μορφή

From LSJ
Revision as of 17:59, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφή Medium diacritics: μορφή Low diacritics: μορφή Capitals: ΜΟΡΦΗ
Transliteration A: morphḗ Transliteration B: morphē Transliteration C: morfi Beta Code: morfh/

English (LSJ)

ἡ,

   A form, shape, twice in Hom. (not in Hes.), σοὶ δ' ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων thou hast comeliness of words, Od.11.367 (cf. Eust. ad loc.); so prob. ἄλλος μὲν . . εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει God adds a crown of shapeliness to his words, Od.8.170: freq. later, μορφὰς δύο ὀνομάζειν Parm.8.53; μορφὴν ἀλλάξαντα Emp.137.1; μορφὰν βραχύς Pi.I.4(3).53; μορφῆς μέτρα shape and size, E.Alc.1063: periphr., μορφῆς φύσις A.Supp.496; μορφῆς σχῆμα, τύπωμα, E.Ion992, Ph.162; τὴν αὐτὴν τοῦ σχήματος μορφήν Arist.PA640b34; καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μ. μία A.Pr.212; ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν ib.449; νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς Id.Fr.312; προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδόν S.El.1159; of plants, Thphr.HP1.1.12 (pl.); esp. with ref. to beauty of form, ὑπέρφατον μορφᾷ Pi.O.9.65; οἷς ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μ. ib.6.76, cf. IG42 (1).121.119 (Epid., iv B. C.), LXX To.1.13, Vett.Val.1.6, etc.; σῶμα μορφῆς ἐμῆς OGI383.41 (Commagene, i B. C.); μορφῆς εἰκόνας ib.27; χαρακτῆρα μορφῆς ἐμῆς ib.60.    2 generally, form, fashion, appearance, A.Pr.78, S.Tr.699, El.199 (lyr.); outward form, opp. εἶδος, ἑκατέρω τῶ εἴδεος πολλαὶ μ. Philol.5; ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Pl.R.380d; μ. θεῶν X.Mem.4.3.13, cf. Ep.Phil.2.6, Dam.Pr.304; ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς A.R.4.1193; κατά τε μορφὰς καὶ φωνάς gesticulations and cries, D.H.14.9; τὴν μ. μελάγχρους, τῇ μ. μελίχροας, in complexion, Ptol.Tetr.143, 144.    3 kind, sort, E. Ion 382, 1068 (lyr.), Pl.R.397c, etc. (Possibly cogn. with Lat. forma for morg[uglide]hmā, with f by dissimilation, cf. μύρμηξ.)

German (Pape)

[Seite 208] ἡ, die Gestalt, Leibesbildung; εἶδος ἀκιδνότερος πέλει, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, Od. 8, 170, wie μορφὰν βραχύς Pind. I. 3, 71; οὔτε φωνἡν οὔτε του μορφὴν βροτῶν ὄψει, Aesch. Prom. 21; πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία, 210; ναυκλήρου τρόποις μορφὴν δολώσας, das Aeußere des Körpers, Soph. Phil. 129; μορφῆς μετάστασις, die Verwandlung der Gestalt, Eur. Hec. 1266, vgl. μορφὴν ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν, Bacch. 4; bes. schöne Gestalt, körperliche Schönheit, ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισιν, Pind. Ol. 9, 70; ποτιστάζει Χάρις εὐκλέα μορφάν, 6, 76; διαφθορὰν μορφῆς, Aesch. Prom. 647; καλή, Soph. O. C. 584; ἔριν μορφᾶς, Eur. I. A. 184; κατὰ σώματος μορφήν, Plat. Phaedr. 271 a; μορφὰς παντοίας εἴληφε, Phil. 12 c; ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μ ορφάς, Rep. II, 380 d; auch συῶν μορφαί, Tim. Locr. 104 e; μορφαὶ θεῶν, Xen. Mem. 4, 3, 13; Folgde, ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς, Ap. Rh. 4, 1193. – In der Zeichenkunst der Umriß. – Später auch die Geberden, das Mienenspiel.

Greek (Liddell-Scott)

μορφή: ἡ, σχῆμα, Λατ. forma, σοὶ δ’ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες ἐσθλαί, «τὸ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων γράφεται καὶ ἔνι μὲν μορφὴ ἐπέων, ὅ ἐστι κάλλοςπιθανότης» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 367· οὕτω πιθ., ἄλλος μέν... εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ἄλλος ἔχει εὐτελὲς ἐξωτερικόν, ἀλλ’ ὁ θεὸς κοσμεῖ αὐτὸν διὰ τοῦ χαρίσματος τῆς εὐγλωττίας, Θ. 169· (ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις, ὁ δὲ Ἡσ. οὐδαμοῦ· οὐδὲ τῶν παραγώγων αὐτῆς οὐδὲν μεταχειρίζονται οὔτε τῶν συνθέτων· - συχνότατον παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι, μορφή, παράστημα, σχῆμα ἐξωτερικόν, μορφὰν βραχὺς Πινδ. Ι. 4 (3). 89· μορφῆς μέτρα Εὐρ. Ἄλκ. 1063· περίφρ., μορφῆς φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· μ. σχῆμα, τύπωμα Εὐριπ. Ἴων 992, Φοίν. 162· καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία Αἰσχύλ. Πρ. 210· ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν αὐτόθι 449· νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδὸν Σοφ. Ἠλ. 1159. 2) συχνάκις, ὡς τὸ Λατ. forma, species, ὡραία μορφή, Πινδ. Ο. 6. 128., 9. 99, κτλ. 3) καθόλου, εἶδος, σχῆμα, ἐξωτερικόν, Σοφ. Τρ. 699, Ἠλ. 199· - ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ ἢ τὸ φαινόμενον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εἶδος, δηλ. τὴν ἀληθῆ μορφήν, Πλάτ. Πολ. 380D· μ. θεῶν Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13· ἡρώων εἴδεα καὶ μορφὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1193. 4) μορφή, εἶδος, Εὐρ. Ἴων 382, 1067, Πλάτ. Πολ. 397C, κτλ. ΙΙ. σχῆμα, σχηματισμὸς τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. Ἐπιτ. 10. 15. (Πρότερον ἐθεωρεῖτο ὡς = forma, κατὰ μετάθεσιν· ἀλλ’ ἴδε Pott. 2. 119).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
forme :
1 forme du corps, figure, extérieur;
2 forme, apparence en parl. de songes, de fantômes;
3 forme, sorte, espèce.
Étymologie: cf. lat. forma.

English (Autenrieth)

form, fig., grace; ἐπέων, λ 3, Od. 8.170. (Od.)

Spanish

forma, figura

English (Strong)

perhaps from the base of μέρος (through the idea of adjustment of parts); shape; figuratively, nature: form.

English (Thayer)

μορφῆς, ἡ (from root signifying 'to lay hold of', 'seize' (cf. German Fassung); Fick, Part i., p. 174; Vanicek, p. 719), from Homer down, the form by which a person or thing strikes the vision; the external appearance: children are said to reflect ψυχῆς τέ καί μορφῆς ὁμοιότητα (of their parents), ἐφανερώθη ἐν ἑτέρα μορφή, ἐν μορφή Θεοῦ ὑπάρχων, μορφήν δούλου λαβών, who, although (formerly when he was λόγος ἄσαρκος) "he bore the form (in which he appeared to the inhabitants of heaven) of God (the sovereign, opposed to μορφή δούλου), yet did not think that this equality with God was to be eagerly clung to or retained (see ἁρπαγμός, 2), but emptied himself of it (see κενόω, 1) so as to assume the form of a servant, in that he became like unto men (for angels also are δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, μένει ἀεί ἁπλῶς ἐν τῇ αὐτοῦ μορφή, Plato, de rep. 2, p. 381c., and it is denied that God φαντάζεσθαι ἄλλοτε ἐν ἀλλαις ἰδέαις ... καί ἀλλαττοντα τό αὐτοῦ εἶδος εἰς πολλάς μορφας ... καί τῆς ἑαυτοῦ ἰδεας ἐκβαίνειν, p. 380d.; ἡκιστ' ἄν πολλάς μορφας ἰσχοι ὁ Θεός, p. 381b.; ἑνός σώματος οὐσίαν μετασχηματίζειν καί μεταχαράττειν εἰς πολυτροπους μορφας, Philo leg. ad Gaium § 11; οὐ γάρ ὥσπερ τό νόμισμα παρακομμα καί Θεοῦ μορφή γίνεται, ibid. § 14at the end; God ἔργοις μέν καί χαρισιν ἐνεργής καί παντός ὁυτινοσουν φανερωτερος, μορφήν δέ καί μέγεθος ἡμῖν ἀφανεστατος, Josephus, contra Apion 2,22, 2.) [ SYNONYMS: μορφή, σχῆμα: according to Lightfoot (see the thorough discussion in his 'Detached Note' on Phil. ii.) and Trench (N. T. Synonyms, § lxx.), μορφή form differs from σχῆμα figure, shape, fashion, as that which is intrinsic and essential, from that which is outward and accidental. So in the main Bengel, Philippi, others, on μορφή δούλου in Philippians , the passage cited relate to the complete form, or nature, of a servant; and σχῆμα to the external form, or human body.]