δύστηνος
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
Dor. δύστανος, ον,
A wretched, unhappy, miserable, unfortunate, disastrous, poet. Adj.:
1 mostly of persons, as always in Hom. and mostly Trag., A.Pers.909 (anap.), etc.; δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν = unhappy are they whose sons face my might Il.6.127.
2 of sufferings and the like, μόχθος δύστηνος Pi.P.4.268; θέρος A.Ag.1655; αἰκίαι S.El.511 (lyr.); ὄνειδος Id.Aj.1191 (lyr.); ὄνειρος Ar.Ra.1333 (lyr.); πάθος D.H.6.20. Adv., Sup. δυστανοτάτως γηράσκω E.Supp. 967 (lyr.).
II after Hom., in moral sense, wretched, S.El.121 (Sup., lyr.), Ph.1016; λόγοι E.HF1346.—Rare in Prose, though D. 19.255 has δ. λογάρια, in latter sense: Sup. (v. supr. 1); no Comp. is found. (Cf. ἄστηνος.)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): lesb., dór. δύστᾱνος Alc.148.3, 215.2, B.5.63, 11.102, Pi.P.4.268, S.El.121, E.Supp.966, Theoc.14.49
• Morfología: [fem. -α Alc.215.2, Corp.Herm.Fr.23.35; sg. gen. -οιο Od.11.76, B.l.c., A.R.1.1069; adv. sup. δυστανοτάτως E.l.c.]
I de pers.
1 desdichado, infortunado δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν Il.6.127, ἄνδρες Il.17.445, cf. Od.l.c., IG 5(1).1186.9 (Laconia I a.C.), ἐγὼ δ. Il.22.477, A.Pers.909, Pr.656, Ὀδυσσεύς Od.5.436, ὅδε τις δ. ἀλώμενος ἐνθάδ' ἱκάνει Od.6.206, cf. 17.501, νύμφη A.R.l.c., Μεγαρῆες Theoc.l.c., μειράκια D.Chr.11.14, πρεσβῦται I.BI 7.377, ὀρφανὰ τὰ δύστηνα ταυτὶ παιδία D.H.4.4, τοκεῦσιν δυστήνοις ἔλιπον δάκρυα καὶ στοναχάς GVI 1121.4 (Samos II/I a.C.?), cf. CIRB 125.11 (I a.C.), κλαύσατε τὴν δύστηνον, ἐφ' ᾗ μέγα πένθος ἔχουσιν ... δυστοκέες τοκέες IUrb.Rom.1393.4 (II d.C.), cf. IMEG 36.5 (ptol.), δυστήναις ἡμῖν (ψυχαῖς) Corp.Herm.l.c., cf. Ph.2.550, Aesop.117.3, Q.S.5.532, Orac.Sib.11.67, POxy.1873.4 (V d.C.)
•de anim. Ψιχάρπατος Batr.(a) 105, φάψ A.Fr.210, κόσσυφος Opp.H.4.216.
2 miserable, malvado, perverso μάτηρ S.El.121, de Odiseo, S.Ph.1016, παύσασθ', ὦ δύστανοι Theoc.15.87.
II de abstr.
1 que causa dolor o sufrimiento, triste, infausto νόσοι Semon.2.12, μόρος Semon.2.18, βίος Thgn.354, SB 13946.16 (III/IV d.C.), μόχθος Pi.l.c., θέρος aplicado a una matanza, A.A.1655, αἰκίαι S.El.511, ὄνειδος S.Ai.1191, ὄνειρος (en parodia de Esquilo), Ar.Ra.1333, σπουδαί Hp.Ep.17.9
•amargo, inconsolable πένθος IG 12(8).38.16 (Lemnos II d.C.)
•tb. de cosas mísero, miserable μου σαρκίδια Arr.Epict.1.3.6, ῥάκια Luc.Gall.26.
2 malévolo, miserable, nefasto λύσσα B.11.102, λόγοι E.HF 1346, λογάρια D.19.255, Philostr.VS 623, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα Luc.Bis Acc.16, cf. Symp.30, δοξάρια Cyr.Al.Ep.50.21 (ACO 1.1.3, p.100).
III adv. sup. δυστανοτάτως = de la manera más desgraciada καὶ νῦν ἄπαις ἄτεκνος γηράσκω δυστανοτάτως E.Supp.966.
• Etimología: Comp. de δυσ- q.u. y *στᾶνον < *ste*Hu̯2- ant. n. verbal de la r. de ἵστημι q.u. (cf. ai. sthā́na-, av. stāna- ‘emplazamiento’.
German (Pape)
[Seite 688] ον, dor. δύστανος, unglücklich, jammervoll, elend. Ableitung unsicher, vgl. ἄστηνος. Bei Homer öfters, aber nur von Menschen: Nominat. δύστηνος mehrmals, als femin. Iliad. 22, 477; gen. δυστήνοιο Odyss. 11, 76; accus. δύστηνον öfters, Odyss. 17, 10 τὸν ξεῖνον δύστηνον, Scholl. Aristonic. (ἡ διπλῆ) πρὸς τὴν τοῦ ἄρθρου μετάθεσιν. ὅμοιόν ἐστι τῷ »οὔτε τὰ τεύχεα καλά (Iliad. 21, 317)«, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 317; vocativ. ὦ δύστηνε Odyss. 10, 281. 11, 80. 93; dativ. plural. δυστήνοισι μετ' ἀνδρασιν Iliad. 17. 445; genit. plural. Iliad. 6, 127. 21, 151 δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν, zu verstehen wie υἷες Ἀχαιῶν, nicht allein die Aeltern sind δύστηνοι, sondern auch und grade besonders die Söhne selbst, vgl. Scholl. Iliad. 6, 127. – Folgende: Pind. P. 4, 268 μόχθον δύστανον; häufig bei Tragg., gew. von Menschen; θέρος Aesch. Ag. 1640; τινός, in etwas, Aesch. Pers. 873 u. Eur. Troad. 112; mit der Nebenbedeutung dersittlichen Verworfenheit, unselig, Soph. El. 126; λόγοι Eur. Herc. Fur. 1346; ὄνειρος Ar. Ran. 1328; seltener in Prosa, λογάρια δ. Dem. 19, 255; πάθος D. Hal. 6, 20; Plut. Ant. 84. – Adv., δυστήνως, superlat. δυστηνοτάτως, Eur. Suppl. 991.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 malheureux, infortuné ; en parl. de choses lamentable, funeste;
2 au sens moral misérable.
Étymologie: δυσ-, στῆναι, de ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
δύστηνος: дор. δύστᾱνος 2 ἵστημι
1 несчастный, злополучный Hom., Trag., Arph., Plut.;
2 жалкий, отвратительный, ужасный (δυστανοτάτη μάτηρ = Κλυταιμνήστρα Soph.; λογάρια Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
δύστηνος: Δωρ. δύστᾱνος, ον, ἐλεεινός, ἄθλιος, δυστυχής, ποιητ. ἐπίθ. 1) συνήθ. ἐπὶ προσώπων, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ συνήθ. παρὰ Τραγ.· δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν Ἰλ. Ζ. 127. 2) ἐπὶ παθημάτων κ. τ. τ., μόχθος δ. Πίνδ. Π. 4. 478· θέρος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1655· αἰκίαι Σοφ. Ἠλ. 511· ὄνειδος ὁ αὐτ. Αἴ. 1191· λόγοι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1346· ὄνειρος Ἀριστοφ. Βατρ. 1333· ὑπερθ. δυστανότατος Σοφ. Ἠλ. 121· καὶ ἐπίρρ. γηράσκω δυστανοτάτως Εὐρ. Ἱκέτ. 967, πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 544· ἀλλ’ οὐδὲν συγκριτ. ἀπαντᾷ ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἐπὶ ἠθικῆς ἑννοίας, ἄθλιος, ἐλεεινός, ὡς τὸ Λατ. miser (ἄθλιος), π. χ. Σοφ. Ἠλ. 121, Φ. 1016. ― Σπάνιον παρὰ πεζοῖς ἂν καὶ ὁ Δημ. 421. 20 ἔχει δ. λογάρια, ἐπὶ τῆς δευτέρας σημασίας. (Τύπος τις ἄστηνος φέρεται παρὰ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Ετυμ. Μ. 159. 11. μετὰ τῆς ἑρμηνείας: ὁ δυστυχὴς καὶ πένης, παρὰ τὸ μὴ στάσιν ἔχειν, ὥστε ἡ ρίζα ὑπετέθη ὅτι εἶνε ἡ τοῦ στῆναι· ἀλλ’ οὐδεμία ἱκανοποιοῦσα ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐδόθη μέχρι νῦν· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει ἀστηνεῖ· ἀδυνατεῖ).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύστηνος, -ον και δωρ. δύστανος, -ον)
(για πρόσ.) άθλιος, άτυχος, ταλαίπωρος
αρχ.
1. (για πράξη, πάθημα, κατάσταση κ.λπ.) ελεεινός
2. (με ηθική σημασία) άθλιος, χαμένος.
Greek Monotonic
δύστηνος: Δωρ. δύστᾱνος, -ον,
I. 1. άθλιος, ελεεινός, ταλαίπωρος, κακόμοιρος, δυστυχισμένος, άτυχος, κακότυχος, κακορίζικος, κυρίως για πρόσωπα, σε Όμηρ., Τραγ.· δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν, δυστυχείς είναι εκείνοι των οποίων οι γιοι με συναντούν, συγκρούονται μαζί μου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πράγματα, σε Τραγ., Αριστοφ.· υπερθ. επίρρ. δυστᾱνοτάτως, σε Ευρ.
II. μετά τον Όμηρ. με ηθική σημασία, ελεεινός, αξιοθρήνητος, όπως το Λατ. miser, σε Σοφ. (πιθ. αντί δύσ-στηνος· αλλά η προέλ. του -στηνος είναι αμφίβ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unhappy, wretched (Il.; cf. v. Wilamowitz on Eur. Her. 1346); δυστηνία μοχθηρία H.
Other forms: Dor. δύστανος
Derivatives: ἄστηνος, s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1004] *steh₂- stand
Etymology: Prob. who has a bad stand, from δυσ- and *στῆ-ν-, *στᾶ-ν-, identical with Skt. sthā́nam, Av. OP stāna- n. stand, position. In Slavic an old u-stem, e. g. Russ.-Csl. stanъ lair, Russ. stán stature, standplace, camp; other forms in Vasmer Russ. et. Wb. s. v. See also Fraenkel Gnomon 22, 236. - The form given by Hdn. Gr. 1, 217, δύστος = δύστηνος (s.v.), can be identical with Skt. duḥstha- id. (IE *dus-sth₂-o-s; to στῆ-ναι). S. Osthoff Etym. parerga 1, 126, Bechtel Lex. s. δύστηνος.
Middle Liddell
I. wretched, unhappy, unfortunate, disastrous, mostly of persons, Hom., Trag.; δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν unhappy are they whose sons encounter me, Il.
2. of things, Trag., Ar.: Sup. adv., δυστανοτάτως Eur.
II. after Hom., in moral sense, wretched, like Lat. miser (a wretch), Soph. [Prob. for δύσστηνος; but the origin of -στηνος is uncertain.]
Frisk Etymology German
δύστηνος: {dústēnos}
Forms: dor. δύστανος
Meaning: unglücklich, unselig (poet. seit Il.; zur Bed. vgl. v. Wilamowitz zu Eur. Her. 1346) mit δυστηνία· μοχθηρία H.
Derivative: Danach ἄστηνος, s. d.
Etymology: Eig. der einen schlimmen Stand hat, aus δυσ- und *στῆνον, *στᾶνον, mit aind. sthā́nam, aw. apers. stāna- n. Standort, Stelle identisch. Daneben steht im Slavischen ein alter u-Stamm, z. B. russ.-ksl. stanъ Lager, russ. stán Statur, Standort, Lagerplatz; weitere Formen bei Vasmer Russ. et. Wb. s. v. Lit. stonas Stand, Amt kann aus dem Slavischen geholt sein; s., außer Vasmer, Fraenkel Gnomon 22, 236. — Das nur bei Hdn. Gr. 1, 217 überlieferte δύστος = δύστηνος kann mit aind. duḥstha- ib. (idg. *dus-sth-o-s; zu στῆναι) identisch sein. — Osthoff Etym. parerga 1, 126, Bechtel Lex. s. δύστηνος.
Page 1,427
English (Woodhouse)
distressing, miserable, sad, unfortunate, unhappy
Mantoulidis Etymological
(=δυστυχής, ἄθλιος). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τό δυσ + στένω, ἤ ἀπό τό δυσ + στα (τοῦ ἵστημι).
Translations
miserable
Arabic: بَائِس; Moroccan Arabic: مسْكين, مسْكينة; Armenian: դժբախտ; Bulgarian: окаян, злочест; Catalan: trist, desgraciat. miserable; Chinese Cantonese: 悲慘, 悲惨, 慘, 惨, 淒慘/悽慘, 凄惨; Hakka: 悲慘, 悲惨, 慘, 惨, 淒慘/悽慘, 凄惨; Mandarin: 悲慘, 悲惨, 慘, 惨, 淒慘/悽慘, 凄惨; Min Nan: 悲慘, 悲惨, 淒慘/悽慘, 凄惨, 慘, 惨; Cornish: moredhek; Czech: nešťastný, bědný; Danish: elendig; Esperanto: mizera; Finnish: kurja; French: misérable; Galician: miserábel; German: elend, erbärmlich, jämmerlich, miserabel; Gothic: 𐍅𐌰𐌹𐌽𐌰𐌷𐍃; Greek: άθλιος; Ancient Greek: ἄθλιος, μέλεος, δύστηνος; Hebrew: אֻמְלָל, מסכן; Hungarian: nyomorult; Icelandic: ömurlegur, ömurleg, ömurlegt; Irish: aimléiseach, ainnis, anóiteach, galair; Japanese: 惨めな, 悲惨な; Korean: 불행한 상황; Latin: miser; Manchu: ᡤᠣᠰᡳᡥᠣᠨ; Maori: tiwhatiwha, kotonga; Middle English: myschevous; Norman: mînséthabl'ye; Norwegian Bokmål: kummerlig; Old English: earm; Polish: nędzny, nieszczęśliwy; Portuguese: miserável; Romanian: mizerabil, nenorocit, mizer; Russian: несчастный, бедный; Sanskrit: दीन; Scottish Gaelic: brònach; Spanish: miserable; Tocharian B: anas; Vietnamese: khốn khổ; Walloon: mizeråve, pôvriteus, pôvriteuse, minåve; Welsh: penisel
unhappy
Armenian: դժբախտ; Bulgarian: нещастен; Catalan: infeliç; Chinese Mandarin: 不高興, 不高兴, 不開心, 不开心, 不愉快, 傷心, 伤心; Cornish: moredhek; Czech: nešťastný; Danish: ulykkelig; Esperanto: malfeliĉa; Finnish: onneton; French: malheureux, triste; Georgian: მწუხარე, სევდიანი, დარდიანი, ნაღვლიანი; German: unglücklich; Gothic: 𐍅𐌰𐌹𐌽𐌰𐌷𐍃; Greek: δυστυχής, δυστυχισμένος; Ancient Greek: μέλεος, δύστηνος; Haitian Creole: malere; Italian: triste, rattristato, mogio, abbacchiato, afflitto, avvilito, malinconico, mesto, infelice, egro; Norwegian Bokmål: ulykkelig; Nynorsk: ulukkeleg, ulykkeleg; Old English: wansǣliġ; Pashto: غمجن, خپه, خواشينی; Portuguese: infeliz, triste; Romanian: nefericit; Russian: несчастный, несчастливый, грустный, печальный; Serbo-Croatian Cyrillic: несретан; Roman: nesretan; Slovak: nešťastný; Spanish: infeliz; Swedish: olycklig; Turkish: mutsuz, üzgün