προνοέω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνοέω Medium diacritics: προνοέω Low diacritics: προνοέω Capitals: ΠΡΟΝΟΕΩ
Transliteration A: pronoéō Transliteration B: pronoeō Transliteration C: pronoeo Beta Code: pronoe/w

English (LSJ)

A perceive before, foresee, δόλον Il.18.526, cf. Pi.P.10.63; προνοῆσαι βραδεῖς τὰ… ἀποβησόμενα Th.3.38; τὸ μέλλον ἔσεσθαι Arist. Cael. 291a24; προνοῶν ὅτι ἀνάγκη ἔσοιτο foreseeing that... X.Cyr.8.1.13; of divine foreknowledge, θεῖος νοῦς νοεῖ μὲν ὡς νοῦς, προνοεῖ δὲ ὡς θεός Procl.Inst.134, cf. Plot.4.8.2.
b preconceive, Porph.Sent. 26.
II think of or plan beforehand, provide, οὐ… τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον Od.5.364; opp. μετανοέω, Epich.280; π. τὸ παραγγελλόμενον attend to it, X.Cyr.4.1.6: abs., to be on one's guard, take precautions, ὥρα προνοεῖν πρὶν πελάσαι στρατόν E.Heracl.289; περαιτέρω π. Th.3.43; π. καὶ προβουλεύεσθαι X.Mem.2.10.3: followed by relat. Adv., π. ὅπως.. provide, take care that... Id.Eq.Mag.4.1; π. μὴ…, or ὡς μὴ…, cavere ne…, Id.Oec. 9.11, Cyr.1.6.24; π. ὅτι.. pay due regard to the fact that... Th.3.58.
2 c. gen., provide for, take thought for, τῶν παίδων X.Cyr.8.1.1, cf. 8.7.15, etc.; θεὸς π. τῶν ὅλων Arr.Epict.2.14.11, Procl.Inst.120; μάλιστα δὲ προνόησον Ἀρσινόης PHal.1.179 (iii B.C.); opp. ὀλιγωρεῖν, Str.5.3.8:—Pass., Procl.Inst. 122.
3 Pass., to be provided, τὰ προνοούμενα, of a poet's equipment, Phld.Po.5.3; of a patient, to be treated, Gal.2.632; receive consideration, PGiss.7.23 (ii A.D.).
III = προνοητεύω, CIG3408 (Magn.Sip.).
B Att. writers (also Inscrr. and Pap., v. infr.) prefer Med. προνοοῦμαι, Th.6.9, etc. (so also X.An.7.7.33, Mem.4.3.12): fut. -ήσομαι D. Prooem. 43, IG22.1035.18, D.H.8.90, etc.: aor. προὐνοησάμην E. Hipp.399, Ar.Eq.421, Antipho 5.43; in Prose mostly προὐνοήθην, Pl.Cra.395c, Lys.3.29, Is.2.46, D.44.64, PSI3.166.34 (ii B. C.) (used in pass. sense by S.E.M.9.404, Gal.2.632): pf. προνενόημαι Plb.6.48.2, D.S.12.69 (but inf. πεπρονοῆσθαι 17.23), etc.—The sense and constr. are the same as in the Act.: provide, ταῦτα Th.4.61, cf. Is. l.c., D.44.64, etc.; οὐδέν Pl.l.c.; οἰκίδιόν τινι D.L.6.23; τὰ συμφέροντα ὑπὲρ τῶν μελλόντων X.Mem. l.c.: abs., Lys.3.29, etc.; π. περὶ τούτων ib.37; ὑπὲρ ὑμῶν καὶ τῆς πόλεως Id.26.15, cf. D.14.4: c. inf., take care to do, E.l.c., Antipho l.c.; π. μή c. inf., D.23.135; π. ὅπως… Lys.3.41; ὅτι… Plb.38.16.1; ἵνα… Inscr.Prien. 27.12 (ii B. C.).
2 c. gen., provide for, Th.6.9, etc.; τοῦ μέλλοντος And.4.12; τῆς χώρας X.An.7.7.33; superintend, τῆς οἰκοδομίας Haussoullier Miletp.252; τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος CIG2930b10 (Tralles).

German (Pape)

[Seite 735] (s. νοέω), vorher bemerken, gewahr werden, δόλον, Il. 18, 526; – vorher denken, erdenken, Od. 5, 364; τὰ εἰς ἐνιαυτὸν προνοῆσαι, Pind. P. 10, 63; Thuc. προνοῆσαι βραδεῖς, 3, 38; Eur. auch im med., οὐ σῆς προὐνοησάμην φρενός, Hipp. 685, vgl. 399; u. so gew. in Prosa mit aor. pass. in derselben Bdtg, προνοηθῆναι, dem προϊδεῖν entsprechend, Plat. Crat. 395 c; τινός, Xen. Cyr. 8, 1, 1, für Einen Sorge tragen; auch τὸ παραγγελλόμενον, sorgen, daß der Befehl ausgeführt wird, 4, 1, 6; u. im med., τινός, An. 7, 7, 33; ὑπὲρ ὧν προνοούμεθα, Dem. 14, 4; öfter det Sp.

French (Bailly abrégé)

-νοῶ;
f. προνοήσω, ao. προὐνόησα, etc.
I. pressentir, prévoir, acc.;
II. penser d'avance, songer d'avance, d'où
1 prendre d'avance soin de, veiller à, gén.;
2 pourvoir à, acc. ; abs. être prévoyant, se pourvoir, prendre des mesures de précaution : προνοεῖν ὅτι THC, ὅπως XÉN pourvoir à ce que, prendre des mesures pour que ; προνοεῖν ὡς μή XÉN ou simpl. μή XÉN veiller à ce que… ne, etc.
Moy. προνοέομαι, προνοοῦμαι (f. προνοήσομαι, ao. προὐνοησάμην ou προὐνοήθην pf. προνενόημαι);
1 prendre d'avance soin de, pourvoir à : τινος, τι, ὑπέρ τινος, περί τινος à qch ; avec l'inf. : veiller à ; avec ὅπως ou ὅτι veiller à ce que;
2 prendre la résolution de, résoudre de, inf..
Étymologie: πρό, νοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνοέω [πρόνοος] imperf. προυνόουν en προενόουν, med.-pass. προυνοούμην en προενοούμην; aor. προυνόησα en προενόησα, med. προυνοησάμην en προενοησάμην; in proza aor. ook προυνοήθην en προενοήθην (met act. betekenis); bij Attische auteurs vooral med. van tevoren opmerken, voorzien: met acc..; δόλον δ’ οὔ τι προνόησαν de list hadden ze helemaal niet door Il. 18.526; abs..; περαιτέρω π. ὑμῶν verder kijken dan jullie Thuc. 3.43.4; met ὅτι:. προνοῶν ὅτι πολλὰ καὶ τελεῖν ἀνάγκη ἔσοιτο omdat hij voorzag dat ook grote kosten gemaakt zouden moeten worden Xen. Cyr. 8.1.13. van tevoren bedenken, vooraf plannen: met acc..; οὐ... τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον er is niets beters te bedenken Od. 5.364; ἄλλο δ’ οὐδὲν προνοῶν op niets anders bedacht Xen. Cyr. 1.4.21; τὸ παραγγελλόμενον προνοεῖτε let goed op het bevel Xen. Cyr. 4.1.6; abs..; ὥρα προνοεῖν het is tijd om voorzorgsmaatregelen te nemen Eur. Hcld. 288; met (ὡς) μή + conj..; προνοεῖν... ὡς μή σφάλλωνται voorzorgsmaatregelen nemen om ze niet te laten falen Xen. Cyr. 1.6.24; ook med. met μή en inf..; προνοεῖσθαι εἴδωλον... μὴ καταλείπειν erop bedacht zijn geen afdruk achter te laten Aristoph. Nub. 975; ongunstig van tevoren beramen:. δεινὸν εἰ περὶ τούτων ἐγὼ δόξω προνοηθῆναι het is verschrikkelijk als ik van boos opzet word verdacht in deze zaak Lys. 3.37; προνοηθείς met voorbedachten rade Lys. 3.29. zorg besteden aan, bezorgd zijn; met gen..; πατέρες προνοοῦσι τῶν παίδων vaders zorgen voor hun kinderen Xen. Cyr. 8.1.1; ook med..; ὑπὲρ ὑμῶν καὶ τῆς πόλεως π. bezorgd zijn voor jullie en de stad Lys. 26.15; met gen.. τοῦ σώματός τι καὶ οὐσίας π. een beetje aan zijn leven en bezit denken Thuc. 6.9.2.

Russian (Dvoretsky)

προνοέω: тж. med.
1 предвидеть, предчувствовать (τὰ εἰς ἐνιαυτόν Pind.; δόλον Hom.; τὰ ἀποβησόμενα Thuc.; τὸ μέλλον Arst.; med. τινος Eur.);
2 обдумывать заранее (τὸ παραγγελλόμενον Xen.);
3 придумывать (ἄμεινόν τι Hom.);
4 быть осмотрительным, принимать меры предосторожноети (π. καὶ προβουλεύεσθαι Xen.): π. ὡς μὴ σφάλλωνται Xen. внимательно следить за тем, чтобы (граждане) не потерпели ущерба;
5 заботиться, печься (τινος и τι Xen., Thuc., NT, περί и ὑπέρ τινος Dem., Lys.);
6 приходить к решению, решать: προνοηθεὶς καὶ ἐπιβουλεύων Lys. с заранее обдуманным намерением; προνοεῖσθαι τὴν ἄνοιαν εὖ φέρειν Eur. решить преодолеть свое неразумие.

English (Slater)

προνοέω foresee τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι (P. 10.63)

English (Strong)

from πρό and νοιέω; to consider in advance, i.e. look out for beforehand (actively, by way of maintenance for others; middle voice by way of circumspection for oneself): provide (for).

English (Thayer)

προνόω; present middle προνωυμαι; from Homer down;
1. to perceive before, foresee.
2. to provide, think of beforehand: τίνος (see Matthiae, § 348, vol. ii., p. 821 (but cf. § 379, p. 862); Kühner, § 419,1b. ii., p. 325; (Jelf, § 496); Winer's Grammar, § 30,10c.), to provide for one, T Tr text WH marginal reading προνοειται); περί τίνος, to take thought for, care for a thing: L T Tr WH have adopted προνωυμεν).

Greek Monotonic

προνοέω: μέλ. -ήσω,
Α. I. αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ., Αριστ.· προνοῶν ὅτι..., προβλέποντας ότι..., σε Ξεν.
II. 1. σκέφτομαι ή σχεδιάζω κάτι εκ των προτέρων, προνοώ, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., είμαι προνοητικός, λαμβάνω μέτρα προστασίας, προφύλαξης, σε Ευρ., Θουκ.· προνοέω ὅτι..., προνοώ, φροντίζω να..., σε Θουκ.· ὅπως..., σε Ξεν. κ.λπ.
2. με γεν., προνοώ για, φροντίζω εκ των προτέρων για, στον ίδ.Β. με την ίδια σημασία, αποθ. προ-νοοῦμαι· μέλ. -ήσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ προὐνοησάμην και Παθ. προὐνοήθην· παρακ. προνενόημαι· Ενεργ.,
1. προνοώ, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., φροντίζω να κάνω, σε Ευρ.
2. με γεν., φροντίζω εκ των προτέρων για, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

προνοέω: ἐννοῶ πρότερον, προβλέπω, δόλον δ’ οὔ τι προνόησαν Ἰλ. Σ 526, πρβλ. Πινδ. Π. 10. 98· προνοῆσαι βραδεῖς... τὰ ἀποβησόμενα Θουκ. 3. 38· τὸ μέλλον ἔσεσθαι Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 10· προνοῶν ὅτι ἀνάγκη ἔσοιτο, προβλέπων ὅτι…, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 13. ΙΙ. σκέπτομαισχεδιάζω τι ἐκ τῶν προτέρων, προνοῶ, οὐ… τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον Ὀδ. Ε. 364· ἀντίθετον τῷ μετανοέω, Ἐπίχ. 131 Ahr.· πρ. τὸ παραγγελλόμενον Ξεν. Κύρ. 4. 1, 6· ― ἐντεῦθεν ἀπολ., εἶμαι προνοητικός, λαμβάνω μέτρα προφυλακτικά, προφυλάττομαι, προσέχω, ὥρα προνοεῖν, πρὶν πελάσαι στρατὸν Εὐρ. Ἡρακλ. 289· πρ. περαιτέρω Θουκ. 3. 43· πρ. καὶ προβουλεύεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 3· ― ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, πρ. ὅτι.., προνοῶ, προσέχω ὥστε.., Θουκ. 3. 58· ὅπως... Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 1· πρ. μή..., ἢ ὡς μή..., cavere ne..., ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 9, 11, Κύρ. 1. 6, 24. 2) μετὰ γεν., προνοῶ περὶ τινος, σκέπτομαι περί τινος, μεριμνῶ, τῶν παίδων αὐτόθι 8. 1, 1, πρβλ. 8. 7, 15, κτλ.· θεὸς πρ. τῶν ὅλων Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 14, 11· ἀντίθετον τῷ ὀλιγωρεῖν, Στράβ. 235. Β. οἱ Ἀττικ. συγγραφεῖς πλὴν τοῦ Ξενοφ. προτιμῶσι τὸ ἀποθετ. προνοοῦμαι, Θουκ. 6. 9, κλπ. (οὕτω δὲ καὶ ὁ Ξεν. ἐν Ἀναβ. 7. 7, 33, ἐν Ἀπομν. 4. 3, 12)· μέλλ. -ήσομαι [Δημ.] Προοίμια δημηγορικὰ 43, Διον. Ἁλ. 8. 90, κτλ.· προὐνοησάμην Εὐρ. Ἱππ. 399, Ἀριστοφ. Ἱππ. 421, Ἀντιφῶν 134. 25· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις κατὰ τὸ πλεῖστον προὐνοήθην Πλάτ. Κρατ. 395D, Λυσίας 98. 46, Ἰσαίου περὶ Μενεκλ. Κλήρου 46 (ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 404, Γαλην.)· πρκμ. προνενόημαι Πολύβ. 6. 48, 2, Διόδ., κλπ. ― Ἡ σημασία καὶ σύνταξις εἶναι ἀκριβῶς ἡ αὐτὴ καὶ ἡ τοῦ ἐνεργ., ταῦτα Θουκ. 4. 61, πρβλ. Ἰσαῖον ἔνθ’ ἀνωτ., Δημοσθ., κλπ.· οὐδὲν Πλάτ. Κρατ. 395C· οἰκίδιόν τινι Διογ. Λ. 6. 23· τὰ συμφέροντα ὑπέρ τῶν μελλόντων Ξεν. Ἀπομν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἀπολ., Λυσί. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· πρ. περί τινος ὁ αὐτ. 99. 31· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 176. 35, Δημ. 179. 14· ― μετ’ ἀπαρεμφ. προνοῶ νὰ πράξω, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφῶν ἔνθ’ ἀνωτ.· πρ. ὅπως... Λυσί. 100. 4· ὅτι... Πολύβ. 40. 3, 1. 2) μετὰ γεν., φροντίζω ἐκ τῶν προτέρων περί τινος, Θουκ. 6. 9, Ἀνδοκ. 30. 34, κτλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to perceive before, foresee, Il., Thuc., Arist.; προνοῶν ὅτι… foreseeing that…, Xen.
II. to think of or plan beforehand, provide, Od.:—absol. to be provident, take measures of precaution, Eur., Thuc.: —πρ. ὅτι…, to provide, take care that…, Thuc.; ὅπως…, Xen., etc.
2. c. gen. to provide for, take thought for, Xen.
B. in same sense, Dep. προνοοῦμαι fut. ήσομαι aor1 mid. προὐνοησάμην and pass. προὐνοήθην perf. προνενόημαι
1. Act. to provide, Thuc., etc.:—c. inf. to take care to do, Eur.
2. c. gen. to provide for, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:pronošw 普羅-挪誒哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:前-心思 相當於: (בִּין‎)
字義溯源:預為籌謀,預先感覺,先見,留心,看顧,籌劃,留心;由(πρό)*=前)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);提前(1)
譯字彙編
1) 看顧(1) 提前5:8;
2) 我們留心(1) 林後8:21;
3) 要籌謀(1) 羅12:17

Lexicon Thucydideum

prospicere, to look forward to, 1.36.1, 3.38.6, 3.43.4.
considerare, to examine, 3.58.3,
MED. sibi prospicere, to look out for oneself, 1.84.4, 4.61.5, 6.9.2.