άξιος

Revision as of 18:06, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἄξιος, -ία, -ιον)
(με γεν.)
1. αυτός που του αξίζει, που του αρμόζει κάτι
2. αντάξιος κάποιου
3. «άξιος λόγου» — αξιόλογος, σημαντικός
νεοελλ.
1. ικανός, επιδέξιος σε κάτι
2. ταλαντούχος, αυτός που επιδίδεται σε κάτι με επιτυχία
3. επιδοκιμαστικό επιφώνημα του λαού που παρίσταται στη χειροτονία κληρικού
4. φρ. α) «άξιος οίκτου» — αξιολύπητος
6) «είναι άξιος της τύχης του» — πάσχει δίκαια
αρχ.
1. αυτός που ισοδυναμεί, που αντιστοιχεί με κάτι στην αξία, στο βάρος κ.λπ.
2. φρ. «πολλοῦ ἄξιος» — πολύτιμος
3. αυτός που έχει χρηματική αξία, που στοιχίζει
4. ακριβός, βαρύτιμος, μεγάλης αξίας
5. φθηνός, προσιτός στην τιμή
6. αυτός που πρέπει, που αρμόζει, κατάλληλος
7. (για πρόσωπα) ομοτάξιος, ευγενής
8. επαρκής για κάτι
9. όμοιος με κάτι, αντίστοιχος
10. σημαντικός, σπουδαίος
11. «ἄξιος εἰμί» — μου πρέπει ή έχω δύναμη και εξουσία για κάτι
12. «ἄξιον ἐστί» — πρέπει, αρμόζει, αξίζει, αξίζει τον κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η σημασία «άξιος» της λ. εμφανίζεται μετά τον Όμηρο συχνά με ηθική έννοια. Ο τ. συνδέεται με το ρ. άγω «βαρύνω, ζυγίζω» (πρβλ. λατ. agīna «πόρπη της ζυγαριάς», exagium «ζυγός») και θα πρέπει να προέρχεται από άκτιος (που πιθ. βασίζεται στο άκτις -άξις) με ονοματική παρέκταση σε -τ- και συριστικοποίηση.
ΠΑΡ. αξία, αξιώ (-ώνω)
μσν.- νεοελλ.
αξιοσύνη
νεοελλ.
αξιάδα, αξίζω, αξιωσύνη, αξιώτικος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αξιαγάπητος, αξιάγαστος, αξιάκουστος, αξιέπαινος, αξιέραστος, αξιοδάκρυτος, αξιόζηλος, αξιοθαύμαστος, αξιοθέατος, αξιοκαταφρόνητος, αξιόκτητος, αξιόλογος, αξιομακάριστος, αξιόμαχος, αξιομίμητος, αξιομνημόνευτος, αξιόπιστος, αξιόποινος, αξιοπρεπής, αξιοπροστάτευτος, αξιοσπούδαστος, αξιοτίμητος, αξιότιμος, αξιοφίλητος, αξιόχρεως
αρχ.
αξιακρόατος, αξιέντρεπτος, αξιοεργός, αξιόθεος, αξιόθρηνος, αξιόληπτος, αξιομισής, αξιόνικος, αξιοπενθής, αξιόπλοκος, αξιοπραγία, αξιόρατος, αξιόσκεπτος, αξιοστράτηγος, αξιοτέκμαρτος
αρχ.-μσν.
αξιοζήλωτος
μσν.
αξιαγώνιστος, αξιογέραστος, αξιοδίωκτος, αξιοπαράκλητος, αξιόσεπτος, αξιώλεθρος
μσν.- νεοελλ.
αξιοσέβαστος
νεοελλ.
αξιανάγνωστος, αξιοζήλευτος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, αξιοπαρατήρητος
(β' συνθετικό) ανάξιος, αντάξιος, επάξιος, ισάξιος
αρχ.
αλαλάξιος, απάξιος, αποτάξιος, ευάξιος, κατάξιος, πανάξιος, παράξιος, τιμάξιος
νεοελλ.
τρισάξιος, υπεράξιος].

Translations

worthy

Armenian: արժանի; Bulgarian: достоен; Catalan: digne; Chinese Mandarin: 配稱/配称; Dutch: waardig; Esperanto: digna, inda; Estonian: väärt, väärtuslik; Finnish: arvollinen; French: digne; Galician: digno; German: würdig; Gothic: 𐍅𐌰𐌹𐍂𐌸𐍃; Greek: άξιος; Ancient Greek: ἄξιος; Ido: digna; Italian: degno; Latgalian: godns; Latin: dignus; Latvian: cienīgs; Malayalam: യോഗ്യമായ; Maori: whaiwariu; Norman: dîngne; Polish: godny; Portuguese: digno, valioso; Romanian: demn; Russian: достойный; Spanish: digno; Telugu: అర్హము; Tocharian B: aṣām; Ukrainian: гі́дний, достойний; Welsh: gwiw