κατεῖπον
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
inf. κατειπεῖν, used as aor. to the pres. καταγορεύω (κατερῶ (v. κατερέω) being the fut.):—also in form κατεῖπα Hdt.2.89, Ar. Pax 20:—A speak against or to the prejudice of, accuse, denounce, τινος Ar.Pax 377, Th.340; κ. τινὸς πρός τινα Pl.Tht.149a, cf. X.Mem.2.6.33: abs., give information, Hdt.2.89, πρὸς τοὺς βασιλέας SIG986.7 (Chios, v/iv B.C.). II c. acc., declare, report, εἴ σοι γάμον κατεῖπον E.Med. 589; κ. τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ar.V.54; τἀν Σάμῳ ib.283 (lyr.); πατέρα κ. make him known, E.Ion 1345; κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, denounce them, And.2.7: c. acc. et part., κ. σῷ κασιγνήτῳ πόσιν ἥκοντα E.Hel.898; enumerate, φύλλα δένδρων Anacreont.13.2. 2 abs., tell, κάτειπέ μοι tell me, Ar.Nu.155, Pl.86: followed by interrog., κ. ὅκως… Hdt.1.20; πόθεν… Ar.Pax20; ὅ τι σιωπᾷς, κ. μοι ib.657; πρὸς σὲ κ., ἐφ' οἷς ἐλύπησάν με Isoc.5.17, etc.
German (Pape)
[Seite 1394] (s. εἶπον), gegen Einen sprechen, anklagen; μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπῃς Ar. Pax 376, öfter; μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους Plat. Theaet. 149 a, wie Xen. Hem. 2, 6, 33 u. Luc. Calumn. 2. – Geradheraus sagen, angeben, an. zeigen, ansagen; πατέρα κατειπών Eur. Ion. 1345; Med. 589; c. partic., μή μου κατείπῃς σῷ κασιγνήτῳ πόσιν ἥκοντα Hel. 898; φέρε νυν κατείπω τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ar. Vesp. 54; Her. 1, 20; Plat. Theag. 123 b; herzählen, Isocr. 5, 17; φύλλα δένδρων Anacr. 13, 2. – Vgl. unten κατερῶ.
Greek (Liddell-Scott)
κατεῖπον: ἀπαρ. κατειπεῖν, ἐν χρήσει ὡς ἀόρ. τοῦ ἐνεστ. καταγορεύω (κατερῶ εἶναι ὁ μέλλ.)· καὶ ἐν τῷ τύπῳ κατεῖπα Ἡρόδ. 2. 89, Ἀριστοφ. Εἰρ. 20·- ὁμιλῶ ἐναντίον ἢ ἐπὶ βλάβῃ τινός, κατηγορῶ, κατακρίνω, τινος Ἡρόδ. 2. 89, Εὐρ. Ἑλ. 898, Ἀριστοφ. Εἰρ. 377, Θεσμ. 340· κ. τινος πρός τινα Πλάτ. Θεαίτ. 149Α· καὶ οὕτως (ἐπὶ παιγνιώδους ἐννοίας), Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33· Ἡσύχ. «κατειπών· διαβαλών». ΙΙ. μετ’ αἰτ., ὁμιλῶ καθαρῶς, λέγω σαφῶς, διακηρύττω, διηγοῦμαι, Λατ. renunciare, εἴ σοι γάμον κατεῖπον Εὐρ. Μήδ. 589· τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ἀριστοφ. Σφ. 54· τἀν Σάμῳ αὐτόθι 283· κ. πατέρα, κάμνω αὐτὸν γνωστόν, Εὐρ. Ἴων 1385· κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, κατακρίνω, ψέγω, Ἀνδοκ. 20. 30, 33. 2)ἀπολ., λέγω, διηγοῦμαι, κάτειπέ μοι, εἰπέ μοι καθαρά, δήλωσον, Ἀριστοφ. Νεφ. 156, 224, Πλ. 86·- ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. ὅκως…, Ἡρόδ. 1. 20· πόθεν… Ἀριστοφ. Εἰρ. 20· ὅ τι σιωπᾷς, κ. μοι αὐτόθι 657· πρὸς σὲ κ., ἐφ’ οἷς ἐλύπησάν με Ἰσοκρ. 85D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
v. κατεῖπα.
Greek Monolingual
κατεῑπον και κατεῑπα (Α)
(χρησιμοποιείται ως αόρ. β' του καταγορεύω)
1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.)
2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι
3. λέγω κάτι φανερά, φανερώνω, διακηρύσσω
4. λέγω, δηλώνω, διηγούμαι, αφηγούμαι
5. απαριθμώ, συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω («εἰ φύλλα πάντα δένδρων ἐπίστασαι κατειπεῖν», Ανακρ.).
Greek Monotonic
κατεῖπον: απαρ. κατειπεῖν, το οποίο χρησιμ. ως αόρ. βʹ του καταγορεύω (ο μέλ. είναι κατερῶ)·
I. επίσης στον τύπο κατεῖπα· μιλώ εναντίον κάποιου ή προς βλάβη αυτού, κατηγορώ, κατακρίνω, τινος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
II. 1. με αιτ., μιλώ, εκφέρω απλώς, δηλώνω, διηγούμαι, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. απόλ., λέω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κάτειπέ μοι, πες μου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατεῖπον: (aor. 2) и ион. κατεῖπα (aor. 1) (inf. κατειπεῖν)
1) выступить с обвинением, обвинить, донести (τινος πρός τινα Plat. и τι πρός τινα Plut.): μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπῃς Arph. ради богов, не выдай нас;
2) (рас)сказать, сообщить, объявить (τινί τι Eur.; τὴν ἁμαρτίαν αὑτου Plut.): κ. τινα ἥκοντα Eur. рассказать, что кто-л. пришел;
3) уведомить (πατέρα Eur.);
4) сосчитать (φύλλα δένδρων Anacr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-εῖπον them. aor, bij praes. καταγορεύω of καταλέγω; ook aor. κατεῖπα; zie ook*κατείρω verraden, met gen.: μή... ἡμῶν κατείπῃς geef ons niet aan Aristoph. Pax 377; μή... μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους verraad mij niet bij de anderen Plat. Tht. 149a. bekend maken; ook met AcP:. κ. πόσιν ἥκοντα aankondigen dat de bruidegom is gekomen Eur. Hel. 898. vertellen:. κάτειπέ μοι vertel me Aristoph. Nub. 155.
Middle Liddell
inf. κατειπεῖν [used as aor2 to καταγορεύω. (κατερῶ being the fut.)] κατεῖπα
I. to speak against or to the prejudice of, accuse, denounce, τινος Hdt., Eur., etc.
II. c. acc. to speak out, tell plainly, declare, report, Eur., Ar.
2. absol. to tell, Hdt., etc.; κάτειπέ μοι tell me, Ar.