λογικός

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογῐκός Medium diacritics: λογικός Low diacritics: λογικός Capitals: ΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: logikós Transliteration B: logikos Transliteration C: logikos Beta Code: logiko/s

English (LSJ)

λογική, λογικόν, (λόγος)
A of speaking or for speaking or for speech, of speech, μέρη λογικά the organs of speech, Plu.Cor.38: λογική, ἡ, speech, opp. μουσική, D.H.Comp. 11; λογικὴ φαντασία = expressed in speech, Stoic.2.61.
2 of eloquence or in eloquence, ἀγῶνες Philostr.VS1.22.1; ἀκροάσεις λογικαὶ καὶ ὀργανικαί Supp.Epigr.2.184.6 (Tanagra, ii B.C.).
3 suited for prose, ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λογικός Demetr.Eloc.42; τὸ λογικόν, opp. τὸ μεγαλοπρεπές, ib.41; of persons, writing in prose, D.L.5.85; ἐγκώμιον λογικόν in prose, IG9(2).531.43 (Thess.).
II possessed of reason, intellectual, μέρος Ti.Locr.99e, al.; τὸ λογικὸν ζῷον = rational animal Chrysipp.Stoic.3.95; ἀρεταὶ λογικαί = διανοητικαί, opp. ἠθικαί, Arist.EN1108b9.
2 dialectical, argumentative, οἱ λογικοὶ διάλογοι of Plato, such as the Theaetetus and Cratylus, D.L.3.58; in Arist. usually like διαλεκτικός, λογικὸς συλλογισμός APo.93a15, cf. Top.162b27; διὰ λογικωτέρων καὶ ἀκριβεστέρων λόγων more abstract, Metaph. 1080a10; λογικαὶ δυσχέρειαι ib.1005b22; λογικὴ ἀπόδειξις GA747b28; but also, logical, λογικοὶ συλλογισμοί, opp. ῥητορικοί, Rh.1355a13. Adv. λογικῶς = rationally, logically, spiritually, dialectically, Metaph. 1029b13, APo.84a7, 88a19; φυσικῶς καὶ λογικῶς GC316a11: Comp. λογικώτερον Cael.275b12.
b Subst., ἡ λογική (sc. τέχνη) logic, Cic.Fin.1.7.22; also τὰ λογικά Id.Tusc.4.14.33; περὶ λογικῶν title of work, Democr.10b; τὸ λογικόν, opp. τὸ φυσικόν, τὸ ἠθικόν, Zeno Stoic. 1.15, etc.
3 of the 'dogmatic' school of physicians, ἡ λογικὴ αἵρεσις Gal.Sect.Intr.1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui sert à la parole : λογικὰ μέρη PLUT les organes de la parole;
II. qui concerne le raisonnement :
1 raisonnable, doué de raison;
2 qui convient au raisonnement : λογικοὶ συλλογισμοί ARSTT syllogismes logiques p. opp. aux συλλογισμοὶ ῥητορικοί ; ἡ λογική (τέχνη) la science du raisonnement, la logique;
NT: spirituel.
Étymologie: λόγος.

German (Pape)

nach den verschiedenen Bdtgn von λόγος,
1 zur Rede gehörig, μέρη, Sprachorgane, Plut. Cor. 38; im Reden gebräuchlich, Rhett.; im Reden geübt, beredt, Sp.; ἡ λογική, die Redekunst, Beredsamkeit, Sp.; die Dialektik, pars philosophiae quae est quaerendi ac disserendi, Cic. Fin. 1.7. – Bes. prosaisch, im Gegensatz von ποιητικός, DL. 5.85; vgl. Schäfer Dion.Hal. C.V. p. 135, 213.
2 zur Vernunft gehörig, vernünftig, Pol. 25.9.2; bes. mit Vernunft begabt, wie der Mensch erkl. wird als ζῷον λογικόν, Chrysipp. bei Plut. de virt. mor. 10; ἡ λογική, die Wissenschaft des Denkens, Arist. λ. ἀπόδειξις, gen.an. 2.8; – τὸ λογικόν, wobei eigtl. μέρος τῆς ψυχῆς ergänzt wird, die Vernunft, Plut. plac.phil. 4.5, καὶ νοερόν, und öfter; – der gew. Gegensatz ist ἄλογος.

Russian (Dvoretsky)

λογικός:
1 относящийся к речи, речевой: λογικὰ μέρη Plut. органы речи;
2 одаренный разумом, разумный (ζῷον Plut.);
3 проистекающий из разума, разумный (ἀρεταί Arst.);
4 построенный на рассуждении, логический (ἀπόδειξις, συλλογισμός Arst.);
5 духовный (λατρεία, γάλα NT).
IIпрозаик Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

λογῐκός: -ή, -όν, (λόγος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν λόγον, μέρη λ., τὰ ὄργανα τοῦ λόγου, Πλουτ. Κορ. 38· ἐπὶ προσώπων, ὁ λόγῳ χρώμενος, λαλητικός, Γρηγ. π. ἀνθρώπου. 2) εἰς εὐγλωττίαν ἀνήκων ἢ περὶ εὐγλωττίας, ἀγῶνες Φιλόστρ. 522. 3) ἁρμόζων εἰς τὸν πεζὸν λόγον, ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λ. Δημ. Φαλ. 42· - ἐπὶ προσώπων, ὁ γράφων ἐν πεζῷ λόγω, Διογ. Λ. 5. 85· λογική, πεζὸς λόγος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν μουσικήν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 11. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὀρθὸν λόγον, κρίσιν, κτλ., λογικός, Τίμ. Λοκρ. 99E, κ. ἀλλ.· ζῷον λ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450D· ἀρεταὶ λ. = διανοητικαί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἠθικαί, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 16. 2) λογικός, εὔλογος, Πολύβ. 25. 9, 2. 3) ἁρμόδιος εἰς λογικὴν σκέψιν ἢ συζήτησιν, οἱ λ. διάλογοι, τοῦ Πλάτωνος, οἷοι ὁ Θεαίτητος καὶ ὁ Κρατύλος, Διογ. Λ. 3. 57· ὁ Ἀριστ. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πολὺ ὁμοίως τῷ διαλεκτικός, ἴδε Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 3, Τοπ. 8. 12, 5· ἀλλ’ ἐνίοτε πάλιν ἐπὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ «λογικός», λ. συλλογισμοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ῥητορικούς, Ρητ. 1. 1, 11· διὰ λογικωτέρων καὶ ἀκριβεστέρων λόγων Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 5, 7· λ. δυσχέρειαι αὐτόθι 3. 3, 9· λ. ἀπόδειξις π. Ζ. Γεν. 2. 8, 9· - οὕτω καὶ ἐπίρρ., λογικῶς, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 13, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, ἐν τέλ., πρβλ. 2. 8, 3· φυσικῶς καὶ λ. περὶ Γενέσ. κ. Φθορ. 1. 2, 11· συγκρ. λογικώτερον, π. Οὐρ. 1. 7, 15· - ἡ λογικὴ (δηλ. τέχνη) πρῶτον παρὰ Κικ. ἐν Fin. 1. 7, Tusc. 4. 14.

English (Strong)

from λόγος; rational ("logical"): reasonable, of the word.

English (Thayer)

λογικη, λογικόν (from λόγος reason) (Tim. Locr., Demosthenes, others), rational (Vulg. rationabilis); agreeable to reason, following reason, reasonable: λατρεία λογικη, the worship which is rendered by the reason or soul (`spiritual'), λογικη καί ἀναίμακτος προσφορά, of the offering which angels present to God, Test xii. Patr. (test. Levi § 3), p. 547, Fabric. edition; (cf. Athenagoras, suppl. pro Christ. § 13at the end)); τό λογικόν γάλα, the milk which nourishes the soul (see γάλα), λογικη τροφή, Eus. h. e. 4,23at the end).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λογικός, -ή, -όν λόγος
1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος»)
2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες του ορθού λόγου
νεοελλ.
μέτριος, κανονικός, μη υπερβολικός, μετριοπαθής, μετρημένοςλογική τιμή»)
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογικά
οι αισθήσεις
2. φρ. α) «φέρνω τὰ λογικὰ (κάποιου)» — βοηθώ κάποιον να επανακτήσει τις αισθήσεις του
β) «χάνω τὰ λογικὰ μου» — ζαλίζομαι, μπερδεύομαι
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον λόγο («μέρεσι λογικοῖς γέγονεν ήχεῖν καὶ διαλέγεσθαι», Πλούτ.)
2. εύλογος
3. αυτός που αναφέρεται στη διάνοια, πνευματικός («λογικαὶ ἀρεταί», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευγλωττία
2. αυτός που ταιριάζει στον πεζό λόγο
3. αυτός που γράφει σε πεζό λόγο («καὶ οὗτοι μέν λογικοί
ποιηταὶ δέ», Διογ. Λαέρτ.)
4. διαλεκτικός
5. φρ. «λογικὴ αἵρεσις» — η δογματική ιατρική σχολή.
επίρρ...
λογικῶς και -ά (AM λογικῶς)
με λογικό τρόπο, με λογική σκέψη, σύμφωνα με τη λογική
νεοελλ.
κατά λογική ακολουθία, κατά λογική συνέπεια
αρχ.
με λογική, ορθή συζήτηση, διαλεκτικά.

Greek Monotonic

λογῐκός: -ή, -όν (λόγος
I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον λόγο, σε Πλούτ.
II. αυτός που αρμόζει στη λογική σκέψη ή συζήτηση, σε Αριστ.· λογικός, στον ίδ.· ἡ λογική (ενν. τέχνη), η λογική, σε Κικ.

Chinese

原文音譯:logikÒj 羅居可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:放置(的)
字義溯源:合情理的,靈的,理性的,合理的,理所當然的;源自(λόγος)=話);而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。這字有二意義:合理的,靈的。保羅勸勉信徒將身體獻上,當作活祭,這樣的事奉是合理的(λογικός)和合本譯為:理所當然的; 羅12:1)。彼得在他的書信中,認為神的話乃是純淨的靈(λογικός))奶( 彼前2:2)
出現次數:總共(2);羅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 靈(1) 彼前2:2;
2) 合理(1) 羅12:1

Translations

rational

Arabic: عَقْلَانِيّ‎; Armenian: ռացիոնալ, խելացի, նպատակահարմար; Bulgarian: смислен; Catalan: racional; Chinese Mandarin: 合理的; Czech: racionální; Danish: rationel; Dutch: rationeel, redelijk, verstandelijk; Finnish: järkevä, järjellinen, järkiperäinen, järkeenkäypä, rationaalinen; French: raisonnable; German: vernünftig; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌸𐌰𐌷𐍄𐍃; Greek: λογικός; Ancient Greek: λογικός, ἔμφρων, ἔλλογος, εὐλόγιστος; Hungarian: racionális, észszerű; Italian: ragionevole, sensato, logico; Japanese: 合理的; Korean: 합리적; Macedonian: рационален, разумен, целисходен; Maltese: għaqli; Old English: ġesċeādwīs; Polish: racjonalny, rozsądny; Portuguese: racional; Romanian: rațional; Russian: рациональный, разумный, целесообразный, рассудительный; Scottish Gaelic: ciallach; Serbo-Croatian Cyrillic: рационалан, разуман, разборит; Roman: racionalan, razuman, razborit; Spanish: razonable; Swedish: rationell; Telugu: హేతుబద్దమైన; Ukrainian: раціональний; Vietnamese: hợp lí, hợp lý

spiritual

Arabic: رُوحَانِيّ‎, رُوحِيّ‎; Armenian: հոգեւոր; Asturian: espiritual; Azerbaijani: ruhi, ruhani, mənəvi; Belarusian: духоўны; Bengali: আধ্যাত্মিক; Bulgarian: духовен; Catalan: espiritual; Chinese Mandarin: 精神; Czech: duchovní; Danish: åndelig; Dutch: geestelijk, spiritueel; Esperanto: spirita, anima; Estonian: vaimne; Finnish: hengellinen, henkinen; French: spirituel; Galician: espiritual; German: geistig; Gothic: 𐌰𐌷𐌼𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: πνευματικός; Ancient Greek: λογικός, πνευματικός, ψυχικός, ψυχοειδής; Hebrew: רוּחָנִי‎; Hindi: आध्यात्मिक; Hungarian: spirituális, lelki; Irish: spioradálta; Italian: spirituale; Japanese: 精神的; Kazakh: рухани; Korean: 정신적, 정신의; Kyrgyz: руханий; Macedonian: духовен; Malagasy: ara-panahy; Malayalam: ആത്മീയ; Manx: spyrrydoil; Maori: whakawairua; Middle English: gostly; Norwegian: åndelig, spirituell; Occitan: espirital; Old East Slavic: духовьнꙑи; Old English: gāstlīċ; Old Irish: spirutálta; Persian: روحی‎, معنوی‎, روحانی‎; Polish: duchowy; Portuguese: espiritual; Romanian: sufletesc, spiritual; Russian: духовный; Serbo-Croatian Cyrillic: ду̀хо̄внӣ; Roman: dùhōvnī; Slovak: duchovný; Slovene: duhoven; Sorbian Upper Sorbian: duchowny; Spanish: espiritual; Swedish: andlig; Tagalog: makadiwa; Tajik: рӯҳӣ, маънавӣ; Telugu: ఆధ్యాత్మిక; Turkish: spiritüel, tinsel, ruhsal, manevi, ruhani; Ukrainian: духовний; Uzbek: ruhiy, maʼnaviy; Welsh: ysbrydol; Yiddish: רוחיש‎, גײַסטיק‎