περιρρήγνυμι
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
and περιρρηγνύω (Plu.Publ.6),
A break off all round, τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.Criti.113d : freq. of clothes, rend and tear off, τὸν χιτωνίσκον D.19.197 ; τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4 : also c. acc. pers., strip, Parth. 15.3 :—Med., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off her own garments, Plu.Ant.77, cf. Ph.2.44 : abs., J.AJ9.7.3, Arr.An.7.24.3, D.Chr.35.9 ; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12 :—Pass., with aor. 2 -ερράγην, intr. pf. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.Th.328 (lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish, περιρρήγνυται τὸ κέλυφος Arist.HA551a23, cf. 552a6 ; περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον ib. 601a13 (so in Act., ἡ σχάδων… τὸν ὑμένα περιρρήξας (sic) ἐκπέταται ib. 554a30.—Med., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα ib.552a9); πέτρα περιρραγεῖσα ib.578b22 ; of dead flesh, break away, Hp.Fract. 26. II cause a stream to break or divide round a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31 :—Pass., τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος Hdt.2.16, cf. Ael.NA7.24 ; βρονταὶ περιερρήγνυντο kept breaking round a place, Plu.Crass. 19. III break a thing round or on another, wreck, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.Merc.Cond.2, cf. Poll.1.114 ; ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61. IV ὄρος περιερρωγός broken all round, i.e. precipitous, Nic.Dam.1 J.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρήγνῡμι: καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· συχν. ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζω ὁλόγυρα, σχίζω καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ οἰκέτης Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ ἑαυτοῦ ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ ὄστρακον αὐτόθι 8. 17, 10· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας [[[οὕτως]]] ἐκπέταται αὐτόθι 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα αὐτόθι 5. 19, 17)· ὡσαύτως, πέτρα περιρραγεῖσα αὐτόθι 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, καταρρέω, ἐκπίπτω, Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. κάμνω ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D οὕτως ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος, διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο περί τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε περισχίζω. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι περί τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61.
French (Bailly abrégé)
f. περιρρήξω, ao. περιέρρηξα, pf.2 au sens intr. περιέρρωγα;
briser ou déchirer autour : σκαφίδιον πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, càd séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; en parl. de vêtements déchirer, acc.;
Moy. περιρρήγνυμμαι;
1 tr. déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;
2 intr. se briser autour ; éclater autour ; en parl. d’un fleuve se diviser en deux ou plusieurs branches.
Étymologie: περί, ῥήγνυμι.
English (Thayer)
(L T Tr WH περιρήγνυμι, with one rho ῥ; see the preceding word): 1st aorist participle plural περιρρήξαντες; (περί and ῤήγνυμι); to break off on all sides, break off all round (cf. περί, III:1): τό ἱμάτιον, to rend or tear off all around, Aeschylus sept. 329; Demosthenes, p. 403,3; Polybius 15,33, 4; Diodorus 17,35.
Greek Monolingual
και περιρρηγνύω Α ρήγνυμι / ρηγνύω
1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.)
2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)
3. απογυμνώνω
4. διαρρηγνύω γύρω γύρω κάτι («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», Αριστοτ.)
5. παθ. περιρρήγνυμαι
(για κέλυφος ή υμένα που μέσα βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι ολόγυρα («περιρρήγνυται τὸ κέλυφος καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», Αριστοτ.)
6. (για νεκρή σάρκα) ξηραίνομαι, αδυνατίζω, χωνεύω
7. στρέφω, εκτρέπω την κοίτη ποταμού για να διασχίσει κάποιο μέρος («τὸν Νεῑλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)
8. παθ. α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε πολλά κομμάτια («τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῑλος», Ηρόδ.)
β) ξεσπώ, εκρήγνυμαι γύρω από έναν τόπο («βρονταὶ περιερρήγνυντο», Πλούτ.)
10. προσαράζω πλοίο, το σπάζω ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... σκόπελον περιρρήξαντες τὸ... σκαφίδιον», Λουκιαν.)
11. πετώ, ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)
12. (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) ξεσχίζω τα ρούχα μου, είμαι με σχισμένα ρούχα, είμαι γυμνός (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.
β. «[γυναῑκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)
13. φρ. «ὄρος περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο γύρω γύρω.
Greek Monotonic
περιρρήγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ρήξω· λέγεται για ενδύματα, σχίζω ολόγυρα, σχίζω και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.
II. κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει κομμάτι γης, (Βούσιρις) τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος, στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε πολλά παρακλάδια, σε Ηρόδ.
III. σπάζω ένα πράγμα γύρω ή πάνω σε άλλο, καταστρέφω, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιρρήγνῡμι: и περιρρηγνύω (fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)
1) разрывать (τὸν χιτωνίσκον Dem.; τὴν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT): περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. (Клеопатра) разорвала на себе одежды;
2) окапывать, отделять, изолировать кругом (τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.);
3) разбивать (τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.);
4) разделять (на рукава) (τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος Her.);
5) (о звуке) pass. трещать, грохотать: πολλαὶ βρονταὶ περιερρήγνυντο Plut. послышались частые удары грома.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ρρήγνυμι en περιρρηγνύω act. met acc. kapotmaken, breken:; πρὸς... σκόπελον... περιρρήξαντες τὸ δύστηνον σκαφίδιον toen ze hun ongelukkige bootje op een rots schipbreuk hadden laten lijden Luc. 36.2; spec. van kleding stukscheuren, ook med.: περιερρήξατό τε τοὺς πέπλους en zij scheurde haar kleren aan flarden Plut. Ant. 77.5. med.-pass. intrans. (rondom) losbreken, doorbreken, afbreken:. χώματος περιρραγέντος toen de dijk doorgebroken was Plut. Num. 22.4; πολλαὶ... ὑπερφυεῖς βρονταὶ περιερρήγνυντο talloze geweldige donderslagen braken los om hen heen Plut. Crass. 19.4; ὅσα τε σαρκία... ἐθανατώθη, θᾶσσον περιρρήγνυται al het vlees dat afgestorven is, breekt sneller af Hp. Fract. 26; περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος de Nijl splitst zich Hdt. 2.16.2.
Middle Liddell
and -ύω fut. -ρήξω
I. of clothes, to rend from round one, to rend and tear off, Dem.:—Mid., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off his own garments, Plut.:—Pass. to be torn off, Aesch.
II. to make a stream break or divide round a piece of land, Βούσιρις τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isocr.: Pass., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος at the apex of the Delta the Nile is broken round it, i. e. breaks into several branches, Hdt.
III. to break a thing round or on another, to wreck, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.