ὁλόκληρος

From LSJ
Revision as of 07:05, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκληρος Medium diacritics: ὁλόκληρος Low diacritics: ολόκληρος Capitals: ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: holóklēros Transliteration B: holoklēros Transliteration C: olokliros Beta Code: o(lo/klhros

English (LSJ)

ον,

   A complete, entire, perfect, opp. κολοβός, Arist.HA585b36 ; uncastrated, κίχλαι Pl.Com.174.9 ; τοὺς ἱερέας ὁ. νόμος εἶναι Anaxandr.39.10, cf. Men.233, Luc.Asin.33 ; ὁ. ὑγιής τε Pl.Ti.44c ; σῶμα Diog.Oen.39 ; ὁ. μὲν . . ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν... ὁ. δὲ . . καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι perfect, complete, Pl. Phdr.250c ; ὁ. καὶ γνήσιον Id.Lg.759c ; ἐν ὁ. δέρματι Luc.Philops.8 ; also of evils, ὁ. πήρωσις Democr.296 ; [ἡ ἀνελευθερία] οὐ πᾶσιν ὁ. παραγίνεται Arist.EN1121b19, cf. 1126a12 ; simply, whole, complete, ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρ[οι]ς IG14.1386 ; ὁ. βουλευτήριον BGU1027.12 (iv A. D.) ; ὁ. οἰκία PLond.3.930.13, etc. ; ὁ. κολλούρια drug-pencils used as wholes, for insertion in cavities, Antyll. ap. Orib.10.23.1. Adv. -ρως Erot. s.v. ἀπαρτί, S.E.P.3.226, Gal.16.68, Hld.7.8.

German (Pape)

[Seite 325] in allen seinen Theilen unversehrt, integer; καὶ ὑγιής, Plat. Tim. 44 c; καὶ γνήσιον, Legg. VI, 759 c; καὶ ἀπαθεῖς κακῶν, Phaedr. 250 c; öfter bei Sp.: εὔκλειαν ὁλόκληρον περιποιήσασθαι, Pol. 18, 28, 9; Πέρσαις ἀνανεώσασθαι πᾶσαν ὁλόκληρον, ἣν πρότερον ἔσχον, ἀρχήν, Hdn. 6, 2, 6; ἐν ὁλοκλήρῳ δέρματι, Luc. Philops. 8. – Adv., S. Emp. pyrrh. 3, 226.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόκληρος: -ον, πλήρης, ἀκέραιος, τέλειος, ἀντίθετ. τῷ κολοβός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· Λατ. integer, κίχλαι ἑκκαίδεχ’ ὁλόκληροι Πλάτων Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 9· τοὺς ἱερέας ἐνθάδε ὁλοκλήρους νόμος εἶναι Ἀλεξανδρίδης ἐν «Πόλεσι» 1. 10· ὁλ. ὑγιής τε Πλάτ. Τίμ. 44C· ὁλόκληροι μὲν ... ὅντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ..., ὁλόκληρα δὲ ... καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι, τέλεια, πλήρη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250C· ὁλ. καὶ γνήσιον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 759C· ἐν ὁλ. δέρματι Λουκ. Φιλο-Ψευδ. 8. ― ὡσαύτως ἐπὶ κακῶν, ἡ ἀνελευθερία οὐ πᾶσιν ὁλ. παραγίνεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 38, πρβλ. 4. 5, 7. Ἐπίρρ. -ρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 226· ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρως, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 577.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme un tout ; entier, intact, complet, parfait.
Étymologie: ὅλος, κλῆρος.

English (Strong)

from ὅλος and κλῆρος; complete in every part, i.e. perfectly sound (in body): entire, whole.

English (Thayer)

ὁλόκληρον (ὅλος and κλῆρος, properly, all that has fallen by lot), complete in all its parts, in no part lacking or unsound, complete, entire, whole: λίθοι, untouched by a tool, Philo de vici. § 12; Josephus, Antiquities 3,12, 2 (cf. Havercamp's Josephus, ii., p. 321)). Ethically, free from sin, faultless (R. V. entire): τέλειοι and with the addition of ἐν μηδενί λειπόμενοι, complete in all respects, consummate, δικαιοσύνη, εὐσέβεια, Plato, Polybius, Lcian, Epictetus, others; the Sept. for שָׁלֵם, תָּמִים, SYNONYMS: ὁλόκληρος, τέλειος (cf. Trench, § xxii.): 'in the ὁλόκληρος no grace which ought to be in a Christian man is deficient; in the τέλειος no grace is merely in its weak imperfect beginnings, but all have reached a certain ripeness and maturity.']

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ολόκληρος, -ον)
1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.)
2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά ολόκληρη περιουσία»)
3. φρ. «εξ ολοκλήρου» ολοσχερώς, εντελώς
νεοελλ.
1. (συν. στον εν.) σύμπας, άπας, όλος («ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε με τον σεισμό»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ολόκληρο
μουσ. η μεγαλύτερη ρυθμική αξία στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική που ισούται με 4 τέταρτα ή δύο ημίση.
επίρρ...
ολοκλήρως (ΑΜ ὁλοκλήρως)
εντελώς, καθ' ολοκληρίαν, ολοσχερώς, ολωσδιόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κλῆρος (Ι), πρβλ. πολύ-κληρος].

Greek Monotonic

ὁλόκληρος: -ον, πλήρης, απ' όλες τις απόψεις, εντελής, ακέραιος, τέλειος, Λατ. integer, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὁλόκληρος: целый, неповрежденный, невредимый (ὁ. καὶ ὑγιής Plat.; βασιλεία Plut.).

Frisk Etymological English

Meaning: entire
See also: s. κλῆρος.