πατήρ

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτήρ Medium diacritics: πατήρ Low diacritics: πατήρ Capitals: ΠΑΤΗΡ
Transliteration A: patḗr Transliteration B: patēr Transliteration C: patir Beta Code: path/r

English (LSJ)

ὁ, gen. and dat. πατέρος, πατέρι in Ep. and Lyr., Att. πατρός, πατρί (which is also the commoner form in Hom., Hes., and Pi.) ; acc. always πατέρα ; voc. πάτερ : pl. πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν only Od.4.687, 8.245) ; dat. πατράσι [ᾰ] (cf. Skt. loc. pl.

   A pitṛ[snull ]u, no dat. pl. occurs in Hom. or Hes.), late Ep. πατέρεσσι Q.S.10.40 :— father, Il.1.98, etc. ; πατρὸς πατήρ grandfather, 14.118, Od.19.180, X.HG6.3.4, etc. ; τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86 ; μητρὸς καλεῖσθαι παῖδα τοῦ π. παρόν ib.564 ; τὰ πρὸς πατρός by the father's side, Hdt.7.99, cf. SIG1015.7 (Halic.), etc. ; esp. of God, the father of the Israelites, LXXDe.32.6, al. ; father of men, Ev.Matt. 6.8, al. ; father of Jesus Christ, ib.7.21,al.    II esp. as epith. of Zeus, πατὴρ Ζεύς, π. Κρονίδης, π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Il.4.235, 21.508, 1.544, al. ; Ζεὺς π. A.Th. 512, etc. ; Ζεῦ πάτερ καὶ θεοί Ar.Ach.225 ; π. Οὐρανιδᾶν Ζ. Pi.P.4.194 ; ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς π. Ὀλύμπιος S.Tr.275, etc.    III respectful mode of addressing persons older than oneself, ξεὶνε πάτερ Od.7.28,48,8.145, cf. POxy. 1296.15 (iii A. D.), etc. ; in addressing an elder brother, UPZ65.3 (ii B.C.).    IV metaph., father, author, ἀοιδᾶν π . . . εὐαίνητος Ὀρφεύς Pi.P.4.176 ; Χρόνος ὁ πάντων π. Id.O.2.17, cf. Pl.Ti.41a ; τοῦ λόγου π. Id.Smp. 177d, cf. Phdr.257b, etc. ; ὁ π. τῶν φώτων, i.e. God, the father of the stars, Ep.Jac.1.17 ; οἱ π. τῶν ἀτόμων the authors of the atomic theory, Gal.1.246 ; of capital, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους Pl.R.555e.    V title of a grade in the mysteries of Mithras, IG14.1272, etc.    VI π. πατρίδος, = Lat. pater patriae, Plu.Cic.23, BGU1074.1 (i A. D.), IG7.2713.33 (Acraeph., i A. D.), etc. ; similarly, π. τῆς πόλεως ib.5(1).1417.11 (Methone).    VII in pl.,    1 forefathers, Il.6.209, etc. ; ἐξέτι πατρῶν from our fathers' time, Od.8.245 ; ἐκ πατέρων Pi.P.8.45.    2 parents, D.S.21.17, Alciphr.3.40, Epigr.Gr.227 (Teos).    3 parentnation, opp. colonists, Hdt.7.51, 8.22, Plu.Them.9. (Cf. Skt.pitár-, Lat. pater, etc.)

German (Pape)

[Seite 534] ὁ, gen. πατέρος, att. u. schon bei Hom. u. Hes. viel häufiger πατρός, eben so dat. πατέρι u. πατρί, acc. πατέρα, voc. πάτερ, gen. plur. πατέρων u. πατρῶν, dat. πατράσι, πατέρεσσι, Qu. Sm. 10, 40, – der Vater, pater; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, Od. 8, 550; πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι, Il. 14, 113, u. oft, wie bei den Folgdn überall; πατρὸς πατήρ, der Großvater, 14, 118 Od. 19, 180. Von den Göttern heißt bes. Zeus πατήρ, auch πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Hom. u. A. – Uebh. wie bei uns ehrende Anrede Jüngerer an Aeltere mit dem Ausdruck der Hochachtung u. Liede, Od. 7, 48. 8, 145 u. sonst. – Uebh. der Urheber wovon, der Erfinder, Jacobs Ach. Tat. p. 493; so πατὴρ ἔργων, ἃ δι' ἐμοῦ γιγνόμενα, Plat. Tim. 41 a, wie τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, 28 c; dah. auch vom Capital, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Rep. VIII, 555 e; τοῦ λόγου, Conv. 177 d, u. öfter, wie Sp. – Im plur. die Väter, die Ahnherren, Vorfahren, Hom. u. Folgde, wie Pind. Ol. 2, 7 u. oft; Eur. Andr. 766; Thuc. 2, 11, oft; ἀγαθῶν πατέρων φύντι, Plat. Legg. VI, 772 e; ἐκ πατέρων, von den Vätern her, von den Vätern angestammt, Jac. A. P. p. 792; auch die Eltern, Vater und Mutter, D. Hal. u. Sp., vgl. Schäfer mel. p. 45. – Das Stammvolk, der Mutterstaat im Gegensatz der Colonie, vgl. Valck. zu Her. 7, 51. 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτήρ: ὁ, γεν. καὶ δοτικ. πατέρος, πατέρι παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πατρός, πατρὶ (ἅπερ εἶναι οἱ συνηθέστατοι τύποι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., καὶ Πινδ.)· αἰτ. ἀείποτε πατέρα· κλητ. πάτερ· - πληθ., πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 687., Θ. 245)· δοτ. ἀείποτε πατράσι [ᾰ] (ἥτις ὅμως δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.), παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πατέρεσσι, Κόϊντ. Σμ. 10. 40, Ἰακώψιος εἰς Ἀνθ. Π. 4, σ. 969· πρβλ. μήτηρ· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πατέρας», Ὅμηρ., κλ.· πατρὸς πατήρ, ὁ πάππος, Ἰλ. Ξ. 118, Ὀδ. Τ. 180, Πίνδ., κλ.· καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός, ἀρκεῖ εἰς ἐμὲ νὰ μὲ ὀνομάζωσιν υἱὸν τούτου τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 107· τὰ πρὸς πατρός,= πατρόθεν, Ἡρόδ. 7. 99. ΙΙ. μεταξὺ τῶν θεῶν ὁ Ζεὺς καλεῖται μετ’ ἐμφάσεως πατήρ, πατὴρ Ζεύς, π. Κρονίδης, π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ.: οὕτω, Ζεὺς π. Αἰσχύλ. Θήβ. 512, κτλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 225 πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα Πινδ. Π. 4. 344· ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Φιλ. 275, κτλ. ΙΙΙ. ἡ λέξις πατὴρ ἐχρησίμευεν εἰς τὸ προσφωνεῖν ἄνδρας πρεσβευτέρους τὴν ἡλικίαν χάριν σεβασμοῦ ὡς συμβαίνει ἐν πάσαις ταῖς γλώσσαις, ξεῖνε πάτερ Ὀδ. Η. 28, 48, 145, κτλ. IV. μεταφορ., ὡς τὸ αἴτιος, ἀρχηγός, Λατιν. auctor, π. ἀοιδᾶν .. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 314· χρόνος ὁ πάντων π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 41Α, Συμπ. 177D, Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· ἐπὶ χρηματικοῦ κεφαλαίου, τόκοι ... τοῦ πατρὸς ἔκγονα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Ε. V. ἐν τῷ πληθυντ., 1) πατέρες, δηλ. προπάτορες, πρόγονοι, Ἰλ. Ζ. 209, κτλ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ὡς κληρονομία ἐκ τῶν προγόνων, Ὀδ. Θ. 245· ἐκ πατέρων Πινδ. Π. 8. 65. 2) οἱ γονεῖς τινος, Διον. Ἁλ. 2. 26, Διοδ. Ἐκλογ. 561. 23, Ἀλκίφρων 3. 40, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227· οὕτω Λατ. patres, Burm. Ov. Met. 4. 61, καὶ soceri (ἀντὶ socer et socrus), Gron. Liv. 1. 39, 2. 3) ὡς τὸ Λατιν. parens, ἡ μητρόπολις, ἡ πόλις ἡ ἀποστέλλουσα ἀποικίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποικία, Wess. καὶ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 51., 8. 22, Duker Flor. 1. 3, 9· πρβλ. πρόγονος. - (Πρβλ. Σανσκρ. pit-â, pit-ri, Ζενδ. pit-a· Λατιν. καὶ Οὐμβρ. paler· Γοτθ. fad-ar Ἀρχ. Γερμ. fat-ar, κτλ.· πρβλ. πάτρως. Λατ. pat-ruus, Ἀρχ. Γερμαν. fat-aro, Ἀγγλο-Σαξον. fadh-u (father’s sister)· ὡσαύτως πάτριος, πατρῷος, Λατ. patrius, paternus, Σανσκρ. pitryas· - ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. pâ (nutrire).

French (Bailly abrégé)

gén. πατέρος, att. et poét. πατρός;
dat. πατέρι, att. et poét. πατρί ; acc. πατέρα ; voc. πάτερ;
plur. nom. πατέρες, gén. πατέρων, dat. πατράσι, acc. πατέρας;
I. père : πατρὸς πατήρ IL, OD, etc. père du père, grand-père, aïeul;
οἱ πατέρες;
1 les parents, càd le père et la mère;
2 les ancêtres;
3 les fondateurs d’une race, souche, métropole;
II. p. anal. père, titre de respect et d’affection qu’on donnait aux vieillards.
Étymologie: R. Πα, nourrir ; cf. R. skr. Pâ ; cf. lat. pater, skr. pitâr, etc.

English (Autenrieth)

gen. πατρός and πατέρος, pl. gen. πατέρων and πατρῶν: father; pl. πατέρες, forefathers, Il. 4.405, Od. 8.245.

English (Slater)

πᾰτήρ (πατήρ, πατέρος, πατρός, πατρί, πατέρ(α), πάτερ; πατέρες, πατέρων.)
   1 father υἱὲ Ταντάλου, ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ (O. 1.37) Πισάτα παρὰ πατρὸς Oinomaos (O. 1.70) πατρὶ βωμῶν ἁγισθέντων Zeus (O. 3.19) ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (O. 5.8) Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός (O. 6.50) εὖτ' ἂν Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ Zeus (O. 6.68) ἄνδρα πατέρα τε Δαμάγητον (O. 7.17) πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος (O. 8.70) ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.86) πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ (O. 13.35) Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ (O. 13.41) καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ (O. 13.53) τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν (O. 13.61) “Δαμαίῳ πατρὶ δεῖξον” Poseidon, reputed father of Bellerophon (O. 13.69) ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν Kleodamos (O. 14.21) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός Kentauros (P. 2.48) κρύβδαν πατρός (P. 3.13) ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (P. 3.67) “πατρὸς ἐμοῦ” Aison (P. 4.106) ὀφθαλμοὶ πατρός Aison (P. 4.120) πατὴρ Βορέας (P. 4.182) πατέρ' Οὐρανιδᾶν Ζῆνα (P. 4.194) πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε Xenokrates (P. 6.15) (Ἀντίλοχος) ὃς ὑπερέφθιτο πατρός Nestor (P. 6.30) πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.45) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον Antaios (P. 9.111) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (P. 10.12) Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε Agamemnon (P. 11.17) ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (P. 11.43) εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.14) πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν (N. 7.91) Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα (N. 8.16) πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε Talaos (N. 10.12) ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν (N. 11.11) τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός (I. 6.27) πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον (I. 8.2) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Asopos (I. 8.17) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γόν. ἄν. πατρὸς codd.: φέρτερόν γε γόνον Bury) (I. 8.32) ]ν ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ]υσε πατέρα Γοργόν[ων Phorkos Δ. 1. . μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35. pl. pro s., γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν i. e. Dionysos, son of Zeus and Semele fr. 75. 11.
   2 ancestor εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον (O. 2.7) σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (O. 7.91) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” (P. 4.117) φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (P. 5.76) πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (P. 10.2) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17, cf. (O. 13.61), 69.
   3 met.
   a guardian βασιλεύς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ Hieron (P. 3.71) ζαθέων ἱερῶν πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105. 3.
   b φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατήρ, Ὀρφεύς (P. 4.176)
   4 epith. of various deities.
   a Zeus. πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (O. 1.57) Ζεὺς πατήρ (O. 2.27) σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ (O. 6.81) πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.36) πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν κόρᾳ τ (O. 7.43) ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ (O. 7.87) πατρὶ μεγίστῳ (O. 10.45) Ζεῦ πάτερ (O. 13.26) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) Ζεὺς πατὴρ (P. 3.98) “Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” (P. 4.23) πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10) ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις (N. 5.33) Ζεῦ πάτερ (N. 8.35), (N. 9.31), (N. 9.53), (N. 10.29) παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ (N. 10.55) “πάτερ Κρονίων” Polydeukes speaks (N. 10.76) “ὦ Ζεῦ πάτερ” Herakles speaks (I. 6.42) βαρυσφαράγῳ πατρὶ (I. 8.22) Μοῖσαι, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ (Pae. 6.56) πατὴρ δὲ Κρονίων (Pae. 15.5) Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ fr. 57. 2. ]πάτερ fr. 59. 2. Ζεὺς πατὴρ fr. 93. ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 64 (38). δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. 2.
   b Apollo. ἀκερσεκόμα πάτερ (Pae. 9.45)
   c Helios. ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ (O. 7.70)
   d Time. Χρόνος ὁ πάντων πατήρ (O. 2.17)
   e Kronos. πατὴρ μέγας πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον (O. 2.76)
   5 fragg. ]πατὴρ δεπ[ (Pae. 10.9) ]ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. ]πατρὸς εχ[ P. Oxy. 1792, fr. 34.

Spanish

padre

English (Abbott-Smith)

πατήρ, πατρός, -τρί, τέρα, [in LXX chiefly and very freq. for אָב;]
a father;
1.prop.,
(a)of the male parent: Mt 2:22, Lk 1:17, Jo 4:53; anarth., He 12:7 (M, Pr., 82 f.); pl., of both parents (cl.), He 11:23; οἱ π. τ. σαρκός, He 12:9;
(b)of a forefather or ancestor (in cl. usually in pl.; Hom., al.): Mt 3:9, Lk 1:73, Jo 8:39, al.; pl., Mt 23:30, 32 Lk 6:23, 26 Jo 4:20, I Co 10:1, al.
2.Metaph.,
(a)of an author, originator, or archetype (= αἴτιος, ἀρχηγός, etc.; Pind., Plat., al.): Jo 8:41-44, Ro 4:11, 12 16.
(b)as a title of respect or honour, used of seniors, teachers and others in a position of responsible authority (Jg 17:10, II Ki 2:12, Pr 1:8, al.): Mt 23:9 Ac 7:2 22:1, I Jo 2:13.
3.Of God (as in cl. of Zeus) as Father;
(a)of created things: τ. φώτων, Ja 1:17;
(b)of all sentient beings: Eph 3:14, 15 He 12:9;
(c)of men, esp. those in covenant relation with Him (freq in OT and later Jewish lit.; v. Dalman, Words, 184ff.): Mt 6:4, Lk 6:36, Jo 4:21, Ja 3:9, al.; ὁ π. ὁ ἐν (τ.) οὐρανοῖς, Mt 5:16, Mk 11:25; ὁ π. ὁ οὐράνιος, Mt 6:14 15:13; esp. in the Epp., of Christians: Ro 8:15, II Co 6:18, Ga 4:6, Eph 2:18 4:6, I Jo 2:1; c. gen. qual., τ. οἰκτιρμῶν, II Co 1:3; τ. δοξῆς, Eph 1:17;
(d)of Christ (Dalman, Words, 190 ff.);
(α)by our Lord himself: ὁ π., Mt 11:25-27, Lk 10:2, 22 Jo 5:20-23, al.; ὁ π. μου, Mt 11:27, al.; ὁ ἐν τ. οὐρανοῖς, Mt 7:11, al.; ὁ οὐράνιος, Mt 15:13; vocat., Jo 11:41 12:27, 28 17:1, 5, 11, 20, 25 (cf. Abbott, JG., 96 f.);
(β)by Apostles: Jo 1:14 (anarth.; v. M, Pr., l.c.), Ro 15:6, II Co 1:3 11:31, Eph 1:3, Col 1:3, He 1:5, I Pe 1:3, Re 1:6 (cf. Westc., Epp. Jo., 27-34).

English (Strong)

apparently a primary word; a "father" (literally or figuratively, near or more remote): father, parent.