λήγω

Revision as of 21:55, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ep. aor.
A ἔλληξα A.R.2.84:—stay, abate, Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα Il.13.424, cf. 21.305; λ. γόον AP7.549 (Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63.
II more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν… Il.19.423; οὐδέ τ' ἔληγε θεὸς μέγας 21.248; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι 9.97, cf. Hes. Op.368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at... Hdt.7.216, cf. Th.7.6; ἡ ἡμέρη ἔληγε Hdt.9.52, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc., λ. μένος ἠελίοιο Hes.Op.414; λήξαντος οὔρου Pi.P.4.292; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag.1534 (lyr.), S.Aj.258 (anap.); ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Pl.Smp. 183e.
2 c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319,224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394; ἀοιδῆς Hes.Th.48 (dub. l.); κλαυμάτων A.Pers.705 (troch.); θρήνων, γόων, S.El.104 (anap.), 353; ὀδύνης Pl.Phdr.255d; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8; φύλλα πτόρθοιο λ. Hes.Op.421; also λ. ἀπ' ἔργων A.R.4.928: c. dat., λ. τῇ αὐθαδίᾳ PTeb.16.9 (ii B.C.).
3 c. part., ὁπότε λήξειεν ἀείδων Il. 9.191, cf. Od.8.87; οὐ πρὶν λήξω… ἐναρίζων Il.21.224; εὖτ' ἂν φλέγων… ἥλιος χθόνα λήξῃ A.Pers.365, cf. 831; τὸ σκέλος ῥίψαντες λήγομεν Ar.Pax332; λήγει κινούμενον Pl.Phdr.245c, etc.
4 with Preps., λ. ἔς τι Hdt.4.39, Plot.3.2.2; ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν App.Hisp.75 (73).
5 Gramm., terminate, of a word, εἰς ε λ. A.D.Pron.11.9, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313.
6 follow logically, Them.in Ph.115.5; τὸ λῆγον, opp. τὸ ἡγούμενον, the consequent, opp.antecedent, Chrysipp.Stoic.2.70, S.E. P.2.111, 112.
7 of months, = φθίνω, IG12(3).325.20 (Thera); also περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν D.24.98; τοῦ χειμῶνος -οντος Th.5.81; so perhaps εἰς τὸ λῆγον is to be read for εἰς τὸ λῆγος in Gp.12.1.4.

German (Pape)

[Seite 37] (vgl. λέγω, legen), aufhören lassen, besänftigen, beruhigen; μένος, den Zorn stillen, Il. 13, 424; οὐδὲ Σκάμανδρος ἔληγε τὸ ὃν μένος, ἀλλ' ἔτι μᾶλλον χώετο, 21, 305; auch τινά τινος, οὐδέ κεν ἃς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο, die Hände vom Morden aufhören lassen, Od. 22, 63. – Gew. intr., aufhören, Gegensatz von ἄρχομαι, Il. 9, 97; ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος κορέσασθαι, Hes. O. 366, wie Theocr. 17, 1 u. in Prosa, ἕωθεν ἀρξάμενοι ἀκούειν τῶν προσιόντων οὐκ ἐλήξαμεν πρόσθεν ἑσπέρας, Xen. Cyr. 7, 5, 42; sich legen, nachlassen, abstehen von Etwas, oft absolut, Il. 21, 248, λήξαντος οὔρου Pind. P. 4, 292, ψεκὰς δὲ λήγει Aesch. Ag. 1516, ὀξὺς νότος ἃς λήγει Soph. Ai. 251, πόνου λήξαντος Phil. 634, öfter, ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Plat. Conv. 183 e; ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen. An. 7, 6, 6, u. sonst; εἴς τι, Her. 4, 39. – Häufiger c. gen., οὐδ' Ἀγαμέμνων λῆγ' ἔριδος, Il. 1, 319, er ließ nicht ab vom Streite, hörte nicht auf zu streiten, öfter χόλοιο, φόνοιο u. ä.; κλαυμάτων λήξασα τῶνδε, Aesch. Pers. 691; ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε, Soph. O. C. 340; ὕπνου, μόχθου, Eur. Rhes. 71 El. 340; in Prosa sehr geläufig, τῆς ὀδύνης, ἔρωτος, Plat. Phaedr. 240 e 255 d; τῶν πόνων, Isocr. 1, 14; Sp., wie Pol. τῆς ἐπιβολῆς, 4, 82, 2. – Auch c. partic., Τρῶας δ' οὐ πρὶν λήξω ὑπερφιάλους ἐναρίζων, Il. 21, 224, ich werde nicht eher aufhören zu tödten, vgl. 9, 191 Od. 8, 87; εὖτ' ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα λήξῃ, Aesch. Pers. 357; οὐ λήξω τοὺς βόσκοντας θεραπεύων, Eur. Ion 182; οὔποτε λήγει κινο ύμενον, Plat. Phaedr. 245 c; Xen. Ages. 11, 2 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. λήξω, ao. ἔληξα;
I. tr. faire cesser : μένος IL sa colère ; χείρας φόνοιο OD écarter ses mains (càd s'abstenir) d'un meurtre;
II. intr. 1 cesser, finir, se terminer : οὐ λήξω πρίν IL je ne cesserai pas avant que… ; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέεο δ' ἄρξομαι IL je vais cesser avec toi, mais commencer avec toi ; ἡ ἡμέρη ἔληγε HDT le jour finissait ; λ. ἔς τι HDT se terminer en qch ; τὸ λῆγον t. de log. la conséquence, le résultat ; t. de gramm. se terminer, avoir pour terminaison : ἡ λήγουσα (συλλαβή) syllabe finale;
2 cesser, se reposer, se calmer : νότος λήγει SOPH le notus se calme ; avec un gén. : λήγειν ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, χοροῦ, etc. IL mettre fin à une querelle, à un accès de colère, à un meurtre, à une danse, etc. ; λ. θρήνων, γόων SOPH cesser des plaintes, des gémissements ; λ. τοῦ βίου XÉN cesser de vivre, mourir ; avec un part. : ὁπότε λήξειεν ἀείδωνIL (attendre) qu'il eût cessé de chanter;
Moy. λήγομαι t. de gramm. se terminer ; μακρᾷ λήγεσθαι se terminer par une syllabe longue ; βραχείᾳ λήγεσθαι se terminer par une brève.
Étymologie: pê apparenté à la R. Λεχ, être couché ; v. λέγω¹.

Russian (Dvoretsky)

λήγω:
1 сдерживать, унимать (μένος Hom.; γόον Anth.); удерживать (χεῖρας φόνοιο Hom.);
2 прекращать, кончать, переставать, класть конец (ἔριδος, φόνοιο, χοροῦ Hom.; μόχθου Eur.; λ. τῆς ὀδύνης Plat.): ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ᾽ ἄρξομαι Hom. тобой я закончу (речь), но с тебя же и начну; λ. τοῦ βίου Xen. кончать жизнь, умирать; οὔποτε λήγει κινούμενον Plat. (то, что является источником движения), никогда не перестает двигаться; ἡ λήγουσα (sc. συλλαβή) грам. конечный слог;
3 прекращаться, кончаться (ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen.; λήγοντος τοῦ χειμῶνος Arst.): λήξαντος οὔρου Pind. когда ветер улегся; λ. ἐς τὸν κόλπον τὸν Ἀράβιον Her. кончаться у (т. е. доходить до) Аравийского залива.

Greek (Liddell-Scott)

λήγω: Δωρ. λάγω, ὃ ἴδε: μέλλ. -ξω: Ἐπικ. ἀόριστ. ἔλληξα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84. (Ἴσως ἐκτεταμ. ἐκ τῆς √ΛΑΓ· ἴδε λαγαρός). Καταπαύω, καταστέλλω, ὡς τὸ παύω, Ἰδομενεὺς δ’ οὐ λῆγε μένος μέγα Ἰλ. Ν. 424, πρβλ. Φ. 305· λ. γόον Ἀνθ. Π. 7. 549· - μετὰ γεν., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο, δὲν ἤθελον σταματήσῃ τὰς χεῖράς μου ἀπό..., Ὀδ. Χ. 63. ΙΙ. συνηθέστερον ἀμετάβ., παύομαι, τελειώνω, καταλήγω, ἐπὶ λόγου, ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ ὁδοῦ, κτλ., οὐ λήξω, πρίν... Ἰλ. Τ. 423· οὐδ’ ἔτ’ ἔληγε μέγας θεὸς Φ. 248· ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ’ ἄρξομαι Ι. 97, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 48, Ἔργ. κ. Ἡμ. 366· λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν, τελειώνει, καταλήγει εἰς..., Ἡρόδ. 7. 216, πρβλ. 4. 39· ἡ ἡμέρη ἔληγε 9. 52, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 6, 6· ἐπὶ θερμότητος, ἀνέμου, βροχῆς, κτλ., λ. μένος ἠελίοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 412· λήξαντος οὔρου Πινδ. Π. 4. 520· ψακὰς λήγει, νότος λ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1534, Σοφ. Αἴ. 258· ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Πλάτ. Συμπ. 183Ε. 2) μετὰ γεν., παύομαι ἀπό τινος, παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ πράττω τι, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατῶν, πόνου, χοροῦ Ἰλ. Α. 319, κ. ἀλλ.· ἀοιδῆς Ἡσ. Θ. 48· κλαυμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 705· θρήνων, γόων Σοφ. Ἠλ. 104, 353· ἔρωτος Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κτλ.· λ. τοῦ βίου, δηλ. ἀποθνήσκω, Ξεν. Ἀπολ. 8· φύλλα λ. πτόρθοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419· ὡσαύτως, λήγειν ἀπ’ ἔργων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 928. 3) μετὰ μετοχ., ὁπότε λήξειεν ἀείδων Ἰλ. Ι. 191, πρβλ. Ὀδ. Θ. 87· οὐ πρὶν λήξω... ἐναρίζων Ἰλ. Φ. 224· οὕτως, εὖτ’ ἂν φλέγων... ἥλιος χθόνα λήξῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 365, πρβλ. 831· λήγομεν ῥίψαντες Ἀριστοφ. Εἰρ. 332· λήγει κινούμενον Πλάτ. Φαῖδρ. 245C, κτλ. 4) μετὰ προθέσεων, ληγ. ἔς τι Ἡρόδ. 4. 39· ἐπί τινος Ἀππ. Ἰβηρ. 73.

English (Autenrieth)

inf. ληγέμεναι, ipf. λῆγ, fut. λήξω, aor. 3 pl. λῆξαν: leave off, cease, w. gen. or w. part., Il. 6.107, Il. 21.224; trans., abate, μένος, Il. 13.424; χεῖρας φόνοιο, ‘stay’ my hands from slaughter, Od. 22.63.

English (Slater)

λήγω come to an end δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον fr. 124c. λήξαντος οὔρου having slackened (P. 4.292)

Greek Monolingual

(AM λήγω)
1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος της εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι»
Ομ. Ιλ.
γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῦτα ἦν τοῦ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.)
2. (αμτβ.) καταλήγω, τερματίζομαι, τελειώνω σε κάτι (α. «το ρήμα λήγει σε -μι» β. «ο αριθμός του λαχείου μου λήγει σε πέντε» γ. «εἰς ε λήγων», Απολλ. Δύσκ.)
αρχ.
1. παύω, καταπαύω, καταστέλλω, σταματώ να κάνω κάτι («Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα», Ομ. Ιλ.)
2. ακολουθώ ως λογικό συμπέρασμα
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λῆγον
το επόμενο, σε αντιδιαστολή με το ἡγούμενον
4. φρ. «λήγω τοῦ βίου» — πεθαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας slēg- «χαλαρός, άτονος» (την ύπαρξη του -σ- στη ρίζα επιβεβαιώνει ο διπλασιασμός του -λ- στα σύνθετα, πρβλ. άλληκτος, καταλλήξειαν), βαθμίδα που απαντά μόνο στην Ελληνική. Ο τ. συνδέεται με τους λαγαίω, λαγγάζω, λαγαρός, λάγνος. Επίσης με τους λωγάς, λωγάνιον, που ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας (για περισσότερες συνδέσεις βλ. λ. λαγγάζω, λαγαρός). Το ρ. απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή ληξι- < θ. ληξ- (πρβλ. λήξω, λῆξις) σε σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
ΠΑΡ. λήξη(ις)
μσν.
λήγος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ληξίαρχος, ληξιπύρετος
αρχ.
ληξιφάρμακον, ληξίφωτος
μσν.
ληξίπονος
νεοελλ.
ληξιπρόθεσμος. (Β' συνθετικό) απολήγω, καταλήγω
αρχ.
εκλήγω, ελλήγω, επιλήγω, μεταλήγω, παραλήγω, προαπολήγω, προκαταλήγω, προπαραλήγω, συγκαταλήγω, συλλήγω, συναπολήγω, υπολήγω].

Greek Monotonic

λήγω: Δωρ. λάγω [ᾱ], μέλ. λάξω,
I. καταπαύω, καταστέλλω, όπως το παύω, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., χεῖρας λήγειν φόνοιο, σταματώ τα χέρια μου από τον φόνο, σε Ομήρ. Οδ.
II. αμτβ., παύομαι, τελειώνω, καταλήγω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν., σταματώ από κάτι, παύω να κάνω κάτι, χόλοιο, φόνοιο, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, παύω, λήγειν ἀείδων, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: cease, stop (Il.), incid. trans. make stop, pause (ep.); on the meaning Porzig Satzinhalte 48ff.
Other forms: aor. λῆξαι, fut. λήξω.
Compounds: also with prefix, esp. κατα-, ἀπο-.
Derivatives: λῆξις (ἀπό-, κατά- λήγω a. o.) ceasing (A., A. R., Ph.), as gramm. term ending etc. (Demetr. Eloc., A. D.); as 1. member in governing compp. like ληξι-πύρετος ceasing the fever (medic.); ἀπόληγμα border of a cloth (Aq.); ἄ-(λ)ληκτος incessantly (ep.); ληκτικός stopping, κατα- λήγω ceasing (before its time), incompletely, of a verse (gramm. a. metr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of ἄ-λληκτος, κατα-λλήξειαν (μ 224) a. o. an orig. *σλήγ-ω is prob. (Schwyzer 310, 414, Chantraine Gramm. hom. 1, 176); to this thematic root-present, from where all forms mentioned come, there is nowhere a direct correspondent. A zero grade nasalpresent is supposed however in λαγγάζω leave off and Lat. langueō be weak. There is a primary, also zero grade aorist λαγά-σαι with the present λαγαίω leave off and several nouns, e.g. λαγαρός. A full grade ō-form is retained in Northgerm., e.g. OWNo. slōkr, Swed. slōk who walks about, deteriorated man, with Swed. slōka walk about, usually hang weakly (let ...). - More forms in WP. 2, 712ff., Pok. 959ff. An IE *sleh₂g- is perhaps possible, Pok. 959.
See also: s. auch λαγαίω, λαγαρός, λαγγάζω, λωγάνιον, λωγάς.

Middle Liddell

I. to stay, abate, like παύω, Il.:—c. gen., χεῖρας λήγειν φόνοιο to stay hands from murder, Od.
II. intr. to leave off, cease, come to an end, Il., Hdt., Attic: c. gen. to stop or cease from a thing, χόλοιο, φόνοιο, etc., Il., Attic: c. part to cease doing, λήγειν ἀείδων Il., etc.

Frisk Etymology German

λήγω: {lḗgō}
Forms: Aor. λῆξαι, Fut. λήξω,
Grammar: v.
Meaning: aufhören, zu Ende gehen, ablassen (seit Il.), vereinzelt trans. aufhören lassen, stillen (ep.); zur Bed. Porzig Satzinhalte 48ff.
Composita: auch mit Präfix, bes. κατα-, ἀπο-,
Derivative: Wenige Ableitungen: λῆξις (ἀπό-, κατά- ~ u. a.) das Aufhören (A., A. R., Ph. u. a.), als gramm. Terminus Endung (Demetr. Eloc., A. D. u. a.); als Vorderglied in verbalen Rektionskompp. wie ληξιπύρετος das Fieber stillend (Mediz.); ἀπόληγμα Rand eines Kleides (Aq.); ἄ-(λ)ληκτος ‘unauf- hörlich’ (ep. poet. u. sp.); ληκτικός endigend, κατα- ~ ‘(vorzeitig) aufhörend, unvollständig’, vom Vers (Gramm. u. Metr.).
Etymology: Wegen ἄλληκτος, καταλλήξειαν (μ 224) u. a. m. ist ein urspr. *σλήγω wahrscheinlich (Schwyzer 310, 414, Chantraine Gramm. hom. 1, 176); zu diesem thematischen Wz.-Präsens, von dem alle oben angeführten Formen ausgehen, gibt es nirgendwo eine direkte Entsprechung. Ein schwachstufiges Nasalpräsens wird dagegen in λαγγάζω nachlassen und lat. langueō schlaff sein vermutet. Hinzu kommen der primäre, ebenfalls schwachstufige Aorist λαγάσαι mit dem Präsens λαγαίω loslassen und mehrere Nomina, z.B. λαγαρός. Eine hochstufige ō-Abtönung ist im Nordgerm. erhalten, z.B. awno. slōkr, schwed. slōk Herumschlenderer, heruntergekommener Mensch, mit schwed. slōka herumschlendern, gewöhnlich ‘schlaff herabhängen (lassen)’; in der letztgenannten Bed. deverbativ? — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 712ff., Pok. 959ff., s. auch λαγαίω, λαγαρός, λαγγάζω, λωγάνιον, λωγάς.
Page 2,113-114

Mantoulidis Etymological

(=τελειώνω). Ἀπό ρίζα λαγ- τοῦ λαγαρός (=χαλαρός).
Παράγωγα: λῆξις (=παύση), κατάληξις, ληκτέον, ληκτήριος, ληκτικός, ἄληκτος, ἀκατάληκτος.