ξαίνω

English (LSJ)

A fut. ξᾰνῶ Ar.Av.827: aor. ἔξηνα E.Or.12:—Pass., aor. ἐξάνθην (v. infr.): pf. ἔξασμαι (κατ-) Hp.Ulc.24, (ἀν-) Gal. ap. Orib. 51.57.3, ἔξαμμαι Thphr. CP 3.23.2, Gp.3.1.7, (κατ-) D.S.17.71:—scratch, comb, especially of wool, card, εἴριά τε ξαίνειν Od.22.423; στέμματα ξ., of Fate, E.l.c.: abs., dress wool, Trag.Adesp.9, Ar.Lys.536, Ec.89,92, Pl.Sph.226b, etc.: c. gen. partit., τῶν ἐρίων ξ. Ar.Fr.717, Crates Theb.3: metaph., ξ. εὔνοιαν εἰς καλαθίσκον Ar.Lys.579; εἰς πῦρ ξαίνω, εἰς πῦρ ξαίνειν = labour in vain, labor in vain, Pl.Lg.780c.
2 of cloth, full, dress it, ξαίνω τὸν πέπλον Ar.Av.l.c.
II metaph., thresh, ἡνίκ' ἂν ξανθῇ στάχυς dub. in A.Fr.304.7 (leg. ἡνίκ' ἐξανθῇ); fret, mangle, of waves, ξανθὲν ὑπὸ σπιλάδι AP6.223 (Antip.), cf. 23; ὕδωρ ξαινόμενον = water fretted into foam, A.R.4.1266; of bodies, mangle, lacerate, ξαινόμενος περὶ τῇ γῇ D.H.3.30; especially of flogging, ξαίνω τὸ σῶμα μάστιξι ibid.; ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα Plu.Publ.6, cf.Ach.Tat.6.20 (Pass.): c. acc. cogn., ξαίνω κατὰ τοῦ νώτου πολλὰς (sc. πληγάς) D.19.197; μελεϊστὶ ξ. Philostr.Her.19.18; also ξαίνουσα παρειὰς δάκρυσιν AP7.464 (Antip.); of the throat, in Pass., to be irritated, be sore, Antyll. ap. Orib.10.34.8; of the mind, fret, worry, ξαίνεσθαι τὴν ψυχὴν φροντίδι J.AJ1.1.4.

German (Pape)

[Seite 274] (ξαώ, ξέω), kratzen, kämmen, bes. die Wolle krempeln, um sie dann zu spinnen, ἔρια ξαίνειν, Od. 22, 423 u. Sp., ohne ἔρια Soph. frg. 497; Ar. Lys. 536; Plat. Polit. 308 d καθάπερ ὑφαντικὴ τοῖς τε ξαίνουσι καὶ τοῖς τἆλλα προπαρασκευάζουσιν ὅσα πρὸς τὴν πλέξιν αὐτῆς; Luc. Fugit. 12 sagt ἔρια ξαίνειν ὡς εὐεργὰ εἴη ταῖς γυναιξί. – Man sagte auch ξαίνειν τῶν ἐρίων, Poll. 7, 30 aus Ar.; auch = spinnen u. weben, τὸν πέπλον, Ar. Av. 827 Eccl. 89; Arist. pol. 5, 10. – Uebtr., schlagen, prügeln, durchwalken, περιῤῥήξας τὸν χιτωνίσκον ὁ οἰκέτης ξαίνει κατὰ τοῦ νώτου πολλάς, Dem. 19, 197; Sp., ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα, Plut. Popl. 6; vgl. D. Hal. 3, 30. 7, 69; auch vom Anschlagen des Meeres an das Gestade, die Küsten peitschen (vgl. ἁλίξαντος); Antp. Sid. 104 (VII, 464) sagt sogar ξαίνουσα παρειὰς δάκρυσιν; auch ἡνίκ' ἀν ξανθῇ στά-χυς, Aesch. fig. 300, – Sprichwörtlich war εἰς πῦρ ξαίνειν, Plat. Legg. VI, 780 c Aristid.

French (Bailly abrégé)

f. ξανῶ, ao. ἔξηνα;
Pass. ao. ἐξάνθην, pf. ἔξασμαι ou ἔξαμμαι;
1 carder, peigner, acc.;
2 tisser, filer;
3 sillonner, déchirer : ῥάβδοις PLUT déchirer de coups de verges le corps (de qqn).
Étymologie: R. Ξαν gratter ; cf. ξέω.

Russian (Dvoretsky)

ξαίνω: (aor. ἔξηνα; pass.: aor. ἐξάνθην, pf. ἔξασμαι или ἔξαμμαι)
1 (о шерсти), чесать, расчесывать, (ἕρια Hom. и τῶν ἐρίων Arph., Plut.; στέμματα Eur.): ξ. εἰς πῦρ погов. Plat. чесать шерсть на огонь, т. е. толочь воду в ступе; ξ. κοινὴν εὔνοιαν Arph. отбирать (из толпы) благонамеренных единомышленников;
2 ткать (τὸν πέπλον Arph.);
3 молотить (στάχυς Aesch.);
4 бить, колотить (ῥάβδοις τὰ σώματα Plut.): ξ. κατὰ τοῦ νώτου πολλὰς (sc. πληγάς) Dem. исполосовать (чью-л.) спину множеством ударов;
5 бороздить (ξαίνουσα παρειὰς δάκρυσιν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ξαίνω: μέλλ. ξᾰνῶ: ἀόρ. ἔξηνα· - Παθ., ἀόρ. ἐξάνθην· πρκμ. ἀπὸ τοῦ Ἱππ. καὶ ἑξῆς ἔξασμαι, ἀλλὰ ἔξαμμαι παρὰ Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 2, Διόδ. 17. 71. Ξαίνω, ξέω, κτενίζω, ἰδίως ἐπὶ ἐρίων, «λαναρίζω», ὥστε παρασκευάζω αὐτὰ ἁρμοδίως ὅπως κλωσθῶσι, εἴριά τε ξαίνειν Ὀδ. Χ. 423· στέμματα ξ., ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, Εὐρ. Ὀρ. 12· ἀπολ., ἑτοιμάζω ἔριον, ὡς Σοφ. Ἀποσπάσμ. 497, Ἀριστοφ. Λυσ. 536, Ἐκκλ. 89, 92, Πλάτ. Σοφιστ. 226Β, κτλ.· καὶ μετὰ γεν. διαιρετ., ἐρίων ξ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 657, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 830C· - μεταφορ. Ξαίνειν εὔνοιαν εἰς καλαθίσκον Ἀριστοφ. Λυσ. 579· ξ. εἰς πῦρ, παροιμ. ἐπὶ ματαιοπονίας, Πλάτ. Νόμ. 780C. 2) ἐπὶ ὑφάσματος, ξαίνω, ξέω, καθαρίζω, κατεργάζομαι, ξ. τὸν πέπλον Ἀριστοφ. Ὄρν. 827. ΙΙ. μεταφορ., ὑποβάλλω τι εἰς ἐργασίαν οἵα ἡ τῆς κατεργασίας τῶν ὑφασμάτων, ἐπὶ τοῦ ἁλωνίσματος, ἡνίκ’ ἂν ξανθῇ στάχυς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 7· ἀκολούθως ἐπὶ προσώπων, ξ. τὸ σῶμα μάστιξι Διον. Ἁλ. 3. 30· ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα Πλουτ. Ποπλικ. 6· πρβλ. Ἰακ. εἰς Ἀχ. Τάτ. σελ. 799· μελεϊστὶ ξ. Φιλόστρ. 749· ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης, κτυπῶ, πλήττω, θαλασσαίῃ ξανθὲν ὑπὸ σπιλάδι Ἀνθολ. Π. 6. 223, πρβλ. αὐτόθι 23, καὶ ἴδε ἐν λ. ἁλίξαντος· οὕτω, ξαίνουσα παρειὰς δάκρυσιν αὐτόθι 7. 464· ἀλλά, ὕδωρ ξαινόμενον, κτυπούμενον καὶ ἀφρίζον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1266· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ξαίνειν κατὰ τοῦ νώτου πολλὰς (δηλ. πληγὰς) Δημ. 403. 4. (Ἴσως ἡ ῥίζα εἶναι συγγενὴς τῇ τοῦ ξέω, ξύω). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξαίνει· διαξέει. νήθει. σωρεύει. ἐργάζεται ἔρια. καὶ δέρει ἱμάντι».

English (Autenrieth)

(cf. ξέω): comb or card wool, Od. 22.423†.

Greek Monolingual

(ΑΜ ξαίνω)
(σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να το καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» — λέγεται για εκείνους που ασχολούνται συνεχώς με κάτι χωρίς θετικό αποτέλεσμα
β) «έλεγα να ξανασάνω, μά 'βρα εδώ μαλλιά να ξάνω» — λέγεται για κάποιον που μάταια ελπίζει ότι θα αναπαυθεί ή θα απαλλαγεί από μέριμνες
μσν.
1. (για τρίχες) τραβώ, ξεριζώνω
2. (για φύλλα και άνθη) ξύνω, τρίβω
3. μέσ. ξαίνομαι
προκαλώ αμυχές, γδέρνω
αρχ.
1. (σχετικά με ύφασμα) κατεργάζομαι, καθαρίζω («τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον;», Αριστοφ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) δέρνω, χτυπώ («ἔξαινον τὸ σῶμα μάστιξι», Δίον. Αλ.)
3. (για κύμα) χτυπώ την ακτή, χτυπιέμαι στην παραλία
4. (για νερό) αφρίζω καθώς πέφτω
5. (σχετικά με στάχια) αλωνίζω, τσακίζω
6. παθ. α) (για τον λαιμό) είμαι ερεθισμένος
β) (για τον νου ή την ψυχή) ενοχλούμαι φοβερά, ταλαιπωρούμαι («ξαίνεσθαι τὴν ψυχὴν φροντίδι», Ιώσ.)
7. παροιμ. «εἰς πῡρ ξαίνειν» — λεγόταν για κάποιον που ματαιοπονεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με τα ξέω και ξύω και έχει κατάλ. -αίνω, που είτε είναι αρχική είτε αναλογική προς το ρ. ὑφαίνω.

Greek Monotonic

ξαίνω: μέλ. ξᾰνῶ, αόρ. αʹ ἔξηνα· Παθ., αόρ. αʹ ἐξάνθην·
I. 1. χτενίζω ή λαναρίζω το μαλλί που προκύπτει από το κούρεμα των ζώων, ώστε να το κάνω κατάλληλο για γνέσιμο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. λέγεται για ύφασμα, καθαρίζω ή κατεργάζομαι, ξαίνω τὸν πέπλον, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., κατεργάζομαι, αλωνίζω, χτυπώ, δέρνω, ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα, σε Πλούτ. — Παθ., ξανθέν, θρυμματισμένο, σε Ανθ.· με σύστ. αντ., ξαίνειν κατὰτοῦ νώτου πολλάς (ενν. πληγάς), σε Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: card, comb wool , metaph.. scratch, mangle, lacerate (ξ 423, IA.).
Other forms:, fut. ξανῶ, aor. ξῆναι (late ξᾶναι), pass. ξανθῆναι, perf. midd. ἔξασμαι (hell. also ἔξαμμαι).
Compounds: Also w. prefix, esp. κατα- and δια.
Derivatives: ξάντης m. woolcarder (Pl.) with ξαντική (sc. τέχνη) f. the art of carding wool (Pl.), f. ξάντριαι woolcadsters (tit. of a drama of A.); ξάσμα n. carded wool (S. Fr. 1073), also ξάμμα (H. s. πεῖκος), ἀναξασ-μός m. lacerating (midd.), ξάνσις f. carding of wool, (Gloss.), ξάνιον n. comb for carding (Poll., AB, H.), also = ἐπί-ξηνον (Poll.), prob. after κτένιον, but not with Specht Ursprung 239 as old formation; ξανάω (Nik.), -ῆσαι (S.Fr. 498) (with carding) work hard, ἀποξανᾶν κακοπαθεῖν H.; cf. ὑφανάω: ὑφαίνω and similar cases in Schwyzer 700. -- Here prob. also ἐπίξηνον chopping-block with unclear formation (diff., hardly correct, s.v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical expression of woolpreparation, prob. first after the related ὑφαίνω; to ξέω, ξύω (s. vv. and Schwyzer 714). Outside Greek there are no agreements; the comparison with Lat. sentis m. thorn-bush (since Persson Stud. 135) is quite hypothetical. After Haas Ling. Posn. 3,76ff. ξαίνω, ξέω, ξύω belong as protoidg. to NHG hauen a. cognates, like ὀξύς to ὠκύς etc. (?). The (root)form ξαν- is difficult to explain from IE.; so Pre-Greek? Note also the unexplained ἐπίξηνον.

Middle Liddell

I. to comb or card wool, so as to make it fit for spinning, Od., etc.
2. of cloth, to full or dress it, Ar.
II. metaph. to dress, thrash, beat, ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα Plut.:—Pass., ξανθέν mangled, Anth.;—c. acc. cogn., ξαίνειν κατὰ τοῦ νώτου πολλὰς (sc. πληγάς) Dem.

Frisk Etymology German

ξαίνω: (seit χ 423),
{ksaínō}
Forms: Fut. ξανῶ, Aor. ξῆναι (sp. ξᾶναι), Pass. ξανθῆναι, Perf. Med. ἔξασμαι (hell. u. sp. auch ἔξαμμαι),
Grammar: v.
Meaning: Wolle krempeln, kämmen, übertr. zerkratzen, zerfetzen (ion. att.).
Composita: auch m. Präfix, bes. κατα- und δια
Derivative: Davon ξάντης m. Wollkrempler (Pl.) mit ξαντική (sc. τέχνη) f. die Kunst des Wollkrempelns (Pl.), f. ξάντριαι Wollkremplerinnen (Tit. eines Dramas des A.); ξάσμα n. gekrempelte Wolle (S. Fr. 1073), auch ξάμμα (H. s. πεῖκος), ἀναξασμός m. das Zerfetzen (Med.), ξάνσις f. ‘das Wollkrempeln-,’ (Gloss.), ξανιον n. Kamm zum Wollkrempeln (Poll., AB, H.), auch = ἐπίξηνον (Poll.), wohl nach κτένιον, aber nicht mit Specht Ursprung 239 als alte Bildung; ξανάω (Nik.), -ῆσαι (S.Fr. 498) ‘(mit Wollkrempeln) hart arbeiten’, ἀποξανᾶν· κακοπαθεῖν H.; vgl. ὑφανάω: ὑφαίνω und ähnliche Fälle bei Schwyzer 700. — Hierher wohl auch ἐπίξηνον Hackblock mit unklarer Bildung (anders, schwerlich richtig, s.v.).
Etymology: Technischer Ausdruck der Wollbereitung, wohl zunächst nach dem sinnverwandten ὑφαίνω; zu ξέω, ξύω (s. dd. und Schwyzer 714). Außergr. Entsprechungen fehlen; der Vergleich mit lat. sentis m. Dornstrauch (seit Persson Stud. 135) ist ganz hypothetisch. Nach Haas Ling. Posn. 3,76ff. gehören ξαίνω, ξέω, ξύω als protoidg. zu nhd. hauen u. Verw., ebenso ὀξύς zu ὠκύς u.a.m. (?).
Page 2,332-333

Chinese

原文音譯:aÙx£nw 凹克山挪
詞類次數:動詞(22)
原文字根:長大(向上) 相當於: (דָּשָׁא‎) (צָמַח‎) (שָׂגָה‎)
字義溯源:生長*,增長,長大,長進,長起來,興旺,興盛,增添。這字說到植物的長大,如百合花( 太6:28; 路12:27),芥菜( 太13:32; 路13:19),麥子( 可4:8);人體的長大,如施洗約翰( 路1:80),主耶穌( 路2:40)。這字也常用在隱喻上:
1)影響力的增長;如:他必興旺,我必衰微( 約3:30)
2)神話語的興旺( 徒6:7; 12:24; 19:20)
3)教會的成長,擴增( 徒7:17; 林前3:6,7; 弗2:21; 西2:19)
4)屬靈果子的增添,信徒屬靈生命與信心的增長( 林後9:10; 10:15; 弗4:15; 西1:10; 彼前2:2; 彼後3:18)
同源字:1) (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)生長 2) (αὔξησις)增長 3) (συναυξάνω)一同增加 4) (ὑπεραυξάνω)過度增長
同義字:1) (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)生長 2) (μηκύνω)加長,漸長 3) (περισσεύω)充足有餘 4) (πλεονάζω)更多些 5) (πληθύνω)增多 6) (πλουτέω)成為富足 7) (φύω)噴出,發芽
出現次數:總共(23);太(2);可(1);路(4);約(1);徒(4);林前(2);林後(2);弗(2);西(3);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 興旺(3) 約3:30; 徒6:7; 徒12:24;
2) 漸漸長大(3) 路1:80; 路2:40; 弗2:21;
3) 增長(2) 林後10:15; 西1:6;
4) 長大(2) 路13:19; 彼前2:2;
5) 得以長進(1) 弗4:15;
6) 你們⋯有長進(1) 彼後3:18;
7) 長進(1) 西1:10;
8) 而生長(1) 西2:19;
9) 它們⋯長起來(1) 太6:28;
10) 增添(1) 林後9:10;
11) 使其生長(1) 林前3:6;
12) 長起來(1) 路12:27;
13) 生(1) 可4:8;
14) 興盛(1) 徒7:17;
15) 就興旺(1) 徒19:20;
16) 它長大(1) 太13:32;
17) 使其生長的(1) 林前3:7

Mantoulidis Etymological

(=χτενίζω, λαναρίζω). Ἔχει σχέση μέ τά ξέω, ξύω. Θέμα ξαν+j+ω→ μέ ἐπένθεση τοῦ j ξαίνω.
Παράγωγα: ξάνσις (=λανάρισμα), ξάντης, ξαντικός, ξαντική (τέχνη), ξάντρια, ξάσμα (=λαναρισμένο μαλλί), ξάμμα (=μαλλί λαναρισμένο), ξάνιον, ξανάω (=κουράζομαι), ξάνησις.

Translations

thresh

Afrikaans: dors; Arabic: دَرَسَ‎; Armenian: կալսել; Aromanian: triyir; Bulgarian: вършея; Catalan: trillar; Chinese Mandarin: 打穀, 打谷, 脫粒, 脱粒; Czech: mlátit; Danish: tærske; Dutch: dorsen; Emilian: bāter; Esperanto: draŝi; Faroese: treskja; Finnish: puida; French: battre, fouler; Galician: mallar, trillar; Georgian: დაბეგვა; German: dreschen; Greek: αλωνίζω; Hebrew: דש‎; Hungarian: csépel; Icelandic: þreskja; Italian: trebbiare; Japanese: 脱穀する; Korean: 뒹굴다, 도리깨질하다; Latgalian: kuļt; Latin: trituro; Latvian: kult; Luxembourgish: dreschen; Macedonian: врши; Maltese: derra; Norwegian Bokmål: treske; Nynorsk: treske, treskje; Old Norse: þreskja; Polish: młócić; Portuguese: malhar, espalhar, debulhar; Quechua: t'ustuy; Romanian: treiera; Russian: молотить; Scottish Gaelic: buail; Serbo-Slovak: mlátiť; Spanish: trillar, desgranar, apalear, azotar; Swedish: tröska; Turkish: harman çevirmek, harmanlamak; Ukrainian: молотити; Vietnamese: đập; Welsh: dyrnu; Yiddish: דרעשן‎