εὔσημος
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
Dor. εὔσαμος, ον,
A of good signs or of good omens, φάσμα ναυβάταις E.IA252 (lyr.), cf. Plu. Caes.43; ἱερά Philostr. VA8.7.12; (πῦρ) ib.1.31.
II easily known by signs, conspicuous, εὔσημον γὰρ οὔ μελανθάνει [τὸ πλοῖον] A.Supp.714; καπνῷ δ' ἁλοῦσα… εὔ. πόλις Id.Ag.818; σημεῖα Hp.Mochl.16; τόπος Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B.C.); ἴχνη Thphr.CP6.19.5 (Comp.); οὐκ εὔσημον, ὅθεν .. not easy to distinguish, ib.3.8.2; legible, clear, ὅπως δὲ καὶ εὐσαμοτέρα ὑπάρχῃ ἁ ἀναγραφά SIG1023.96 (Cos, iii/ii B.C.); εὔσημα γράμματα OGI665.12 (Egypt, i A.D.); εὔσημος προσαγόρευσις Men.381; of sound, distinct, βοαι S.Ant.1021; ἦχοι Phld.Po.2.16 (Sup.); well-marked, βραχίων Philostr.Gym.35; οὐλὴ εὔσημος PPetr.1p.54 (iii B.C.).
2 clear, intelligible, λόγον εὔσημον δοῦναι 1 Ep.Cor.14.9; εὔσημος διδασκαλία Erot.Prooem., Heliod. ap. Orib.48.20.7.
3 evident, τισι Phld.Ir. p.91 W., cf. Porph.Abst.3.5.
4 εὔσημα, τά, = Lat. insignia, f.l. for σύσσημα, D.S.36.2.
5 of garments, with fine edging, BGU1564.11 (ii A.D.).
II Adv. εὐσήμως = clearly, distinctly, ἔχειν Arist.Mete. 363a27; μεμνῆσθαι Str.10.2.23; προσανένεγκε POxy.1188.5 (i A.D.): Sup. εὐσημότατα Plu.2.1022a.
German (Pape)
[Seite 1097] 1) mit gutem Zeichen, guter Vorbedeutung, εὔσ. φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; ἐνορᾷ τι τοῖς ἱερείοις εὔσημον Plut Caes. 43. – 2) leicht erkennbar, deutlich, Aesch. Suppl. 695, der es auch mit dem partic. vrbdt, καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῦν ἔτ' εὔσημος πόλις Ag. 792, aus dem Rauche erkennt man, daß die Stadt eingenommen; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1008, deutlich, zu verstehen; in späterer Prosa, ἴχνη Theophr.; περιγραφή Pol. 10, 44, 9, öfter Plut. – Adv. εὐσήμως, z. B. ἔχειν Arist. Meteor. 2, 6; gtrab. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est bon signe, de bon augure;
2 qui offre un signe certain, évident, clair, significatif ; καπνῷ δ' ἁλοῦσα εὔσημος πόλις ESCHL la fumée montre par un signe certain que la ville a été prise;
3 facile à reconnaître, distinct (cri).
Étymologie: εὖ, σῆμα.
Russian (Dvoretsky)
εὔσημος:
1 служащий хорошим предзнаменованием (φάσμα Eur.);
2 явственный, ясный, отчетливый (βοαί Soph.; περιγραφή Polyb.; χρηστῶν καὶ πονηρῶν διάκρισις Plut.); μὴ εὔσημον λόγον διδόναι NT произносить невразумительные речи;
3 хорошо видимый, заметный (τὸ πλοῖον Aesch.): καπνῷ ἁλοῦσα εὔ. πόλις Aesch. по дыму (пожаров) видно, что город взят.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσημος: -ον, ἔχων καλὰ σημεῖα, εὐοίωνος, φάσμα Εὐρ. Ι. Α. 252, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 43. ΙΙ. εὐδιάγνωστος, εὐόρατος, εὔσημον γὰρ οὔ με λανθάνει τὸ πλοῖον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 714· καπνῷ δ’ ἁλοῦσα... εὔσημος πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 818· σήματα Ἱππ. Μοχλ. 851· ἴχνη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 5· οὐκ εὔσημον, ὅθεν... αὐτόθι 3. 8, 2· εὔσ. προσαγόρευσις Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, 3. 2) εὐκόλως νοούμενος, εὔληπτος, εὐδιάκριτος, σαφής, οὐδ’ ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοὰς Σοφ. Ἀντ. 1021· ἀντίθετον τῷ ἄσημος, αὐτόθι 1004. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 2· ― Ὑπερθετ. -ότατα, Πλούτ. 2. 1022Α.
English (Strong)
from εὖ and the base of σημαίνω; well indicated, i.e. (figuratively) significant: easy to be understood.
English (Thayer)
εὔσημον (εὖ and σῆμα a sign), well-marked, clear and definite, distinct: λόγος, A. V. easy to be understood). (Aeschylus (Sophocles), Theophrastus, Polybius, Plutarch.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔσημος, -ον
Α και εὔσαμος, -ον)
λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
το εύσημο ή τα εύσημα
διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση
μσν.
(για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί αμέσως τις εντολές που του δίνει με σήματα ή με νεύματα ο κύριός του
μσν.-αρχ.
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαλόφωνος κῆρυξ καὶ εὔσημος»)
2. (για ήχο) καθαρός, ευκρινής
αρχ.
1. εκείνος που ξεκινά με καλά σημεία, ο ευοίωνος
2. ευδιάκριτος, αυτός τον οποίο βλέπει κανείς καθαρά
3. ευανάγνωστος, σαφής
4. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής
5. ευκολονόητος, σαφής
6. (για ένδυμα) με ωραίες άκρες, με καλοραμμένες άκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σημος (< σήμα), πρβλ. επίσημος, πολύσημος].
Greek Monotonic
εὔσημος: -ον (σῆμα),
I. αυτός που έχει καλά σημάδια ή οιωνούς, ευοίωνος, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος από σημάδια ή οιωνούς, ευδιάγνωστος, σε Αισχύλ.
2. αυτός που δεν έχει πρόβλημα στην κατανόηση, εύληπτος, ευδιάκριτος, ευκρινής, ξεκάθαρος, σαφής, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὔ-σημος, ον σῆμα
I. of good signs or omens, Eur.
II. easily known by signs, clear to be seen, Aesch.
2. clear to understand, distinct, Soph.
Chinese
原文音譯:eÜshmoj 由-些摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-標記(的)
字義溯源:清楚指明的,容易明白的,清楚的,分明的,易領悟的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(σημαίνω)=指明)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (σημαίνω)出自(Σήμ)X*=記號)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 容易明白的(1) 林前14:9