδι, σε Ανθ.

Greek Monolingual

τρυπῶ, τρυπάω, ΝΜΑ
1. ανοίγω οπή σε κάτι
2. κεντώ με αιχμηρό όργανο
3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ
νεοελλ.
1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις»)
β) (για πράγμ. και κυρίως για ενδύματα) γίνομαι διάτρητος, γεμίζω τρύπες, φθείρομαι (α. «τρύπησε η τσάντα μου» β. «τρύπησε το παντελόνι μου»)
2. μτφ. (για άντρα) διακορεύω, ξεπαρθενεύω
μσν.-αρχ.
(για ζώο) οχεύω
αρχ.
φρ. «ψήφος τετρυπημένη» — ψήφος η οποία είχε μια οπή στο μέσον της και ήταν καταδικαστική (Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου, ο οποίος ανάγεται στη ρίζα του ρ. τρῡω (ΙΕ ρίζα teru- / tru-, παρεκτεταμένη, με u, μορφή της ρίζας ter- «τρίβω, τρυπώ») και εμφανίζει χειλικό ἐνθημα -ρ- και μακρό -- (βλ. και λ. τρύω), το οποίο θα μπορούσε πιθ. να θεωρηθεί αναμενόμενο για μια τέτοια λέξη. Με ανάλογο τρόπο έχουν σχηματιστεί και οι τ.: λιθουαν. trupu «θρυμματίζω», trupus «εύθραστος», ρωσ. trup «πτώμα», αρχ. ινδ. trūp «κορμός, σκελετός», οι οποίοι διαφέρουν από τη λ. τρῦπα τόσο σημασιολογικώς (για τις σημ. αυτές βλ. και λ. τρύω) όσο και μορφολογικώς, αφού εμφανίζουν εναλλαγή troup- / trup- στη ρίζα, σε αντίθεση προς το μακρό -- του ελλ. τύπου].

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπάω: μέλλ. -ήσω, (ἰδὲ τρύω) διατρυπῶ, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (εὐκτ.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δὲ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (πρβλ. τρυπανία) Ὀδ. Ι. 384, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911, Πράτ. Κρατ. 387Ε· «τὸν πόδα τῇ βελόνῃ τρυπῶν Κλεόνικος ὁ λεπτός, αὐτὸς ἐτρύπησε τῷ ποδὶ τὴν βελόνην», ὡς ὢν λεπτότερας καὶ αὐτῆς τῆς βελόνης, Ἀνθ. Παλ. 11. 308, πρβλ. αὐτόθι 102· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτ., πόνος μὲ τὸν πόδα τρ. Λουκ. Ὠκύπ. 169· πρβλ. ἁλιά. - Παθ., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα, ἂς τρυπηθῇ, ἂς ἀνοιχθῇ ἡ ὀπή, Ἱππ. 680. 19· δι’ ὠτός... τετρυπημένου, καλῶς τρυπημένου, δηλ. ἀνοικτοῦ ὅπως ἀκούῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τὰ ὦτα τετρυπημένος, πρὸς ἐξάρτησιν ἐνωτίων, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· ψῆφος τετρυπημένη, ἡ τῆς καταδίκης ἡ ἔχουσα ὀπὴν ἐν τῷ μέσῳ, ἀντίθετ. τῷ πλήρης, Αἰσχίν. 11. 34, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424-6· ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Λουκ. Ἀλεξ. 16. 2) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, αἱ δὲ χίμαιραι αἵδε κατβληχῶντο καὶ ὁ τράγος αὐτὰς ἐτρύπη, αἱ δὲ αἶγες ἐμηκῶντο καὶ ὁ τράγος ὤχευεν αὐτάς, Θεόκρ. 5. 42· τρυπᾶν πάντες ἐπιστάμεθα, ἀντὶ τοῦ βινεῖν, Ἀνθ. Πλαν. 243.

Middle Liddell

τρῡπάω, τρύω
1. to bore, pierce through, Od.:—Pass., τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for earrings, Xen.; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, Aeschin.
2. τρ. τῷ ποδὶ τὴν βελόνην to force the point through the foot, Anth.

Frisk Etymology German

τρυπάω: {trūpáō}
Forms: Aor. τρυπῆσαι usw.,
Grammar: v.
Meaning: ‘(durch)-bohren’ (seit ι 384);
Composita: auch m. ἐκ-, δια- u.a., ἐκτρυπάω auch intr. aus einem Loch entschlüpfen (ἐκτετρύπηκεν Ar.Ek.337; von τρύπη [s.u.]?).
Derivative: Davon 1. τρύπημα mit -ημάτιον n. Bohrloch, Loch (Kom., Arist., Hero u.a.), ἐκ- ~ auch Bohrspäne (Thphr.). 2. -ησις (ἐκ-, περι-) f. ‘das (Durch)bohren’ (Hp., Arist., Thphr. u.a.). 3. -ητής m. der Bohrende (Pl. Kra.), -ητήρ m. durchbohrtes Gefäß (Ph.Bel.). Ferner τρύπανον n. Bohrer, Drillbohrer, Trepan, Reibeholz zum Feuermachen (seit ι 385) mit -άνιον, -ανώδης, -ανικός, -ανίζω, -ανισμός (selten u.sp.); auch -άνη f. ib. (Hdn. Gr., H.), -ανία f. Riemen eines Drillbohrers (Poll.; vgl. Scheller Oxytonierung 58 A. 4). Rückbildung τρύπη, τρῦπα f. Loch (Hdn. Epim., AP, H., Eust.; vgl. unten). — Als Vorderglied in τρυπαλώπηξ Fuchs, der in ein Loch hineinschlüpft, Bez. eines Schläulings (Kom. Adesp.).
Etymology: Zunächst zu τρύω (s.d.), wozu noch τρύχω; daneben τρίβω, τείρω, τετραίνω, τιτρώσκω (s. dd.). Mehrere ähnliche Bildungen sind im Baltischen und Slavischen zu finden: lit. trupù, -ė́ti zerbröckeln, traupùs spröde, aruss. trupъ ‘Baumstamm, Leiche(nfeld)’, russ. trup Leiche; weitere Formen m. reicher Lit. bei Fraenkel und Vasmer s.vv. (WP. 1, 732, Pok. 1074). Zu bemerken immerhin der Quantitätsunterschied zwischen gr. τρυπ- und balt.-slav. trŭp-, troup-. Ein alter p: m-Wechsel in τρυπάω: τρύμη (Specht KZ 68, 123) ist nicht glaubhaft. — Die Vorgeschichte von τρυπάω bleibt im übrigen ungewiß. Wegen des späten und vereinzelten Vorkommens von τρύπη ist das Verb kaum als denominativ aufzufassen (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 357); eher alte Iterativbildung; τρύπανον ist morphologisch mehrdeutig.
Page 2,937

Mantoulidis Etymological

-ῶ Ἀπό τό οὐσ. τρύπητρῦπα (=τρύπα) τοῦ τρύω, ἀπό τό τείρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρυπάνη, τρύπανον, τρυπάνιον, τρύπημα, τρυπηματικός, τρύπησις, διατρύπησις, τρυπητέον, τρυπητήρ, τρυπητής, τρυπητός, ἀτρύπητος, τρύπιος.

Translations

bore

Bulgarian: пробивам, дупча; Catalan: barrinar, perforar, foradar; Crimean Tatar: teşmek; Czech: vrtat, vyvrtat; Danish: bore; Dutch: boren; Faroese: bora; Finnish: porata; French: percer; German: bohren; Ancient Greek: τρυπάω, τετραίνω; Hungarian: fúr, kifúr, kiváj; Icelandic: bora; Irish: toll; Italian: alesare, scavare, scavare; Latin: terebro; Macedonian: дупчи; Maori: ore, oreore, poka; Norwegian: bore; Ottoman Turkish: ⁧بورغولامق⁩; Persian: ⁧سفتن⁩; Polish: borować, świdrować, wiercić; Portuguese: cavar; Quechua: hut'kuy, t'uquy; Romanian: găuri; Russian: сверлить, буравить; Serbo-Croatian Cyrillic: бушити, сврдлати; Roman: búšiti, svrdlati; Slovak: vŕtať, prevŕtať, zavŕtať, vyvŕtať; Slovene: vrtati; Spanish: perforar, horadar, agujerear; Swahili: -dunga; Swedish: borra; Telugu: తొలుచు; Turkish: burgulamak; Ukrainian: свердлити, бурити

fuck

Afrikaans: naai; Albanian: qij, shkërdhej; Arabic: ⁧نَاكَ⁩, ⁧نَكَحَ⁩; Hijazi Arabic: ⁧ناك⁩; Armenian: քունել, քունվել; Aromanian: fut; Assamese: চোদ; Azerbaijani: sikmək, qayırmaq, soxmaq, sikişmək; Basque: txortan egin, larrutan egin; Belarusian: ябаць, пярдоліць, ябацца; Bengali: চুদা; Bulgarian: еба, шибам, чукам; Catalan: follar, cardar, fotre, fer un clau, fotre un clau, tirar-se; Cebuano: iyot; Chinese Cantonese: 屌, 𨳒/𮤭; Hakka: 屌; Mandarin: 幹/干, 搞, 操, 肏, 日; Min Nan: 姦/奸, 使, 箍, 躄; Cornish: kyjya; Czech: mrdat, prcat, šukat, šoustat, jebat; Danish: kneppe, bolle, pule, knalde; Dutch: neuken, naaien, wippen, fleppen, rampetampen, bonken, batsen, ketsen, krikken; Esperanto: fiki; Estonian: nikkuma, nussima, keppima, panema, trukkima; Faroese: mogga, gilla, fukka; Finnish: naida, panna, nussia, bylsiä, hässiä, kiksauttaa, muhinoida; French: baiser, fourrer, niquer, enconner, foutre, enculer, sauter; Galician: foder; Georgian: ტყვნა; German: ficken, knallen, bumsen, nageln, pimpern, poppen, pudern, rammeln, stechen, stoßen, vögeln; Greek: γαμώ, γαμάω, πηδώ, πηδάω; Ancient Greek: βενέω, βενῶ, βινέω, βινῶ, διακροτέω, διασποδέω, κασαλβάζω, κατελαύνω, σπλεκόω, σπεκλόω, πλεκόω, τρυπάω; Gujarati: સંભોગ કરવો, ચોદવું; Hebrew: ⁧זיין \ זִיֵּן⁩, ⁧דָּפַק⁩; Hindi: चोदना; Hungarian: baszik, megbasz, kúr, megkúr, dug, megdug; Icelandic: ríða, hafa kynmök, sofa hjá, hafa mök við; Ilocano: iyot; Indonesian: entot, mengentot, ngentot, ngewe, mengancuk; Ingrian: nussia; Interlingua: futuer; Italian: fottere, scopare, trombare, chiavare, sbattere, bombare, trapanare, cavalcare, montare, ingroppare, ficcare, zappare, ciulare; Jamaican Creole: jook; Japanese: エッチする, やる, 犯す, ファックする, まんこする; Javanese: ngancuk, ngencok; Kalmyk: охх; Kapampangan: karat; Kazakh: сігу; Khmer: រួមរ័ក្ស; Korean: 씹하다; Kurdish Northern Kurdish: gan; Kven: nussiit; Kyrgyz: тыгуу, сигүү; Lao: ສີ້, ເສບສົມ; Latin: futuo; Latvian: pisties, drāzties, drātēties, ņemties; Lithuanian: pistis, kruštis, dulkintis, pyškintis; Macedonian: ебе; Malay: kongkek, amput, koncok, main; Maltese: niek; Manchu: ᡴᡡᡵᠠᠮᠪᡳ; Marathi: झवणे; Norwegian: knulle, pule, jokke; Occitan: fóter, fotre, cardinar; Ottoman Turkish: ⁧سكشمك⁩; Persian: ⁧گائیدن⁩; Polish: pierdolić, pieprzyć, jebać, ruchać; Portuguese: foder, montar, pinar, comer, transar, trepar; Romani: kurel; Romanian: fute, regula, găuri, și-o trage, și-o pune, cordi, babardi; Russian: ебать, выебать, отъебать, ебаться, сношаться, трахать, трахаться, еть, ети, пердолить; Saraiki: ⁧یاہݨ⁩; Sardinian: fútere; Scottish Gaelic: dàir; Serbo-Croatian Cyrillic: јебати, карати, туцати, кресати, прцати, шукати; Latin: jebati, karati, tucati, kresati, prcati, šukati; Sicilian: fùttiri; Slovak: jebať, drbať, šukať, trtkať, pichať, mrdať; Slovene: fukati, jebati; Slovincian: jåbac; Sorbian Lower Sorbian: jebaś; Upper Sorbian: jebać; Spanish: follar, follarse, joder, coger, chingar, jalar, tirarse, cepillarse, pichar, culear, joder, vergar, cachar, garchar; Swahili: kutomba; Swedish: knulla, pöka, bazza; Tagalog: kantot, kadyot, kasta, gahasa; Tahitian: tītoi; Tajik: гоидан; Telugu: దెంగు; Thai: เย็ด; Turkish: sikmek, becermek, düzmek, koymak, sokmak, kaymak, halletmek, sikişmek; Ukrainian: їбати, їбатися; Urdu: ⁧چودنا⁩; Uzbek: sikmoq; Vietnamese: đụ, địt, đéo; Welsh: ffwcio, ffwrcho, cnuchio, ffwrchio; Yakut: кыар; Yiddish: ⁧טרענען⁩, ⁧יענצן⁩; Yoruba: dó; Zazaki: qeysnen, nayen, şanen