μύλη
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
ἡ,
A mill: in Hom., hand-mill turned by women, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104; γυνὴ… ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ' ἄρα οἱ μύλαι ἥατο 20.106; μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν, Poll.7.180; μηδὲ μύλαν (Dor.) ἐνεῖμεν μηδὲ ὅλμον IG22.1126.24 (Amphict. Delph., iv B. C.): Cret.acc. pl. μύλανς Schwyzer 180.6. II nether millstone (the upper being ὄνος), Ar.V.648: pl., αἱ μύλαι Arist.Mete.383b7, cf. Pherecr.10. III knee-pan, Hp.Off.9, Com.Adesp.450, Arist.HA 494a5, Paus.1.35.5. IV hard formation in a woman's womb, Hp.Mul.1.71, 2.178, Arist.GA775b25. V pl., molars, LXX Jb. 29.17, Anon.Lond.24.24, Gal.UP9.15: sg., of an ass's tooth, PMag. Lond.125.22, al. VI = μῶλυ, Gal.12.80: root of λάπαθον, Aët. 1.251. (Cf. Lat. molo, Goth. malan 'grind', etc.)
German (Pape)
[Seite 217] ἡ, 1) die Mühle; bei Hom. Handmühlen, welche von den Mägden gedreht wurden, ἥ ῥα μύλην στήσασα, Od. 20, 111, vgl. 106; ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπον, 7, 104; Soph. frg. 703 u. A. Auch der untere Mühlstein (wie der obere ὄνος heißt), Ar. Vesp. 648, wo Einige ohne Grund »in der Mühle zum Opfergebrauch geschrotete Gerste«, = οὐλαί, erklären. – 2) im plur. = μύλακροι, die Backenzähne, Suid., Phryn., vgl. Poll. 2, 92. – 3) bei Arist. H. A. 1, 15 τὸ πλανησίεδρον, die Kniescheibe. – 4) bei den Aerzten ein Mondkalb, ein verunstalteter Embryo, mola, Arist. H. A. 10, 7; vgl. Plut. conj. praec. p. 429.
Greek (Liddell-Scott)
μύλη: [ῠ], ἡ, μύλος, Λατ. mŏla· παρ’ Ὁμ. «χειρόμυλος», ὃν ἔστρεφον γυναῖκες, αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπὸν Ὀδ. Η. 104· γυνή... ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ’ ἄρα οἱ μύλαι εἵατο Υ. 106· μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν Πολυδ. Ζ΄, 180. ΙΙ. ἡ κάτω μυλόπετρα, Ἀριστοφ. Σφ. 648· ἡ δὲ ἄνω ἐκαλεῖτο ὄνος· ― πληθ., αἱ μύλαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 11, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1. ΙΙΙ. ἡ ἐπιγονατίς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743, Ἀριστ. π. Ἱστ. 1. 15, 5. IV. σκιρρώδης ὄγκος, ποτὲ μὲν κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, ποτὲ δὲ καὶ καθ’ ὅλην αὐτὴν προφαινόμενος, ἁφῇ λιθώδης, mola uteri κατὰ Πλίν., Ἱππ. 618. 42., 665, 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 2, Παῦλ. Αἰγιν. 3. V. ἐν τῷ πληθ., οἱ γόμφιοι ὀδόντες, Λατ. dentes molares, Γαλην. VI. φυτόν τι, Γαλην. (Πρβλ. μύλος, μυλικός, μυλών, μυλωθρός, κτλ.· Λατ. mol-o, mol-a, mol-aris, mol-itor· Γοτθ. mal-an (ἀλήθειν), mal-ÿan (συντρίβειν)· Ἀρχ. Γερμ. muli (μύλος), mel-o (ἄλευρον), mul-jan (ἀλήθω)· Σλαυ. mel-ja· Λιθ. mal-u· ὥστε ἡ λέξις φαίνεται εἰς ἅπαντας τοὺς Εὐρωπ. κλάδους, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Σανσκρ. ― Εἶναι ζήτημα ἂν παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἀλέω· ἴδε ἀλέω).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
meule à moudre le grain.
Étymologie: cf. lat. mola.
English (Autenrieth)
mill, hand-mill. (Od.) (Probably similar to the Roman hand mills found in Switzerland, and represented in the cut.)
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ μύλη)
1. χειρόμυλος
2. το στρογγυλό οστό της επιγονατίδας
3. σαρκώδης όγκος της μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών του πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε κυστίδια όμοια με υδατίδες κύστεις
νεοελλ.
1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
2. λίθινος ή μετάλλινος κύλινδρος που χρησιμοποιείται κατά την άλεση
3. το τμήμα του δοντιού που δεν καλύπτεται από τα ούλα
4. ακονιστικός τροχός ή η πέτρα του ακονιστικού τροχού
(μσν. -αρχ.) στον πληθ. αἱ μύλαι
οι σιαγόνες
αρχ.
1. μύλος
2. η κάτω πέτρα του μύλου
3. δόντι όνου
4. το φυτό μώλυ.
5. η ρίζα του φυτού λάπαθο
6. στον πληθ. οι γομφίοι, οι μυλόδοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύλη ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mol-ә1 της ΙΕ ρίζας mel-ә1 «αλέθω, λειανίζω ιδίως δημητριακά» και συνδέεται με: λατ. molō «γυρίζω τον μύλο», γοτθ. malan, λιθουαν. malu, malti, ιρλδ. melim, αρχ. σλαβ. melje, γαλατ. malu, αρμ. malem «συνθλίβω» και αρχ. ινδ. mŗnāti «συνθλίβω, αλέθω». Στην ελλ. η ρίζα mel- εμφανίζεται στα μυκην. mereuro «αλεύρι» και meretirija «γυναίκες που γυρίζουν τον μύλο» (πρβλ. μάλευρον). Στη λ. μύλη, τέλος, η συνεσταλμένη βαθμίδα αντιπροσωπεύεται με το φωνήεν -υ- (πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. muljan, αρχ. νορβ. mylia), που εμφανίζεται και σε άλλες λ. ειδικά πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. φύλλον, λατ. folium).
ΠΑΡ. μυλίτης, μυλωθρός, μυλών(ας)
αρχ.
μυλαίος, μύλαξ, μυλάριον, μυλεύς, μυληθρίς, μυλητικός, μυλιαίος, μυλίας, μύλινος, μύλιος, μυλιώ, μύλλω (ΙΙ), μυλόεις, μυλούμαι, μυλώδης
αρχ.-μσν.
μυλικός, μυλωρός
νεοελλ.
μυλιστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μυλεργάτης, μυλοκόπος, μυλοκόρος
αρχ.
μυληβόρος, μυλήκορον, μυλοειδής, μυλοεργής, μύλοικος, μυλόκλαστος, μυλουργός
αρχ.-μσν.
μυλήφατος
μσν.
μυλοκριβάνιον, μυλοχαράκτης. (Β' συνθετικό) αρχ. ακρομύλη, λειχομύλη, υδρομύλη, χειρομύλη.
Greek Monotonic
μύλη: [ῠ], ἡ, Λατ. mola·
I. μύλος, χειρόμυλος, που τον περιέστρεφαν γυναίκες, σε Ομήρ. Οδ.
II. η κάτω, η χαμηλή μυλόπετρα, σε Αριστοφ.· η από πάνω ονομαζόταν ὄνος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μύλη: (ῠ) ἡ
1) мельница (преимущ. ручная) Hom.;
2) нижний мельничный камень Arph. (см. ὄνος 5);
3) коленная чашка Arst.;
4) мед. недоносок, уродец Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: handmill, mill, (Od.), (the nether) millstone, metaph. molar (LXX), knee-cap, hard formation in a woman's womb (Hp., Arist.).
Other forms: hell. a. late also μύλος m. (LXX, NT, Str.; cf. Fraenkel Nom. ag. 2,58)
Compounds: Compp., e.g. μυλο-ειδής as a millstone (H 270), μυλή-φατος ground by a mill (β 355, A. R., Lyc.; after ἀρηΐ-φατος a.o.; diff. Chantraine Sprache 1, 145); χειρο-μύλη handmill (X.), also -μυλος (Edict. Diocl.), -μυλον (Cass. Fel.; cf. on βούτυρον); dimin. -μύλιον (Dsc., pap.).
Derivatives: A. Subst. 1. μύλαξ, -ακος m. millstone, big rounded stone (M161, AP, Opp.), cf. λίθαξ a.o. (Chantraine Form. 379). 2. From this with ρ-suffix μύλακρος m. millstone (Alcm.), pl. = γομφίοι ὀδόντες (H.); f. -ακρίς, -ίδος as attr. of λᾶας millstone (Alex. Aet.), as subst. cockroach, also (influenced by ἀκρίς) locust (Ar. Fr. 583, Poll.); also -αβρίς id. (Pl. Com., Poll.; prob. after ἁβρός, ἅβρα), -ηθρίς id. (Poll.). 3. μυλών, -ῶνος m. millhouse, mill (Att.) with -ωνικός miller (pap.), -ώνιον dimin. (gloss.). 4. μυλωθρός m. miller (Att., Arist.); on the formation which is not quite clear cf. Chantraine Form. 373; from this -ωθρίς f. milleress name of a comedy of Eubulos; -ωθρικός belonging to a miller (Plu.), -ωθρέω grind (Men.); backformation -ωθρον = μυλών (Phot.)?; also -ωθριαῖοι adjunct of καλυπ-τῆρες (= roof-tiles?; Delos IIa, reading uncertain); beside it μυλωρός miller (Aesop., Poll.), after πυλωρός a.o. 5. μυλάριον dimin. small handmill (pap.). 6. μυλεύς m. surn. of Zeus as keeper of mills (Lyc.; Bosshardt 67). 7. μυλίας m. (λίθος) millstone, stone, from which millstones were made (Pl., Arist., Str.; Chantraine Form. 96). 8. μυλίτης m. (λίθος, ὀδούς) millstone, molar (Gal.). 9. Μυλόεις ποταμὸς Ἀρκαδίας H.; s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2. 233. -- B. Adj., all rare and late: 1. μύλ-ιος belonging to a mill (Procop.); 2. μυλ-ικός id. (Ev. Luk., Gal.); 3. -ινος consisting of millstones (Smyrna); 4. -αῖος working in a mill (AP), -αῖον n. handmill (pap.); 5. -ιαῖοι ὀδόντες molars (medic.); 6. -όεις consisting of a millstone, belonging to a mill (Nic., Nonn.); 7. -ητικη ἔμπλαστρος remedy for toothache (Gal.). -- C. Verbs, all rare. 1. μυλιάω only in ptc. μυλιόωντες gnashing with the teeth (Hes. Op. 530; on -ιάω Schwyzer 732); 2. μυλόομαι be hardened, cicatrized (Hp.). -- On itself stands μύλλω = βινέω (Theoc. 4,58) with μυλ(λ)άς f. whore (Phot., Suid.), μυλλός m. cake in the form of the pudenda muliebria (Ath. 14, 647 a; Sicilian).
Origin: IE [Indo-European] [716] *melh₁- grind
Etymology: The primary verbal noun μύλη (accent as e.g. μάχη) with the secondarily arising μύλος (after λίθος or ὄνος ἀλέτης?) like the primary yot-present μύλλω deviate through the υ-vowel from the other cognate words for grind, which show an e : o-vocalism: Celt., OIr. melim, Slav., e.g. OCS meljǫ (IE *mel-); Germ., e.g. Goth. malan, Lith. malù, Hitt. 3. sg. mallai (IE *mol-); Lat. molō, on itself ambiguous, prob. from *melō like OIr. melim. In μυλ- we must assume a zero- [or reduced] grade variant (ml̥-; mel-?) (Schwyzer 351). With μύλλω from *ml̥-i̯ō agree in Germ. OHG muljan, OWNo. mylia crush; on the meaning s. below, on the υ -vowel cf. φύλλον against Lat. folium. A weak grade appears also in Welsh malu grind, as well as in Arm. malem crush. An u-vowel could also be found in the reduplicated Arm. ml-ml-em rub; (it could however also be drived from lengthened grade mēl- or mōl). The technical meaning grind might have been specialized from the general rub. As verbal noun μύλη has in Greek the character of an archaism, while μύλλω, which was degraded to an obscene meaning, was further replaced by the also old ἀλέω (s.v. and Porzig Gliederung 156), which was limited to the eastern languages. -- On itself stands μάλευρον (s.v.); remarkable and\/but suspect is the e-vowel of Myc. mereuro meal and meretirija milleresses. -- More forms in WP. 2, 284ff., Pok. 716f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. molō, Fraenkel Wb. s. málti.
Middle Liddell
μύ˘λη, ἡ,
I. Lat. mola, a mill, a handmill turned by women, Od.
II. the nether millstone, Ar.; the upper being ὄνος, Ar.
Frisk Etymology German
μύλη: {múlē}
Forms: hell. u. sp. auch μύλος m. (LXX, NT, Str. usw; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2,58)
Grammar: f. (seit Od.),
Meaning: ‘Handmühle, Mühle, (der untere) Mühlstein’, übertr. Backenzahn (LXX usw.), Kniescheibe, Verhärtung in der Gebärmutter (Hp., Arist. u.a.).
Composita : Kompp., z.B. μυλοειδής wie ein Mühlstein (Η 270 u.a.), μυλήφατος von der Mühle zermalmt (β 355, A. R., Lyk.; nach ἀρηΐφατος u.a.; anders Chantraine Sprache 1, 145); χειρομύλη Handmühle (X.), auch -μυλος (Edict. Diocl.), -μυλον (Cass. Fel.; vgl. zu βούτυρον); Dentin. -μύλιον (Dsk., Pap.).
Derivative: Ableitungen: A. Subst. 1. μύλαξ, -ακος m. Mühlstein, großer abgerundeter Stein (Μ 161, AP, Opp.), vgl. λίθαξ u.a. (Chantraine Form. 379). 2. Davon mit ρ-Suffix μύλακρος m. Mühlstein (Alkm.), pl. = γομφίοι ὀδόντες (H.); f. -ακρίς, -ίδος als Attr. von λᾶας Mühlstein (Alex. Aet.), als Subst. Küchenschabe, auch (von ἀκρίς beeinflußt) Heuschrecke (Ar.Fr. 583, Poll.); daneben -αβρίς ib. (Pl. Kom., Poll.; wohl nach ἁβρός, ἅβρα), -ηθρίς ib. (Poll.). 3. μυλών, -ῶνος n... Mühlenhaus, Mühle (att. usw.) mit -ωνικός Müller (Pap.), -ώνιον Demin. (Gloss.). 4. μυλωθρός m. Müller (att., Arist. usw.); zu der nicht ganz klaren Bildung vgl. Chantraine Form. 373; davon -ωθρίς f. Müllerin N. einer Komödie des Eubulos; -ωθρικός zu einem Müller gehörig (Plu.), -ωθρέω mahlen (Men.); Rückbildung -ωθρον = μυλών (Phot.)?; auch -ωθριαῖοι Beiwort der καλυπτῆρες (= Dachziegel?; Delos IIa, Lesung unsicher); daneben μυλωρός Müller (Aesop., Poll.), nach πυλωρός u.a. 5. μυλάριον Demin. kleine Handmühle (Pap.). 6. μυλεύς m. Bein. des Zeus als Hüters der Mühlen (Lyk.; Bosshardt 67). 7. μυλίας m. (λίθος) Mühlstein, Gestein, aus dem Mühlsteine gemacht werden (Pl., Arist., Str.; Chantraine Form. 96). 8. μυλίτης m. (λίθος, ὀδούς) Mühlstein, Backenzahn (Gal.). 9. Μυλόεις· ποταμὸς Ἀρκαδίας H.; s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2. 233. — B. Adj., alle selten u. spät: 1. μύλιος zur Mühle gehörig (Prokop.); 2. μυλικός ib. (Ev. Luk., Gal.); 3. -ινος aus Mühlsteinen bestehend (Smyrna); 4. -αῖος in einer Mühle arbeitend (AP), -αῖον n. Handmühle (Pap.); 5. -ιαῖοι ὀδόντες Backenzähne (Mediz.); 6. -όεις aus einem Mühlstein bestehend, zur Mühle gehörig (Nik., Nonn.); 7. -ητικὴ ἔμπλαστρος Zahnpflaster (Gal.). — C. Verba, alle selten. L μυλιάω nur im. Ptz. μυλιόωντες mit den Zähnen knirschend (Hes. Op. 530; zu -ιάω Schwyzer 732); 2. μυλόομαι mit einer Verhärtung versehen werden, vernarbt werden (Hp.). — Für sich steht μύλλω = βινέω (Theok. 4,58) mit μυλ(λ)άς f. Hure (Phot., Suid.), μυλλός m. Kuchen in der Form der pudenda mulicbria (Ath. 14, 647 a; sizilisch).
Etymology : Das primäre Verbalnomen μύλη (Akzent wie z.B. μάχη) mit dem sekundär hinzutretenden μύλος (nach λίθος oder ὄνος ἀλέτης?) ebenso wie das primäre Jotpräsens μύλλω weichen durch den υ-Vokal von den übrigen damit verwandten Wörtern für mahlen, die einen e : o-Vokalismus aufzeigen, ab: kelt., air. melim, slav., z.B. aksl. meljǫ (idg. mel-); germ., z.B. got. malan, lit. malù, heth. 3. sg. mallai (idg. mol-); lat. molō, an sich mehrdeutig, wahrscheinlich aus *melō wie air. melim. In μυλ- muß somit eine schwund- oder reduktionsstufige Variante (ml̥-, mel-) vorliegen (Schwyzer 351). Zu μύλλω aus *ml̥-i̯ō stimmen im Germ. ahd. muljan, awno. mylia zermalmen; zur Bed. unten, zum υ -Vokal vgl. noch φύλλον gegenüber lat. folium. Eine Schwachstufe erscheint auch in kymr. malu mahlen, ebenso in arm. malem zermalmen. Ein u-Vokal könnte auch in dem reduplizierten arm. ml-ml-em reiben stecken; es läßt sich aber auch auf dehnstufiges mēl- oder mōlzurückführen. Die technische Bedeutung mahlen dürfte aus dem allgemeinen zerreiben spezialisiert sein. Als Verbalnomen hat μύλη im Griech. den Charakter eines Reliktworts, weil das zu einem obszönen Ausdruck degradierte μύλλω sonst durch das ebenfalls alte, aber auf die östlichen Sprachen abgedrängte ἀλέω (s.d. und Porzig Gliederung 156) verdrangt wurde. — Für sich steht μάλευρον (s.d.); ein auffallender und wenig vertrauenerweckender e-Vokal begegnet in den nicht sicher gedeuteten myk. me-re-u-ro ‘Mehl ( ? )’ und me-re-ti-ri-ja ‘Müllerinnen (?)’. — Weitere Formen m. reicher Lit. bei WP. 2, 284ff., Pok. 716f., W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. molō, Fraenkel Wb. s. málti.
Page 2,268-270