ή
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
(I)
και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ)
Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος)
1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις των οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. επαναλαμβανόμενο ή... ή... ή, διαστέλλει τις περισσότερες από μία ονομασίες, ιδιότητες ή ενέργειες ενός και του ίδιου προσώπου ή πράγματος (α. «ή γράφει ή διαβάζει ή ζωγραφίζει...» β. «ἐγώ δέ κεν αὐτός ἕλωμαι ἤ τεὸν ἤ Αἴαντος ἰὼν γέρας ἤ Ὀδυσσῆος», Ομ. Ιλ.)
3. ειδεμή, αλλιώς (α. «πλήρωσε τα οφειλόμενα ή σού κάνω αγωγή και σού τά παίρνω» β. «μή με λυπεῑτε, ἤ φεύξομ' ἐκ τῆς οἰκίης», Ηρωδιαν.)
4. σε ερωτήσεις ή συζητήσεις με διαζευκτική μορφή (α. «θα έρθεις ή δεν έχεις όρεξη;» β. «ἤκουσας ἤ οὐκ ἤκουσας ἤ κωφῇ λέγω», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. αντικαθιστά έννοια, που προηγείται, με άλλη πιο κατάλληλη, συνοδεύεται δε μερικές φορές από συγκριτικό επίρρημα («πάμε λίγο έξω ή μάλλον στον κινηματογράφο»
2. εισάγει ερώτηση της οποίας το περιεχόμενο προβάλλεται ως αιτιολογία της προηγούμενης ερωτήσεως («τί κάθεσαι έξω; ή ζεσταίνεσαι»)
μσν.
και («εἰπέ με τίς εἶσαι ἄνθρωπε ἤ πόθεν ὑπαγαίνεις;», Λίβ. Ροδ.)
αρχ.
1. α) ἤ... ἤ
είτε... ή («ἤ νῡν δηθύνοντ' ἤ ὕστερον αὖτις ἰόντα», Ομ. Ιλ.)
β) ἤ... ἤ
είτε... είτε
2. σε ευθείες ερωτήσεις πολλές φορές προηγείται το πότερον («πότερον δοκεῑ σοι κάκιον εἶναι τὸ ἀδικεῑν ἤ τὸ ἀδικεῑσθαι;», Πλάτ.)
3. σε πλάγιες ερωτήσεις, συχνά επεξηγηματικές, όταν προηγείται ερώτηση, και όμοιες κατά τη μορφή με ευθείες ερωτήσεις («εἴπ' ἄγε... ἤ 'ρ' ἐθέλει..., ἦ ἀπέειπε...», Ομ. Ιλ.)
II. (συγκριτικός σύνδεσμος 1. (μετά από επίθ. ή επίρρ. συγκριτικού βαθμού) παρά, από + αιτ. (α. «προτιμότερος ο ένδοξος θάνατος ή η ζωή που εξασφαλίστηκε με αισχρή φυγή» β. «οἱ δ' ἐπὶ γαίῃ κείατο γύπεσσιν πολύ φίλτεροι ἤ ἀλόχοισιν», Ομ. Ιλ.)
2. (στη λόγια γλώσσα και στην αρχ.) μαζί με το πρίν («πρὶν ἤ παρασκευασθῶμεν»
«πρίν ἤ ἐπέλθη ὁ ἐχθρός»)
αρχ.
1. παρά
α) με επίθετα θετικού βαθμού που έχουν την έννοια της συγκρίσεως («ἐναντίος ἤ...», Πλάτ.)
β) με επίρρ. ή επιρρ. φρ. (πριν, πρόσθεν, πλην, χωρίς, αλλά κ.ά.) («τῇ ὑστεραίᾳ ἤ...», Πλάτ.)
γ) με ρήματα που έχουν την έννοια της συγκρίσεως («φθάνω ἤ...» — έρχομαι νωρίτερα παρά, πιο γρήγορα από..., Πλάτ.)
δ) λιγότερο συχνά με λέξη που δεν εισάγει σύγκριση («δίκαιον ἡμέας ἔχειν... [μᾱλλον] ἤ περ Ἀθηναίους», Ηρόδ.)
2. συνδέει δύο συγκριτικά που αναφέρονται στο ίδιο υποκείμενο («πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι ἤ ἀφνειότεροι», Ομ. Οδ.)
3. σπάνια με υπερθετικό («πλεῑστα θωμάσια «ἔχει Αἴγυπτος ἤ ἄλλη πᾱσα χώρη», Ηρόδ.)
4. φρ. ἤ οὐ
α) συχνά χρησιμοποιείται αντί του ή, ιδίως όταν προηγείται άρνηση («οὐδέν τι μᾱλλον ἐπ' ἡμέας ἤ οὐ καὶ ἐπ' ὑμέας», Ηρόδ.)
β) συχνά μετά από άρνηση που εννοείται («ὠμόν... πόλιν ὅλην διαφθεῑραι μᾱλλον ἤ οὐ τοὺς αἰτίους», Θουκ.)
5. πολλές φορές παραλείπεται: α) όταν συνοδεύεται από αριθμητικό και προηγούνται τα συγκριτικά πλείων, ελάττων, μείων («οὐ μεῑον πεντακόσιους», Ξεν.)
β) με απαρμφ. ή με πρόταση που ισοδυναμεί με απαρμφ. («τί γάρ ἀνδρὶ κακόν μεῑζον ἁμαρτεῑν», Ευρ.)
6. μερικές φορές πλεοναστικά με γενική («τὶς ἄν αἰσχίων εἰη ταύτης δόξα, ἤ δοκεῑν...», Πλάτ.)
7. ως διαζευκτικός και συγκριτικός σύνδεσμος συγχρόνως («βέλτερον ἤ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι ἤ δηθά στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι» — είναι καλύτερο ή να χαθούμε μια για πάντα ή να ζήσουμε παρά να φθειρόμαστε πολύν καιρό σε φρικτές μάχες, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαζευκτικό και συγκριτικό μόριο που προήλθε από επικ. ήε, ηέ (προκλιτικό τ. του ήε
πρβλ. αλλά αντί άλλα), το οποίο αρχικά ετίθετο και στα δύο μέλη μιας διαζεύξεως. Αρχική θεωρείται η διαζευκτική λειτουργία του μορίου από την οποία προήλθε η συγκριτική. Δηλ. από ερωτήσεις του τύπου: ἆρα ὁθεὸς κρείττων ἤὁ ἄνθρωπος; Βούλει τοῦτο ἤεκεῖνο; το διαζευκτικό ή διατηρήθηκε και στην απάντηση: Βούλομαι τοῦτο ἤἐκεῖνο, οπότε ερμηνεύθηκε «από, παρά». Όπως φαίνεται από τους ομηρικούς τύπους, το ἠέ (< η-Fε) προήλθε από το βεβαιωτικό μόριο ἦ + διαζευκτικό μόριο Fε, το οποίο αντιστοιχεί με λατ. -ve, αρχ. ινδ., αρχ. ιρλ. vā. Συχνά συντίθεται με τα εγκλιτικά -περ, -τοι].
(II)
ἤ (Α)
1. επιφώνημα αποδοκιμασίας («ἤ ἤ, σιώπα», Αριστοφ.)
2. επιφώνημα που προκαλεί την προσοχή κάποιου («ποῡ Ξανθίας; ἤ Ξανθία» — πού είναι ο Ξανθίας; ε, Ξανθία, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. ē που απαντά στο ē-castor «μα τον κάστορα»].
(III)
ἤ και ἦ (Α)
1. (κυπριακό) (υποθ. σύνδ.) εάν
2. (κρητικό) χρον. όταν, μετά
3. χρον. αφότου, από τότε που.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυπρ. τ. του εἰ«αν»].
(IV)
ἦ και ἦε και ἠέ (Α)
επίρρ. τίθεται συν. στην αρχή προτάσ., εκτός εάν προηγηθεί κλητ. και σπαν. άλλες λέξεις
Ι. (βεβαιωτικό)
1. πράγματι, αλήθεια («ἦ ὀλίγον οἶ παῑδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς», Ομ. Ιλ.)
2. (με παραχωρητική δύναμη) α) είναι αληθές ότι
β) παρ' όλα αυτά
3. συν. με ένα ή δύο άλλα μόρια, όπως: ἦ ἄρα, ἦ ἄρα δή, ἦ ἄρ', ἦ ἄρ' τε, ἦ ρα, ἦ ράνυ, ἤ γάρ, ἦ γάρ τοι, ἦ δή, ἦ δή που, ἦ δῆτα, ἦ θήν, ἦ κάρτα, ἦ μάλα, ἦ μάλα δή, ἦ νυ, ἦ τάχα, ἦ τε
4. σε εκφράσεις αμφιβολίας: ή που
5. σε όρκους ή ισχυρές επιβεβαιώσεις, καθώς και σε επιτιμήσεις: ἦ μήν, ἦ μάν, ἦ μέν, ἦ μέν δή
6. στις συνεκφορές ἐπεὶ ἦ, ὅτι ἤ και τὶ ἤ εξηγείται ως παραπληρωματικό ή, το οποίο περισπάται μετά το ἐπεί (ἐπεί ἦ) και βαρυτονείται μετά το ὅτι ή το τί (ὅτι ἤ, τὶ ἤ)
II. (ερωτηματικό)
1. (χωρίς διάζευξη σε ευθείες ερωτήσεις οι οποίες επεξηγούν ερώτηση που προηγείται) αλήθεια («ἦ σύ γ' Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος;» — αλήθεια, εσύ είσαι ο Οδυσσεύς ο πολυμήχανος; Ομ. Οδ.)
2. σε ερωτήσεις, των οποίων την απάντηση προσδοκά με ενδιαφέρον ο ερωτών
μπορεί να αποδοθεί με το «δεν είναι έτσι;»
3. συν. με διάφορες λέξεις ή μόρια, όπως: ἦ οὐκ, ἦ ῥα, ἦ ἄρα δή, ἦ ῥά νυ, ἦ νύ τοι, ἦ ταῡτα δή, ἦ γάρ, ἦ καί, ἀλλ' ἦ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βεβαιωτικό και ερωτηματικό μόριο συνοδευόμενο συνήθως από άλλα μόρια, των οποίων άλλοτε προηγείται (ἤ ἄρα, ἤ γάρ, ἤ που, ἦ τοι, ἦ μεν, ἦ μὴν) και άλλοτε ἕπεται (ἐπεὶ ἦ, τὶ ἦ). Από τους ομηρικούς χρόνους χρησιμοποιείται ερωτηματικώς, ενώ αρχική θεωρείται η λειτουργία του ως βεβαιωτικού. Η προέλευση του είναι άγνωστη αλλά ταυτίζεται πιθ. με το επιφών. ἤ].
(IX)
ἧ (Α)
(επίρρ. τοπικό) που, όπου.
(V)
ἦ (Α)
(γ' εν. πρτ. ή αορ. β' τοῦ ἠμὶ) αντί ἔφη
είπε («ἦ δ' ὅς» — είπε αυτός).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ημί].
(VI)
ἦ (Α)
(αττ. τ. α' εν. προσ. πρτ. του ειμί, συνηρ. του ιων. τ. ἔα) αντί ἦν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είμαι].
(VIII)
ἥ (Α)
άλλ. τ. του θηλ. της κτητ. αντων. γ' προσ. (ὅς), ἥ, (ὅν) αντί (ἑός), ἑή, (ἑόν)
επίσης δοτ. εν. του θηλ. της ίδιας κτητ. αντων. ᾖ (= ἑῇ).
(X)
ἧ, δωρ. τ. φ (Α) (δοτικοφανές επίρρ. από τη δοτ. του θηλ. της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ)
1. (τοπικό) όπου, στο μέρος όπου («ἐκείνη... ᾖ», Πλάτ.)
2. (τροπικό) όπως, καθώς («ᾖ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν», Αισχύλ.)
3. εξ αιτίας αυτού, γι' αυτόν τον λόγο («ᾖ καὶ μᾱλλον ἐξηρτύοντο τὸ ναυτικὸν καὶ ἦσαν οὐκ ἀδύνατοι», Θουκ.)
4. ως, όπως, καθότι (α. «διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾖ ὁ μέν τῶ δέ», Ξεν. β. «ᾖ ἄνθρωπος» — ως άνθρωπος, καθότι είναι άνθρωπος, Αριστοτ.)
5. (με υπερθ.) όσο το δυνατόν («ᾖ ἐδύνατο τάχιστα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική χρήση της δοτ. εν. του θηλ. της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ «ο οποίος, η οποία, το οποίο»].