μυελός

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελός Medium diacritics: μυελός Low diacritics: μυελός Capitals: ΜΥΕΛΟΣ
Transliteration A: myelós Transliteration B: myelos Transliteration C: myelos Beta Code: muelo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A marrow, μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ' Il.20.482, cf. Pl.Ti.73b sq., 91b, Thphr.HP1.2.6, etc.: pl., Ti.Locr.100b; brain, S.Tr.781, Gal.UP8.4; μ. ῥαχίτης spinal cord, Hp.Coac.499; μ. νωτιαῖος Diocl.Fr.141.    2 fat, χηνὸς μ. Hp.Nat.Mul.109, al.    3 marrow as good food, ἐπὶ γούνασι πατρὸς μυελὸν οἶον ἔδεσκε Il.22.501 (but ἄλφιτα μ. ἀνδρῶν, as becoming or making marrow, Od.2.290, cf. 20.108): metaph., φάγεσθε τὸν μ. τῆς γῆς LXX Ge.45.18.    4 metaph., νεαρὸς μ. A.Ag.76 (anap.); πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς marrow, inmost part, E.Hipp.255 (anap.); Τρινακρίας μ., of Syracuse, Theoc. 28.18.    5 generally, soft, marrow-like meat, Alex.186.10. [ῡ always in Hom.: ῠ always in Att.; so also in the deriv. words.]

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, Mark; μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλτο, Il. 20, 482; μυελὸν οἱον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόν, 22, 501; auch übertr. ἄλφιτα u. ἀλείατα μυελὸς ἀνδρῶν, Mark der Männer, die nahrhafte, stärkende Speise, Od. 2, 290. 20, 108; νεαρὸς μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, Aesch. Ag. 76; das Gehirn, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει, Soph. Tr. 778; übertr. sagt Eur. πρὸς ἄκρον μ υελὸν ψυχῆς, Hipp. 255; ὀστέα μυελῶν περιφράγματα, Tim. Locr. 100 b; διαυχένιος καὶ νωτιαῖος, Plat. Tim. 54 a, öfter, u. Folgde. – Bei Alexis in Ath. III, 117 d, εἶτ' εἰς λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα, ἐνθεὶς τὸ τέμαχος, λευκὸν οἶνον ἐπιχέας, ἐπεσκέδασα τοὔλαιον· εἶθ' ἕψων ποιῶ μυελόν, scheint eine Art Gallerte gemeint; vgl. Mein. zu Philox. coen. (Ath. XIV, 643) III p. 638 u. μυελόεις. – Uebh. das Innere, Sp. – Uebtr. nennt Theocr. 28, 18 Syrakus νάσω Τρινακρίας μυελόν. – [Υ, bei Hom. stets lang, ist bei den Attikern gewöhnlich kurz, wie in den angeführten Stellen der Tragg.; auch zuweilen bei sp. Ep., vgl. Iac. A. P. p. XCIV; so auch in den Ableitungen.]

Greek (Liddell-Scott)

μυελός: ὁ, μυαλόν, Λατ. medulla, μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ’ Ἰλ. Υ. 482, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 73Β κἑξ., 91Α· πληθ., Τίμ. Λοκρ. 100Β· - ὁ ἐγκέφαλος, Σοφ. Τρ. 781. 2) ἡ ἐντεριώνη, «καρδιὰ» τῶν φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 1, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6. 3) μεταφορ., ἐπὶ τροφῆς δυναμωτικῆς, οἶνον... καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν Ὀδ. Β. 290, Υ. 108· ἐντεῦθεν λέγεται περὶ τοῦ Ἀστυάνακτος ὅτι: ἐπὶ γούνασι πατρὸς μυελὸν οἶον ἔδεσκε Ἰλ. Χ. 501· νεαρὸς μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 76· πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς, τὸ ἐνδότερον αυτῆς, Εὐρ. Ἱππ. 255· Τρινακρίας μ., ἐπὶ τῶν Συρακουσῶν, Θεόκρ. 28. 18. 4) καθόλου, κρέας τρυφερόν, ὅμοιον μυελῷ, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1, 10, ἴδε Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σελ. 638· πρβλ. μυελόεις. [ῡ ἀεὶ παρ’ Ὁμ.· ῠ ἀεὶ παρ’ Ἀττ.· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν παραγώγων].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moelle ; p. ext. toute substance nutritive ou fortifiante.
Étymologie: DELG innovation du grec qui remplace le nom i.-e.

English (Strong)

perhaps a primary word; the marrow: marrow.

English (Thayer)

μυελοῦ, ὁ (enclosed within, from μύω to close, shut), marrow: Homer down; the Sept. Job 21:24.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυελός)
φρ. «μέχρι μυελού οστέων» — σε μεγάλο βαθμό, καθ' ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων»)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαίος μυελός
ανατ. το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον σπονδυλικό σωλήνα
β) «μυελός τών οστών»
ανατ. μαλακή λιπώδης ουσία που πληροί τον αυλό τών διαφύσεων και τις κυψέλες της σπογγώδους ουσίας τών διαφόρων οστών
γ) «προμήκης μυελός» — μυελός που αποτελεί τον έσχατο εγκέφαλο και παριστά την προς τα άνω συνέχεια του νωτιαίου μυελού, από τον οποίο χωρίζεται με την ανάδυση τών πρώτων αυχενικών νεύρων και περατούται καθώς ενώνεται με τη γέφυρα
μσν.
συνεκδ. άνθρωπος που έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης
αρχ.
1. νωτιαίος μυελός
2. προμήκης μυελός
3. μαλακή ουσία που εμπεριέχεται στο εσωτερικό του στελέχους τών φυτών του οποίου ο αγγειώδης ιστός έχει κυλινδρική μορφή και χρησιμεύει για την αποθήκευση τροφής, η εντεριώνη, η καρδιά
4. (για κρέας) το τρυφερότερο μέρος
5. εξαιρετικής ποιότητας λίπος, πάχος σφαγίου
6. μτφ. α) (για την ψυχή ή τη σκέψη) το εσώτερο, το μύχιο
β) ο ωραιότερος τόπος («ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε πότ' Ἀρχίας νάσω Τρινακρίας μύελον», Θεόκρ.)
7. (κατ' επέκτ.) α) κάθε εκλεκτή και κατ' εξοχήν θρεπτική και δυναμωτική τροφή
β) σωματική δύναμη, ρώμη, ευρωστία
8. φρ. «μυελὸς ραχίτης» — ολόκληρη η σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μυ-ελός εμφανίζει επίθημα -ελός (πρβλ. πιμ-ελή «λίπος», πύ-ελος) και συνδέεται πιθ. με τον τ. μυ-ών (< μῦς), πρβλ. αγκ-ών: αγκ-αλή, εξαιτίας της μαλακότητας τών μυών και του μυελού, σε αντίθεση με τη σκληρότητα τών οστών. Η λ. μυελός εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια σειρά ξεν. επιστημονικών ιατρικών όρων που εισήχθησαν στην ελλ. ως αντιδάνεια (πρβλ. μυελοσάρκωμα < γαλλ. myelosarcome, μυελοκύτταρο < γαλλ. myelocyte).
ΠΑΡ. μυέλινος, μυελώδης
αρχ.
μυελόεις, μυελόθεν, μυελούμαι
μσν.-νεοελλ. μυαλό(ν)
νεοελλ.
μυελικός, μυελίτιδα, μυέλωμα, μυέλωση.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μυελαυξής, μυελοποιός, μυελοτρεφής
νεοελλ.
μυελαιμία, μυελασθένεια, μυελεγκέφαλος, μυελοβλάστη, μυελόγραμμα, μυελογραφία, μυελοδυσπλασία, μυελοειδής, μυελοκήλη, μυελοκυστοκήλη, μυελοκύτταρο, μυελομαλακία, μυελομηνιγγίτιδα, μυελοπάθεια, μυελόπλακα, μυελοσάρκωμα, μυελοσκλήρωση, μυελοτομία, μυελόφθιση. (Β' συνθετικό) αμύελος
αρχ.
πολυμύελος.