αἱρέω

From LSJ
Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρέω Medium diacritics: αἱρέω Low diacritics: αιρέω Capitals: ΑΙΡΕΩ
Transliteration A: hairéō Transliteration B: haireō Transliteration C: aireo Beta Code: ai(re/w

English (LSJ)

impf.

   A ᾕρεον Il.24.579, Ion. αἵρεον Hdt.6.31, but contr. ᾕρει even in Il.17.463, ᾕρευν Hes.Sc.302: fut. αἱρήσω Il.9.28, etc.: aor. 1 ᾕρησα late (ἀν-) Q.S.4.40, etc.: pf. ᾕρηκα A.Ag.267, Th.1.61, etc., Ion. ἀραίρηκα or αἵρηκα (ἀν-) Hdt.5.102: plpf. ἀραιρήκεε 3.39:—Med., fut. αἱρήσομαι Il.10.235, etc.: aor. 1 ᾑρησάμην Plb.38.13.7 s. v.l., Gal.19.53, etc.: pf. in med. sense ᾕρημαι Ar.Av.1577, X.An.5.6.12, D.2.15, etc.: 3pl. plpf. ᾕρηντο Th.1.62:—Pass., fut. αἱρεθήσομαι Hdt. 2.13, Pl.Mx.234b; rarely ᾑρήσομαι Id.Prt.338c: aor. ᾑρέθην and pf. ᾕρημαι D.20.146, al.; pf. part. ἀραιρημένος Hdt.4.66: plqf. ᾕρηντο X. An.3.2.1, ἀραίρητο Hdt.1.191, etc.—From [root ]ἑλ-: fut. ἑλῶ only late (δι-) Test.Epict.6.18, (ἀν-) D.H.11.18, (καθ-) APl.4.334 (Antiphil.): aor.1 εἷλα (ἀν-) Act.Ap.2.23, (ἀν-) Epigr.Gr.314.24 (Smyrna): elsewh.aor.2 εἷλον Il.10.561, etc., Ep. ἕλον 17.321, Ion. ἕλεσκε 24.752:— Med., fut. ἑλοῦμαι D.H.4.75, (ἀφ-) Timostr.5, (δι-) D.H.4.60, (ἐξ-) Alciphr.1.9: aor. 1 εἱλάμην Epigr.Gr.314.5 (Smyrna), (ἀφ-) v.l. in Ath.12.546a, (δι-) AP9.56 (Phil.): elsewh. aor. 2 εἱλόμην Il.16.139, etc., 2sg. ἤλεο Sapph.Oxy.1787.6.3:—Cret. forms αἰλεθῇ Leg.Gort. 2.21, ἀν-αιλῆθαι ib.7.10, al.:—the etym. is doubtful, and ἀγρέω (q.v.) prob. has a difft. root.    A Act., take with the hand, grasp, seize, αἱ. τι ἐν χερσίν Od.4.66; αἱ. τινὰ χειρός to take one by the hand, Il.1.323; κόμης τινά ib.197; μ' ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν Od.23.76: part.ἑλών adverbially, κατακτεῖναί μ' ἑλών S.Ant.497; ἄξω ἑλών Il.1.139, cf. Pi.O.7.1; but ἔνθεν ἑλών having taken up [the song], Od.8.500.    2 take away, ἀπ' ἀπήνης ᾕρεον ἄποινα Il.24.579.    II take, get into one's power, νῆας ib.13.42; esp. take a city, 2.37, S.Ph.347, etc.; overpower, kill, Il.4.457, etc.; ἕλοιμί κεν ἤ κε ἁλοίην 22.253:—freq. of passions, etc., come upon, seize, χόλος Il.18.322; ἵμερος 3.446; ὕπνος 10.193; λήθη 2.34, etc.: c. dupl.acc., τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε 16.805; of disease, Pl.Tht.142b.    2 catch, take, ζωὸν ἑλεῖν Il.21.102; take in hunting, Hes.Sc.302, Hdt. 1.36, etc.; overtake, in a race, Il.23.345; get into one's power, entrap, S.OC764, etc.; in good sense, win over, X.Mem.2.3.16, cf. 3.11.11, Pl.Ly.205e, etc.    b c. part., catch, detect one doing a thing, S. Ant.385,655; ἐπ' αὐτοφώρῳ ἑλεῖν E.Ion1214; φῶρα ἐπὶ κλοπῇ ἑλεῖν Pl.Lg.874b.    3 generally, win, gain, κῦδος Il.17.321; στεφάνους Pi.P.3.74, etc.; esp. in games, Ἴσθμι' ἑλὼν πύξ Simon.158; with double sense, overcome and win, ἑλέτην δίφρον τε καὶ ἀνέρε Il.11.328; ἕλεν Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Pi.O.1.88, cf. S.Tr.353:— Pass., ἁγὼν ᾑρέθη the fight was won, S.OC1148.    b generally, get, obtain, Pl.R.359a, Ti.64b, etc.    4 as law-term, convict, τινά τινος Ar.Nu.591, Is.9.36, Aeschin.3.156; εἷλέ σ' ἡ Δίκη E. Heracl.941, cf. Supp.608: c. part., αἱ. τινὰ κλέπτοντα to convict of theft, Ar.Eq.829, Pl.Lg.941d; ᾑρῆσθαι κλοπεύς (sc. ὤν) S.Ant.493, cf. 406.    b αἱ. δίκην, γραφήν get a verdict for conviction, Antipho 2.1.5, etc.; also ἑλεῖν τινα obtain a conviction against one, Is.7.13; ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθ έντα convict the evidence of falsehood, Isoc.18.15.    c abs., get a conviction, οἱ ἑλόντες, opp. οἱ ἑαλωκότες, D.21.11; δολίοις ἕλε Κύπρις λόγοις Aphrodite won her cause... E.Andr.289, cf. Pl.Lg. 762b, etc.    d of a thing or circumstances which convict, τοῦτ' ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρεῖ Id.Ap.28a.    5 ὁ λόγος αἱρέει reason or the reason of the thing proves, Hdt.2.33: c. acc. pers., reason persuades one, i.e. it seems good to one, Id.1.132, 7.41; ὡς ἐμὴ γνώμη αἱ. Hdt.2.43; ὅπῃ ὁ λόγος αἱ. βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R.604c, cf. Lg.663d: c. inf., R.440b; ὁ αἱρῶν λόγος Chrysipp.Stoic.3.92; αἱρεῖ alone, proves, Plu.2.651b.    b τὸ αἱροῦν the sum due, PRyl.167.25 (i A. D.); τὰ αἱροῦντα [τάλαντα] PGrenf.2.23.14 (ii B. C.), PRyl.88.19 (ii A. D.).    III grasp with the mind, understand, Pl.Phlb.17e, 20d, Plt. 282d.    B Med., with pf. ᾕρημαι (v. supr.), take for oneself, ἔγχος ἑλέσθαι take one's spear, Il.16.140, etc.; ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199; δόρπον, δεῖπνον take one's supper, Il.7.370, 2.399; πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι Od.11.584; Τρωσὶν . . ὅρκον ἑλ. obtain it from... Il.22.119; and so in most senses of the Act., with the reflexive force added.    II take to oneself, choose, ἕταρον Il.10.235, cf. 9.139, Od.16.149, etc.; prefer, τι πρό τινος Hdt.1.87; τι ἀντί τινος X.An.1.7.3, D.2.15; τί τινος S.Ph.1101, cf. Theoc.11.49.    b c. inf., prefer to do, Hdt. 1.11, etc.; ἑλέσθαι μᾶλλον τεθνάναι X.Mem.1.2.16, cf. Pl.Ap.38e; μᾶλλον ἂν ἕλοιτό μ' ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν S.Ph.47: without μᾶλλον, Pi.N.10.59, Lys.2.62.    c αἱ. εἰ . . to be content if., AP 12.68 (Mel.).    2 αἱ. τά τινων take another's part, join their party, Th.3.63, etc.; αἱ. γνώμην to adopt an opinion, Hdt.4.137.    3 choose by vote, elect to an office, αἱ. τινὰ δικαστήν, στρατηγόν, etc., Id.1.96, Eup.117, etc.; τινὰς ἀριστίνδην Lex ap.D.43.57; αἱ. τινὰ ἐπ' ἀρχήν Pl.Men.90b; αἱ. τινὰ ἄρχειν Id.Ap.28e, cf. Il.2.127.    C Pass., to be taken, Hdt.1.185, 191, 9.102; more commonly ἁλίσκομαι.    2 v. supr. A. 11.3.    II Pass. to med. sense, to be chosen, in pf. ᾕρημαι A.Ag.1209, etc.; Ion. ἀραίρημαι Hdt.7.118, 172,173, al.; στρατηγεῖν ᾑρημένος X.Mem.3.2.1; ἐπ' ἀρχῆς ᾑρῆσθαι ib.3.3.2; ἐπὶ τὴν τῶν παίδων ἀρχήν Pl.Lg.809a; τοῦ ἔτους . . ᾑρημένοι elected for the year... IGRom.3.1422 (Bithyn.):—aor. ᾑρέθην is always so used, A.Th.505, Ar.Av.799, Th.7.31, etc.; pres. rarely, αἱροῦνται πρεσβευταί are chosen, Arist.Pol.1299a19, cf. And.4.16.

Greek (Liddell-Scott)

αἱρέω: παρατ. ᾕρεον, Ἰλ., Ἰων. αἵρεον, Ἡρόδ., ἀλλὰ συνῃρ. ᾕρει, ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 463: ― μέλλ. αἱρήσω, Ἰλ. Ἀττ.: ἀόρ. ᾕρησα, εἶναι μεταγεν. (ἀν-), Κ. Σμ. 4, 40, κτλ: πρκμ. ᾕρηκα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 267, Θουκ., κτλ., Ἰων. ἀραίρηκα ἢ αἵρηκα, (ἀν-), Ἡρόδ. 4. 66., 5. 102: ― ὑπερσ. ἀραιρήκεε, 3. 39: Μέσ. μέλλ. αἱρήσομαι, Ἰλ., Ἀττ.: ἀόρ. ᾑρησάμην, Πολύβ., κτλ. (πρβλ. ἐξαιρέω): πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ. ᾕρημαι, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1517, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12., Δημ. 22. 21, κτλ.: γϳ πληθ. ὑπερσ. ᾕρηντο, Θουκ. 1. 62: ― Παθ. μέλλ. αἱρεθήσομαι, Ἡρόδ. 2. 13, Πλάτ.: σπαν. ᾑρήσομαι, Πλάτ. Πρωτ. 338C: ἀόρ. ᾑρέθην καὶ πρκμ. ᾕρημαι, ἴδε κατωτέρ. C. καὶ ἀλλ: ὑπερσ. ᾕρηντο, Ξεν. Ἀν. 3. 2. 1· ἀραίρητο, Ἡρόδ. 1. 191, κτλ. ― Ἐκ √ ἙΛ σχηματίζονται τὰ ἑπόμ.: μέλλ. ἑλῶ, μόνον παρὰ μεταγεν. (δι-), Ἐπιγρ. Θηρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. VI, 19· (ἀν-), Διον. Ἁλ. 11. 18., Διόδ., (καθ-), Ἀνθ. Πλατ. 334: ἀόρ. αϳ εἷλα (ἀν-), Πράξ. Ἀπ. βϳ, 23· (ἀν-), Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 24, ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἷλον, Ὅμ., κλπ.: ― Ἰων. ἕλεσκε, Ἰλ. Ω. 752: ― Μέσ. μέλλ. ἑλοῦμαι, Διον. Ἁλ. 4. 75. Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 184, (ἀφ-), Τιμόστρ. ἐν «Φιλοδεσπότῃ», 1, Ἀνθ., (δι-), Διον. Ἀλ., (ἐξ-), Ἀλκίφρ. ― ἀόρ. αϳ εἱλάμην, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 5· (ἀφ), Ἀθήν. 546Α, (δι-), Ἀνθ. Π. 9. 56: ― ἀλλαχοῦ ἀόρ. βϳ εἱλόμην, Ὅμ., κτλ. ― Πρβλ. ἀν-, ἀφ-, δι-, ἐξ-, καθ-, περ-, περι-, προ-, προσ-, συν-, ὑφαιρέω· (ὁ Κούρτιος πιστεύει ὅτι αἱ ῥίζαι αἱρ (ἁρι), ἑλ δυνατὸν νὰ ἔχωσι στενὴν συγγένειαν· πρβλ. ὡσαύτως ἁλίσκομαι, ὅπερ συχνάκις χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ αἱρέω). Α. Ἐνεργ. λαμβάνω διὰ τῆς χειρός, δράττομαι, ἁρπάζω· αἱρεῖν τι ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, λαμβάνω τι ἀνὰ χεῖρας, Ὀδ. Δ. 66., Θ. 372· αἱρεῖν τινα χειρός, λαμβάνω τινὰ ἐκ τῆς χειρός, Ἰλ. Α. 323· κόμης τινά, αὐτόθι 197· μ’… ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, Ὀδ. Ψ. 76· ὡσαύτως αἱρ. χερσὶ δόρυ, κτλ.: ― ἡ μετοχὴ ἑλὼν ἐνίοτε εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. καθὼς τὸ λαβών, δηλ. διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ἀντιγ. 497, ἀλλ’, ἔνθεν ἑλὼν = ἀναλαβὼν τὴν συνέχειαν, ἐξακολουθήσας (τὸ ᾆσμα), Ὀδ. Θ. 500. 2) ἀφαιρῶ, ἀποκομίζω, τι ἀπό τινος, Ὅμ. ἀλλὰ καὶ τινά τι, ὡς τὸ ἀφαιρεῖσθαι, Ἰλ. Π. 805. ΙΙ. κυριεύω, λαμβάνω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ναῦς, Ἰλ. Ν. 42· ἰδίως κυριεύω πόλιν, Β. 37, Σοφ. Φ. 347, κτλ., πρβλ. ἄκρα 3: ― ὑπερισχύω, φονεύω, Ὅμ., κτλ.: ― συχνάκις ἐπὶ παθῶν, κτλ., καταλαμβάνω, ἐπέρχομαι, ὡς χόλος, Ἰλ. Σ. 322· ἵμερος, Γ. 446· ὕπνος, Κ. 39· λήθη, Β. 33, κτλ.: ἐπὶ νόσου, Πλάτ. Θεαίτ. 142Β. ― ἁπλῶς, νικῶ (ἐν ἀγῶνι δρόμου ἢ ἁρματοδρομίας), οὐκ ἔσθ’ ὅς κε σ’ ἕλῃσι μετάλμενος, Ἰλ. Ψ. 345: ― τὸ μέσ. ἐνίοτε κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ κυριεύω, κακά νιν ἕλοιτο μοῖρα, Σοφ. Ο. Τ. 887, πρβλ. Αῃ 396. 2) συλλαμβάνω, πιάνω, ζωοὺς ἕλον, Ἰλ. Φ. 102: συλλαμβάνω ἐν θήρᾳ, Ὅμ., κτλ. Ὡσαύτως λαμβάνω, κερδαίνω, αἰχμαλωτίζω, ἐξαπατῶ, παγιδεύω, Σοφ. Ο. Κ. 764, κτλ. καὶ ἐπὶ καλῆς σημασίας, πείθω, ἑλκύω πρὸς τὸ μέρος μου, Ξεν. Ἀπομ. 2. 3, 16, πρβλ. 3. 11, 11, Πλάτ. Λύσ. 205Ε, κτλ. β) μ. μετοχ. καταλαμβάνω, συλλαμβάνω τινὰ ποιοῦντά τι, Σοφ. Ἀντ. 385, 655· ἐπ’ αὐτοφώρῳ ἑλεῖν, συλλαμβάνω ἐν τῇ πράξει, Εὐρ. Ἴων 1214· φῶρα ἐπὶ κλοπῇ ἑλεῖν, Πλάτ. Νόμ. 874Β. 3) καθόλου, κερδαίνειν, κτᾶσθαι, κῦδος, Ἰλ. Ρ. 321· στεφάνους, Πίνδ., κτλ. ἰδίως ἐπὶ τῶν δημοσίων ἀγώνων, Ἴσθμια ἑλεῖν, κτλ., Σιμων. 158: ― Παθ., ἁγὼν ᾑρέθη, ὁ ἀγὼν ἐκερδήθη, Σοφ. Ο. Κ. 1148, πρβλ. καθαιρέω, IV. β) καθόλου, τυγχάνω τινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκφεύγω, Πλάτ. Πολ. 359Α· πρβλ. Τίμ. 64Β, κτλ. 4) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἀποδεικνύω τινὰ ἔνοχόν τινος, τινά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 591· εἷλέ σ’ ἡ Δίκη, Εὐρ. Ἡρακλ. 636· ὡσαύτως μ. μετοχ. αἱρεῖν τινα κλέπτοντα, ἀποδεικνύναι αὐτὸν ἔνοχον κλοπῆς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλάτ. Νόμ. 941D· οὕτως, ᾑρῆσθαι κλοπεὺς (ἐνν. ὤν), Σοφ. Ἀντ. 493, πρβλ. 406. β) αἱρεῖν δίκην ἢ γραφήν, λαμβάνω ψῆφον πρὸς καταδίκην τοῦ ἀντιδίκου, Ἀντιφῶν 115. 24, κτλ., ἀλλὰ καὶ δίκην ἑλεῖν τινα, καταδικάζω τινὰ διὰ δίκης, Ἰσαῖος 64. 19· ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθέντα, καταδικάζω τὰς μαρτυρίας ὡς ψευδεῖς, Ἰσοκρ. 374Β. γ) ἀπολ. κερδαίνω τὴν δίκην, οἱ ἁλόντες, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἑαλωκότες, Δημ. 518. 16· Κύπρις εἷλε λόγοις αἰόλοις (οὕτως ὁ Musgr. ἀντὶ τοῦ δολίοις) = ἡ Ἀφροδίτη ἐκέρδησε..., Εὐρ. Ἀνδρ. 290· πρβλ. Ἱκ. 608. Πλάτ. Νόμ. 762Β, κτλ. δ) περὶ πράγματος ἢ συμβεβηκότος ὅπερ καταδικάζει τινά, τοῦτ’ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Α. 5) ὁ λόγος αἱρέει, Λατ. ratio evincit, ὁ ὀρθὸς λόγος ἢ ὁ λόγος τοῦ πράγματος ἀποδεικνύει, Ἡρόδ. 2. 33· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπου, ὁ λόγος πείθει τινά, ὁ αὐτ. 1. 132., 7. 41· ὡς ἐμὴ γνώμη αἱρέει, Ἡρόδ. 2. 43· ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστα ἔχειν, Πλάτ. Πολ. 604C, πρβλ. 607Β. ― μετ’ ἀπαρ. αὐτόθι 440Β. ΙΙΙ. συναρπάζω διὰ τῆς φρενός, καταλαμβάνω διὰ ταχείας ἀντιλήψεως, ἀντιλαμβάνομαι, Πλάτ. Φίληβ. 17Ε, 20D, Πολιτικ. 282D. Β. Μέσ., μ. παρακ. ᾕρημαι (ἴδε ἀνωτέρω), λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, ἔγχος ἑλέσθαι, λαμβάνω τὸ δόρυ μου, Ἰλ. Π. 140, κτλ.· δόρπον, δεῖπνον, δειπνῶ, Η. 370., Β. 399· πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, Ὀδ. Λ. 584· Τρωσίν… ὅρκον ἑλ., λαμβάνω, δέχομαι παρά..., Ἰλ. Χ. 119. Καὶ οὕτως ἐν ταῖς πλείσταις τῶν σημασιῶν τοῦ ἐνεργητικοῦ προστιθεμένης πάντοτε τῆς ἀντανακλαστικῆς δυνάμεως τοῦ μέσου. ΙΙ. λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, ἐκλέγω, Ἰλ. Κ. 235, Ὀδ. Π. 149: ἐντεῦθεν λαμβάνω κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ τι ἑτέρου, τι πρό τινος, Ἡρόδ. 1. 87· τι ἀντί τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 7. 3, Δημ. 22. 21· ὡσαύτως, τί τινος, Σοφ. Φ. 1100· τι μᾶλλον ἤ... ἢ μᾶλλόν τινος, συχν. παρ’ Ἀττ., καὶ ἐνίοτε, ὡς τὸ βούλεσθαι, αἱρεῖσθαι ἤ..., ἄνευ τοῦ μᾶλλον, Πινδ. Ν. 10. 110, Θεόκρ. 11. 49, ἔτι δὲ καὶ παρὰ τοῖς πεζ. τῶν Ἀττ., Λυσ. 196. 23. β) μετ’ ἀπαρεμ., προτιμῶ νὰ πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ. ὡσαύτως, μᾶλλον αἱρεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ τοῦ Κικέρωνος, potius malle, Πλάτ. Ἀπολ. 38Ε, κτλ. γ) αἱρεῖσθαι εἰ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἐάν..., Ἀνθ. Π. 12. 67. 2) αἱρεῖσθαι τά τινος ἢ τινά, λαμβάνω τὸ μέρος τινός, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ἡρόδ. 1. 108, κτλ.· αἱρ. γνώμην, ἀποδέχομαι γνώμην τινά, ὁ αὐτ. 4. 137. 3) ἐκλέγω διὰ ψήφου, ἐκλέγω τινὰ εἴς τι ἀξίωμα, αἱρεῖσθαί τινα ἄρχοντα, στρατηγόν, κτλ., συχν. παρ’ Ἀττ., ὡσαύτως αἱρ. τινὰ ἐπ’ ἀρχήν, Πλάτ. Μένων 90Β· αἱρ. τινὰ ἄρχειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 28Ε, πρβλ. Ἰλ. Β. 127. 4) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ, 1. Γ. Παθ. κυριεύομαι, Ἡρόδ. 1. 185, 191., 9. 102., ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τὸ ἁλίσκομαι εἶναι ἐν συχνοτέρᾳ χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ. ὡς παθ. 2) ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 3. ΙΙ. ὡς παθητικὸν τῆς τοῦ μέσ. σημασίας, ἐκλέγομαι, κατὰ πρκμ. ᾕρημαι (ὅστις εἶναι ὡσαύτως καὶ μέσ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1209, κτλ.· ― Ἰων. ἀραίρημαι, Ἡρόδ. 7. 118, 172, 173, καὶ ἀλλ., στρατηγεῖν ᾑρημένος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 2, 2· ἐπ’ ἀρχῆς ᾑρῆσθαι, ὁ αὐτ. 3. 3, 2· ἐπ’ ἀρχήν τινα, Πλάτ. Νόμ. 809Α· ὁ ἀόρ. ᾑρέθην εἶναι πάντοτε ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Θ. 505. Ἀριστοφ. Ὄρ. 759, Θουκ., κτλ. Ὁ ἐνεστὼς σπανίως: αἱροῦνται πρεσβευταί = ἐκλέγονται, Ἀριστ. Πολ. 4. 15. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ᾕρουν, f. αἱρήσω, ao.2 εἷλονimpér. ἕλε, sbj. ἕλω, opt. ἕλοιμι, inf. ἑλεῖν, part. ἑλών ; pf. ᾕρηκα;
Pass. f. αἱρεθήσομαι, ao. ᾑρέθην, pf. ᾕρημαι;
I. 1 prendre dans ses mains, saisir : ινα κόμης, χερός IL qqn par les cheveux, par la main ; ἀχλὺν ἀπ’ ὀφθαλμῶν IL enlever les ténèbres des yeux ; τινά τι IL enlever qch à qqn ; part. abs. • ἑλών ayant pris de force, par force;
2 prendre à la chasse ou à la guerre, capturer : ζῶντας XÉN faire des prisonniers (litt. prendre les hommes vivants) ; p. ext. s’emparer de, se rendre maître de : πόλιν d’une ville ; χώραν d’un pays ; p. ext. αἱρεῖν κῦδος IL remporter la gloire ; en parl. de l’intelligence αἱρ. τι saisir, comprendre qch ; en parl. des impressions phys. ou mor. μηδέ τιν’ ὕπνος αἱρείτω IL que nul ne se laisse prendre par le sommeil ; ἐμὲ δέος ᾕρει OD la crainte s’emparait de moi;
3 saisir, surprendre en flagrant délit ; convaincre : τὰ διαμαρτυρηθέντα ISOCR convaincre de faux témoignage ; τοῦτ’ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει PLAT voilà ce qui me convaincra ; αἱρεῖν δίκην ou γραφήν avoir gain de cause ; αἱρέει ἐμὴ γνώμη HDT mon opinion me persuade que;
II. Pass. 1 être pris;
2 être gagné, être remporté (prix, victoire, etc.);
3 être choisi (surt. à l’ao. et au pf.) : αἱρεθεὶς ἑκών EUR chargé de cette mission de son plein gré ; στρατηγεῖν ᾑρημένος XÉN élu général;
Moy. αἱρέομαι-οῦμαι (f. αἱρήσομαι, ao.2 εἱλόμηνimpér. ἑλοῦ, sbj. ἕλωμαι, opt. ἑλοίμην, inf. ἑλέσθαι, part. ἑλόμενος ; pf. ᾕρημαι);
1 prendre pour soi ou qch à soi : τεύχεα IL, δεῖπνον XÉN ses armes, son repas ; ὕπνον THC prendre son repos en dormant;
2 prendre de préférence, choisir : αἱρεῖσθαι τὰ Ἀθηναίων THC, Ἀθηναίους THC embrasser le parti des Athéniens ; αἱρεῖσθαι γνώμην HDT adopter une opinion ; αἱρεῖσθαί τι πρό τινος, τι ἀντί τινος, τί τινος préférer une ch. à une autre ; αἱρεῖσθαι τι μᾶλλονou simpl. τι ἤ faire une ch. plutôt qu’une autre ; μᾶλλον αἱρ. PLAT ou simpl. αἱρεῖσθαι avec l’inf. HDT préférer faire ; abs. αἱροῦμαι ESCHL j’agrée ; particul. choisir par un vote, élire : τινα στρατηγόν, δικαστήν élire qqn général, juge.
Étymologie: R. Ἁρ, Ϝαρ, prendre.

English (Autenrieth)

fut. -ήσω, aor. εἷλον, ἕλον (ϝέλον), iter. ἕλεσκον, mid. αἱρεύμενοι, αἱρήσομαι, εἱλόμην, ἑλόμην: I. act., take, ‘grasp,’ ‘seize’ (freq. w. part. gen.), ‘capture,’ ‘overtake’ in running; of receiving prizes (Il. 23.779), embracing (Od. 11.205), putting on (‘donning’) garments (Od. 17.58), ‘taking up’ a story at some point (Od. 8.500); γαῖαν ὀδὰξ ἑλεῖν, ‘bite the dust;’ freq. of hitting in combat, and esp. euphemistic, ἕλεν, he ‘slew’; met. of feelings, χόλος αἱρεῖ με, ἵμερος, δέος, etc., so ὕπνος.—II. mid., take as one's own, to or for oneself, choose; of taking food, robbing or stripping another, taking an oath from one (τινός, Od. 4.746, τινί, Il. 22.119); also met., ἄλκιμον ἦτορ, φιλότητα ἑλέσθαι, Il. 16.282.

English (Slater)

αἱρέω (aor. ἕλε(ν), ἕλον, εἷλε; ἕλῃ; ἑλών; ἑλεῖν: med. εἵλετ. pres. not found, cf. (P. 1.75) ).
   1 act.
   a take up, take away φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ (O. 7.1) λέγοντι μὰν Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (O. 9.53)
   b seize, capture, overcome ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ (O. 13.84) Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (N. 3.34) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (sc. Ἀλκυονεύς. overcame. ) (N. 4.29) εἶλε δὲ Περγαμίαν (I. 6.31) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι (I. 7.14) Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν (Pae. 5.36) εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7. cf. infra (e).
   c win, gain νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών (O. 8.66) ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται (P. 1.100) εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον (P. 2.26) στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ (P. 3.74) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών (P. 5.21) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinx. codd., post ἆμαρ Bergk. ἑλεῖν Byz.: ἐλθεῖν codd.) (P. 9.113) ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (P. 11.55) καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν (N. 5.52) εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. met., κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον (O. 1.56) ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (Byz.: ἔσχε, ἔχε codd.) (P. 2.30)
   d take, grasp παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν (P. 9.122) —
   e in zeugma, overcome, win ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον (O. 1.88)
   2 med.
   a choose ἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης (N. 10.59) — [
   b dub. (ἀν)ελέσθαι (v. l. ἀρέσθαι.) (O. 9.102) αἱρέομαι (codd. contra met.: ἀρέομαι Dawes.) (P. 1.75) ]

Spanish (DGE)

• Alolema(s): hαιρ- Sol.Lg.5a

• Morfología: cret. pres. inf. αἰλε͂ν ICr.App.28.B7 (Lito VI/V a.C.), impf. ᾕρουν Il.17.463, ᾕρευν Hes.Sc.302; pas. fut. αἱρεθήσομαι Hdt.2.13, Pl.Mx.234b; pas. aor. εἱρέθην IG 22.223B.11 (IV a.C.), cret. subj. 3a sg. αἰλεθε͂ι ICr.4.72.2.21 (Gortina V a.C.); perf. med.-pas. ᾕρημαι D.20.146, part. ἀραιρημένος Hdt.4.66, plusperf. act. 3a sg. ἀραιρήκεε Hdt.3.39, med.-pas. ἀραίρητο Hdt.1.191. Tema ἑλ-: aor. act. ἕλον Il.17.321, ἕλεσκον Il.24.752, ἔλε- Inc.Lesb.30.5, med.-pas. 2a sg. ἤλεο Sapph.71.3, 3a plu. tes. εἵλονθο IG 9(2).513.8 (Larisa III a.C.), ἵλαντο Ath.Council.293.5 (I a.C.), inf. ἑλέσθη Corinn.1.3.21, ἑλέστειν IG 9(2).513.7 (Larisa III a.C.)
A c. suj. de pers.
I 1coger, tomar con las manos, de cosas ἡνία Il.8.319, en part. γέρας ... ἄξω ἑλών Il.1.139, φιάλαν ... ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν Pi.O.7.1, de pers. μιν ἑλὼν ῥίψω Il.8.13, χεῖρα Od.1.121
c. ac. de pers. y gen. partitivo κόμης ... Πηλεΐωνα Il.1.197, χειρὸς ... Ὀδυσσῆα Od.7.168
c. gen. sólo ἕλκε δὲ δουρὸς ἑλών Il.16.406, μέσσου δουρὸς ἑλών Il.3.78
en v. med. coger, coger para sí pero frec. se puede traducir en el mismo sent. que la act. εἵλετο δὲ σκῆπτρον Il.2.46, εἵλετ' ἔγχος Od.1.99, ἑλέσθαι ἐκ γαίας λίθον A.Fr.199.4
c. ἀπό y gen. coger, quitar ἀπ' ἀπήνης ᾕρεον ... ἄποινα Il.24.579, ἔγχος ... ἀπὸ χειρός Il.15.126
en v. med. quitarse ἀπὸ μὲν κεφαλῆς κόρυθ' εἵλετο Il.15.125
c. giros pregnantes τὸν ῥ' ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρήν Od.21.419.
2 tomar comida o bebida οἶνον Od.21.294, δεῖπνον X.Cyr.8.1.38
frec. en v. med. δεῖπνον ἕλοντο Il.2.399, δόρπον Od.4.786, ὕπνον τε καὶ σῖτον Th.2.75.
3 de un aedo coger el hilo del poema, comenzar ἔνθεν ἑλὼν ὡς οἳ μὲν ἐϋσσέλμων ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειον cogiendo el hilo en el momento en que ellos embarcados en sus naves se hicieron a la mar ..., Od.8.500.
II 1ref. a pers., sólo c. ac. capturar, coger σε Il.24.206, Ἄδρηστον ... ζωὸν ἕλ' Il.6.38, cf. X.Cyr.4.1.11
alcanzar en la carrera ὅς κέ σ' ἕλῃσι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ Il.23.345
ref. a anim. coger, cazar, pescar según los contextos, Hes.l.c., Hdt.1.73, X.Cyr.1.6.40
frec. matar ἄνδρα Il.4.457, cf. 5.37, Od.14.220, Hdt.1.214
gener. vencer βασιλέα X.HG 3.5.1, τοὺς ἐναντίους X.Eq.Mag.5.14.
2 atraer hacia sí τὴν δὲ προτὶ οἷ εἷλε Il.21.508
fig. ganarse, atraerse τὰ πονηρὰ ἀνθρώπια X.Mem.2.3.16, cf. 3.11.11.
3 coger, sorprender a uno haciendo algo, c. part. pred. τήνδ' εἵλομεν θάπτουσαν S.Ant.385, cf. 655, ἐπ' αὐτοφώρῳ πρέσβυν ὡς ἔχονθ' ἕλοι E.Io 1214, φῶρα εἰς οἰκίαν εἰσιόντα ἑλών Pl.Lg.874b.
4 como término jur. c. diversas constr. probar la culpabilidad de uno, condenar a uno como c. part. o adj. pred. σε κλέπτονθ' αἱρήσω Ar.Eq.829, Pl.Lg.941d, ᾑρῆσθαι κλοπεύς S.Ant.493
gener. τινὰ τινός Ar.Nu.591, Is.9.36, Aeschin.3.156
sólo c. ac. de obj. ext. τοῦτ' ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρεῖ Pl.Ap.28a, cf. Is.7.13, ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθέντα demostrar la falsedad de los testimonios Isoc.18.15
c. ac. int. ἑλεῖν δίκην, γραφήν ganar la causa Antipho 2.1.5
abs. οἱ ἑλόντες op. οἱ ἑαλωκότες D.21.11, E.Andr.289, Pl.Lg.762b, ᾑρῆσθαι τὸ πρᾶγμα haberse perdido el proceso, POxy.653.10 (II d.C.).
III 1apoderarse de νῆας Il.13.42, τριήρεις Th.1.100
esp. conquistar ciudades, regiones, islas Il.2.37, cf. 2.12, 141, Hdt.1.14, 1.15, 2.182, S.Ph.347, Tr.353.
2 lograr, obtener κῦδος Il.17.321, στεφάνους Pi.P.3.74, cf. Pl.R.359a, Ti.64b, αἱ. ὥστε ... Pl.R.410b
en v. media Τρῶσιν ... ὅρκον ἑλ. Il.22.119, de cosas concretas, en juegos λεβῆτα Il.23.613, βοῦν Il.23.779
vencer Ἴσθμι' ἑλὼν πύξ Simon.150D.
c. zeugma ἑλέτην δίφρον τε καὶ ἀνέρε capturaron el carro y mataron a los dos hombres, Il.11.328, ἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον mató a Enómao y consiguió a la doncella como esposa Pi.O.1.88
raptar γυναῖκα ἑλέσθαι Mitteis Chr.372.2.21 (II d.C.).
3 captar, comprender ἄλλο ὁτιοῦν ... ἕλῃς Pl.Phlb.17e, 20d, cf. Plt.282d.
B c. suj. no personal
1 de fuerzas externas, c. compl. dir. de personas apoderarse de uno, sobrevenirle χόλος δέ μιν ... ᾕρει Il.4.23, οἶκτος αἱ. λαόν Od.2.81, θάμβος Od.3.372, νόσημα Pl.Tht.142b, λήθη Il.2.34, σκότος Il.5.47, 13.672, ὕπνος Il.10.193
c. dos ac. τὸν δ' ἄτη φρένας εἶλε Il.16.805.
2 c. λόγος, γνώμη como suj. y ac. de persona persuadir μιν λόγος αἱ. Hdt.1.132, 7.41, cf. 2.43
c. inf. probar, imponerse αἱροῦντος λόγου μὴ δεῖν ἀντιπράττειν Pl.R.440b, cf. 604c, Plu.2.651b
c. ὡς: χαλεπώτερον ἑλεῖν ὡς οὐκ ἀληθεῖς Pl.Tht.179c
abs. ὁ λόγος ... αἱρέει Hdt.2.33, cf. 43, Pl.Prm.141d, ὁ αἱρῶν λόγος la razón rectora Chrysipp.Stoic.3.92, M.Ant.2.5.
3 de dinero, bienes corresponder subst. τὸ αἱροῦν la suma correspondiente a cada plazo PRyl.167.25 (I d.C.) en BL 1.389, τὰ αἱ. (τάλαντα) PGrenf.2.23.14 (II a.C.), τὰς αἱ. δραχμάς PRyl.88.19 (II d.C.), τὰ αἱροῦντα τῆς κτήσεως lo que corresponde a su propiedad, PPanop.15.2.10 (IV d.C.), σὺν τῷ αἱροῦντι μέρει con la parte correspondiente, PGen.116.12 (III d.C.).
C usos especiales de la v. med.
1 elegir c. ac. γυναῖκας Il.9.139, τούτος ... ἀρ[ι] στίνδην hαιρέσθον Sol.Lg.5a, γνώμην Hdt.4.137, D.43.57
c. doble ac. τὸν μὲν δὴ ἕταρόν γ' αἱ. Il.10.235, cf. Hdt.1.96, Eup.384.8
usos pregnantes αἱ. αὐτὸν ἐπὶ τὰς ἀρχάς Pl.Men.90b, c. inf. οὓς ὑμεῖς εἵλεσθε ἄρχειν μου Pl.Ap.28e
en pas. c. inf. ᾑρημένον ἐς ... ἄρχειν Th.8.64, ᾑρέθη λέγειν Th.2.34
en contextos legales y contractuales παρὰ τοῖς ἐκ κοινοῦ ἑρεθεῖσι (l. αἱρ-) PMerton 117.9 (II d.C.).
2 c. constr. compar. preferir πόλεμον πρὸ εἰρήνης Hdt.1.87, τὴν ἐλευθερίαν ἑλοίμην ἂν ἀντὶ ὧν ἔχω πάντων X.An.1.7.3, D.2.15, τί τινος S.Ph.1099, μᾶλλον ἂν ἕλοιτο μ' ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν S.Ph.47, ἤ Lys.2.62
c. inf. μᾶλλον αἱροῦμαι ὧδε ἀπολογησάμενος τεθνάναι ἢ ἐκείνως ζῆν Pl.Ap.38e, τεθνάναι X.Mem.1.2.16, βέλτιον πολιτεύεσθαι IGENLouvre 4.15 (Ptolemaide III a.C.).
3 abrazar el partido, ser partidario τοῖς τἀκείνων ἑλομένοις Th.2.7, cf. 3.63.

• Etimología: Etim. desconocida.