γραμμή

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμή Medium diacritics: γραμμή Low diacritics: γραμμή Capitals: ΓΡΑΜΜΗ
Transliteration A: grammḗ Transliteration B: grammē Transliteration C: grammi Beta Code: grammh/

English (LSJ)

ἡ, (γράφω)

   A stroke or line of a pen, line, as in mathematical figures, γραμμῆς λόγος ὁ τῶν δύο Pythagorei ap.Arist. Metaph. 1036b12, cf. Pl.Men.82c, R.509d, etc.; περὶ ἀλόγων γ. title of work by Democritus, περὶ ἀτόμων γ., title of work ascribed to Arist.: hence γραμμαί, αἱ, astronomy, AP9.344 (Leon.); also in forming letters, line traced by teacher, Pl.Prt.326d; outline, opp. σκιά, Metop. ap. Stob.3.1.116, cf. Plb.2.14.8; ἡ ἐκτὸς γ. Hero Aut.27.2.    II = βαλβίς, line across the course, starting- or winning-point, Pi.P.9.118, cf. Ar.Ach.483; εὐθὺς ἀπὸ γ. Lib.Or.59.13: metaph. of life, πέλας γραμμῆς ἱκέσθαι E.El.956; ἐπ' ἄκραν ἥκομεν γ. κακῶν Id.Fr.169; ἡ ἐσχάτη τοῦ βίου γ. D.S.17.118: hence, boundary-line, edge, dub. l. in Hp.Art.80; cutting edge of a knife, Gal.2.673.    III line or square on a chequer-board: hence prov., τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον to move a piece from this line, i. e. try one's last chance, Theoc. 6.18 (usu. called ἡ ἱερά (sc. γραμμή), cf. ἱερός) ; αἱ γ. the board itself, Poll.9.99.    2 διὰ γραμμῆς παίζειν to play at tug-of-war (διελκυστίνδα), Pl.Com.153.1, Pl.Tht.181a.    IV ἡ μακρά (sc. γραμμή), v. τιμάω 111.1.    V Medic., linea alba, Gal.2.514.    2 = ζέα, Hippiatr.1.

German (Pape)

[Seite 504] ἡ, 1) Linie, Strich, Plat. Prot. 326 d; bes. im mathemat. Sinne, z. B. Meno, Euclid.; Umriß einer Zeichnung, Pol. 2, 14, 8; Luc. Imag. 3; πάσαις ταῖς γραμμαῖς ἀπηκριβωμένη εἰκών 16; vgl. Plut. aud. poet. 2. – 2) der Strich, der den Anfang u. das Ende der Rennbahn bezeichnete, Schol. Pind. P. 9, 122, der das Sprichwort μὴ κίνει γραμμήν darauf zurückführt; also die Schranken, Ar. Ach. 483; das Ziel, das Ende, Pind. P. 9, 122; πρὶν ἂν πέλας γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψῃ βίου Eur. El. 955; ἀπὸ γραμμῆς, = ἀπ' ἀρχῆς, B. A. 426. – 3) αἱ γραμμαί, das mit Linien bezeichnete Spielbrett, πεσσός Poll. 9, 98; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theocr. 6, 18 bezieht sich auf das unter ἱερός aufgeführte Sprichwort; s. auch διαγραμμίζω; – διὰ γραμμῆς παίζειν Plat. Theaet. 181 a, = διελκυστίνδα, Poll. 9, 112. – 4) γραμμὴ μακρά, der lange Strich, den die Richter auf den Stimmtäfelchen als Zeichen der Verurtheilung zogen, Poll. 8, 16; vgl. Schol. Ar. Vesp. 106.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμή: ἡ, (γράφω) ἡ διὰ κονδυλίου γραφομένη συνεχὴς σειρὰ σημείων, οἷον ἐν τοῖς μαθηματικοῖς σχήμασι, Πλάτ. Μέν. 82C, Πολιτ. 509D, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ σχηματισμῷ τῶν γραμμάτων, Λατ. ductus literarum, ὁ αὐτ. Πρωτ. 326D·― περίγραμμα, Ἀρχύτ. 695Gal., Πολύβ. 2. 14, 8, κτλ. ΙΙ. = βαλβίς, ἡ διατέμνουσα τὸν δρόμον γραμμὴ δηλοῦσα τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως ἢ τὸ τέρμα τοῦ ἀγῶνος, Πίνδ. Π. 9. 208, ἴδε ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 483· μεταφ. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου ultima linea rerum, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 956, Ἀποσπ. 169·― ἐντεῦθεν, γραμμὴ μεθόριος, τὸ ἄκρον, χείλος, Ἱππ. Ἄρθρ. 839. ΙΙΙ. μεσαία γραμμὴ ἐπὶ σανίδος (παιγνιδίου, οἷον τῶν πεσσῶν), καλουμένη ὡσαύτωςἱερά· ἐντεῦθεν παροιμιωδῶς, τὸν ἀπὸ γραμμῆς ἢ ἀφ’ ἱερᾶς κινεῖν λίθον, κινῶ τὸν ἐπὶ τῆς κυρίας γραμμῆς εὐρισκόμενον πεσσόν, δηλ. κάμνω τὴν ὑστάτην ἀπόπειραν, Ἀλκαῖ. 77, Θεόκρ. 6. 18· πρβλ. Εὐστ. 633. 58., 1397. 31· αἱ γραμμαί, αὐτὴ ἡ σανὶς τοῦ παιγνιδίου (πρβλ. πεσσός), Πολυδ. Θ΄, 99. 2) διὰ γραμμῆς παίζειν, ἦτο παιγνίδιον καθ’ ὃ δύο ἐναντία μέρη προσεπάθουν νὰ σύρωσιν ἀλλήλους ἐντεῦθεν τῆς μεταξὺ γραμμῆς· τοῦτ’ αὐτὸ δὲ καλεῖται καὶ διελκυστίνδα, ἴδε Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2, Πλάτ. Θεαιτ. 181Α. IV. ἡ μακρὰ (ἐνν. γραμμὴ) ἴδε ἐν λ. τιμάω ΙΙΙ. 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
trait, ligne ; au jeu de dames ou de trictrac, αἱ γραμμαί, les lignes marquant les étapes progressives des pions ; abs.γραμμή ouἱερά (γραμμή) la ligne ou ligne sacrée, càd la ligne médiale entre les deux camps ; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς (dor.) κινεῖν λίθον THCR pousser son pion hors de la ligne (médiale), càd risquer sa dernière chance.
Étymologie: γράφω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. γραμμά Pi.P.9.118, Theoc.6.18, Archim.Spir.8, Metopus p.121

• Morfología: [jón. plu. dat. γραμμαῖσι Call.Fr.110.1, AP 9.344 (Leon.Alex.), γραμμῇσι D.P.236]
A trazo, línea
I geom. figura de una sola dimensión
1 gener. línea τὰς μὲν γραμμὰς ἀσφαλεστέρας, τὰς δὲ πράξεις λαμπροτέρας ἔχειν δεῖ Ps.Democr.B 302, καλλίστη τῶν γραμμῶν ἡ εὐθεῖα Arist.APo.75b18, ἐπεί φασι κινηθεῖσαν γραμμὴν ἐπίπεδον ποιεῖν Arist.de An.409a4, cf. GC 323b25, Plu.2.719d, Plot.1.1.4, ὥσπερ καὶ τὰν σκιὰν καὶ τὰν γραμμὰν ἐπὶ τᾶς γραφᾶς Metopus l.c., καμπύλαι γραμμαί Archim.Sph.Cyl.1 Def.1, ἐὰν δὲ ἐπί τινος γραμμῆς φερόμενόν τι σημεῖον ὁμαλῶς δύο γραμμὰς διεξέλθῃ Autol.Sphaer.1.1, γ. δὲ μῆκος ἀπλατές Euc.1 Def.2, γραμμῆς δὲ πέρατα σημεῖα Euc.1 Def.3, cf. Archim.Sph.Cyl.1 Post. 1, διανοίας ... τὰς γραμμὰς ἠσκημένης Plu.2.579c
línea irregular εἰ μὲν οὖν ἐπιφάνεια ἐπίπεδός ἐστιν, ἡ δὲ περιέχουσα αὐτὴν γ. ἄτακτος ὑπάρχει Hero Metr.1.39.
2 recta γραμμῆς τὸν λόγον τὸν τῶν δύο εἶναι φάσιν dicen que la fórmula de la recta es la del dos Pythag.B 25, cf. Theol.Ar.62 (= Philol.A 13), ἔστιν οὖν τετράγωνον χωρίον ἴσας ἔχον τὰς γραμμὰς ταύτας πάσας; Pl.Men.82c, cf. Tht.148a, op. ἐπίπεδον Arist.Metaph.1001b7 (= Zeno Eleat.A 21), περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν D.L.9.47 (= Democr.A 33), ἣ παρὰ τὴν πλευρὰν τέμνουσα τὸ ἐπίπεδον ὁμοίως διαιρεῖ τὴν γραμμὴν καὶ τὸ χωρίον Arist.Top.158b32, cf. 34, tb. εὐθεῖα γ. Aristox.Harm.42.15, Euc.1 Def.4, 9, infinita εἶναι γάρ τινας ἀτόμους γραμμάς Simp.in Ph.138.15 (= Zeno Eleat.A 22), ἄπειρον λέγομεν γραμμήν Plot.6.6.17
cuerda κύκλου δοθέντος καὶ ἐν τῷ κύκλῳ γραμμᾶς ἐλάσσονος τᾶς διαμέτρου Archim.Spir.8, διὰ τῆς τῶν γραμμῶν καταγραφῆς Papp.174.23
perpendicular πρὸς ὀρθὰς γωνίας εὐθεῖαν γραμμὴν ἀγαγεῖν Euc.1.11
radio δεῖ οὖν μένειν αὐτὸ ... ὥσπερ κύκλον πρὸς κέντρον ἀφ' οὖ πᾶσαι γραμμαί Plot.1.7.1, 3.8.8, 4.2.1.
3 circunferencia κύκλος ἐστὶ σχῆμα ἐπίπεδον ὑπὸ μιᾶς γραμμῆς περιεχόμενον Euc.1 Def.15, ἡ γ. ἡ γινομένη ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς σφαίρας Papp.524.31
sección cónica ἀπ' αὐτῶν (δύο σημείων) ἀχθῶσιν ἐν τῇ τομῇ παρὰ τὰς ἐφαπτομένας τέμνουσαι ἀλλήλας τε καὶ τὴν γραμμήν Apollon.Perg.Con.3.17, ἐν ἑκάστῳ τῶν τριῶν τούτων κώνων διαφόρως τεμνομένων αἱ γ' γίνονται γραμμαί Papp.672.25
espiral τῆς ἕλικος ... ἔχει δὲ γένεσιν ἡ γ. τοιαύτην Papp.234.4.
II en la escritura trazo, palote αἱ γραμμαί de las letras escritas por el maestro para que sobre ellas escribiesen los niños, Pl.Prt.326d, en un mensaje cifrado γραμμαῖς παραμήκεσιν Aen.Tact.31.3
γ. μακρά línea larga que los heliastas trazaban cuando imponían la pena máxima, Hsch.
III 1raya de salida o meta en la carrera ποτὶ γραμμᾷ ... μὲν αὐτὰν στᾶσε como premio para el ganador, Pi.l.c., χωρεῖ 'πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς <εἰς> ἐμβολήν Ar.Fr.630, cf. Ach.483, Poll.3.147, Hsch.
fig. de la vida πρὶν ἂν πέρας γραμμῆς ἵκηται E.El.956, ἐπ' ἄκραν ἥκομεν γραμμὴν κακῶν E.Fr.169, ἐπὶ τῆς ἐσχάτης τοῦ βίου γραμμῆς D.S.17.118, εὐθὺς ἀπὸ γραμμῆς desde el principio Lib.Or.18.40, 59.18.
2 raya trazada en el suelo entre dos equipos que tiran de una cuerda εἴξασιν γὰρ τοῖς παιδαρίοις, οἳ γραμμὴν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς διαγράψαντες Pl.Com.168, διὰ γραμμῆς παίζοντες jugando al marro Pl.Tht.181a
sobre un tablero de juego, Poll.9.97
esp. línea central de las cinco que componían la parte de cada jugador en un juego parecido a las damas τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον mover la ficha de esta línea, e.d. intentar la última oportunidad Theoc.l.c., tb. llamada ἱερὰ γ. Poll.9.98, cf. Eust.633.59
plu. αἱ γραμμαί el tablero Poll.9.99
tablas como n. de un juego τὸ δὲ αὐτὸ καὶ γραμμὰς ἐκάλει Hsch.s.u. διαγραμμισμός.
3 plu. rayas o líneas en la orquestra para la alineación del coro, Hsch.
IV plu. astr. líneas imaginarias que unen los astros πάντα τὸν ἐν γραμμαῖσιν ἰδὼν ὅρον ᾗ τε φέρονται ... cuando miraba la región celeste toda, entre las líneas dibujadas, por donde se deslizan ... Call.l.c., ἦν ὁπότε γραμμαῖσιν ἐμὴν φρένα μοῦνον ἔτερπον AP l.c., (Αἰγύπτιοι) πρῶτοι δὲ γραμμῇσι πόλον διεμετρήσαντο D.P.l.c., cf. Par.ad loc., οἴεσθαι τὰς ἑλικοειδεῖς γραμμὰς ὡς προηγουμένας τάς τε ἱππικῇ παραπλησίας Theo Sm.200, οἱ ἑπτὰ πλάνητες ἐπὶ τριῶν γραμμῶν Ach.Tat.Intr.Arat.23, διὰ μὲν οὖν τῶν αἰθερίων ἰοῦσα κύκλων ... καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς γραμμῶν Aristid.Quint.87.15
tb. sg. línea de la constelación de Casiopea ἡ μὲν πρώτη γ. ἐστι τὸ σῶμα, ἡ δὲ πλαγία τὰ γόνατα Sch.Arat.190.
B ref. a la forma de las cosas
I anat.
1 punto de coincidencia o alineamiento de una articulación ὑπερβεβηκέναι τὴν γραμμήν Hp.Art.80
línea que forma la unión de las ancas de un caballo μηρούς γε μὴν τοὺς ὑπὸ τῇ οὐρᾷ ἢν ἅμα πλατείᾳ τῇ γραμμῇ διωρισμένους ἔχῃ X.Eq.1.14.
2 línea alba Gal.2.514.
3 iris ὀμμάτων ... κόρη ... καὶ ὁ περιθέων αὐτὴν κύκλος γ. κυκλοτερής Poll.2.70.
4 paladar del caballo ἡ ζέα (ἤτοι γ.) Hippiatr.1.21.
II contorno εἶδος τῆς ταῦτα τὰ πεδία περιγραφούσης γραμμῆς τριγωνοειδές Plb.2.14.8
borde περιέτεμον ... τὴν ἐκτὸς γραμμήν Hero Aut.27.2
en un cuadro op. σκιά dibujo περὶ γραμμῆς τι καὶ σκιᾶς ... λαλεῖν Plu.2.58d
filo de un escalpelo ὥστε ἀμφικύρτους ἔχειν ἀμφοτέρας τὰς τεμνούσας γραμμάς Gal.2.673.
III dud., lat. groma instrumento de agrimensor, escuadra o cordel ἀγροὺς ... μετρηθῆνε ἐκέλευσε σὺν τῇ εἱερᾷ γραμῇ (sic) Latomus 30.1971.353 (Pesinunte III d.C.), aunque quizá por γράμμα ‘decreto’, cf. γράμμα II 3.

Greek Monolingual

η (AM γραμμή)
Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι
νεοελλ.
1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά
2. κατεύθυνση, πορείαγραμμή της κυβερνήσεως»)
3. έσχατο όριο (πραγματικό ή ιδεατό) μεταξύ δύο εκτάσεων («γραμμή του ορίζοντα»)
4. αξία, ποιότηταεπιστήμονας πρώτης γραμμής»)
5. «σιδηροδρομική γραμμή» — διπλή σειρά ράβδων στις οποίες κινούνται τα οχήματα
6. «ατμοπλοϊκή γραμμή» — δρομολόγιο ατμόπλοιου
7. «τηλεγραφική ή τηλεφωνική γραμμή» — σύρμα μεταβιβάσεως ηλεκτρικού ρεύματος που ενώνει δύο τηλεγραφικούς ή τηλεφωνικούς σταθμούς
8. πληθ. οι γραμμές
χαρακτηριστικά μερών ενός όλου
9. επίρρ. γραμμή
κατά σειρά ή κατευθείαν ή συνεχώς
II. φρ. «σε γενικές γραμμές» — περιληπτικά
αρχ.-μσν.
φρ. «κινῶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς λίθον» — δοκιμάζω την τελευταία ευκαιρία
μσν.
φρ. «ἀπὸ γραμμῆς πρώτης» — από την πρώτη στιγμή
αρχ.
1. περίγραμμα
2. άκρο
3. η βαλβίς, σημείο εκκινήσεως ή τέρματος του αγώνα
4. γραμμή ή τετράγωνο στη σανίδα παιχνιδιού με πεσσούς
5. «παίζω διὰ γραμμής» — παίζω διελκυστίνδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω.
ΠΑΡ. γραμμικός
μσν.
γραμμιστός
μσν.- νεοελλ.
γραμμίζω
νεοελλ.
γραμμώνω, γραμμωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γραμμοειδής, γραμμοποίκιλτος
νεοελλ.
γραμμοάτομο, γραμμογράφος, γραμμοδεσία, γραμμόδεσμο, γραμμοδετώ, γραμμοϊσοδύναμο, γραμμομόριο, γραμμοσκιά, γραμμοσύρτης, γραμμοσχεδίασμα, γραμμόφωνο
(Β' συνθετικό, -γραμμή) αρχ. αυτογραμμή, επιγραμμή
νεοελλ.
κορυφογραμμή, υπογραμμή
(Β συνθετικό, -γραμμος) εύγραμμος, ευθύγραμμος, λεπτόγραμμος, παραλληλόγραμμος, ποικιλόγραμμος, πολύγραμμος
αρχ.
επίγραμμος, ερυθρόγραμμος, ιθύγραμμος, μελανόγραμμος, μονόγραμμος, ομόγραμμος, πεντέγραμμος, περιφερόγραμμος, τετράγραμμος, χρυσόγραμμος
νεοελλ.
άγραμμος, απαλόγραμμος, δίγραμμος, καλλίγραμμος, καμπυλόγραμμος.