τίω

English (LSJ)

Il.9.238, etc.; Ep. inf.
A τιέμεν Od.15.543: impf. ἔτιον Il.5.467, etc.; Ep. τῖον ib.536, 18.81; Trag. τίον A.Th.775 (lyr.); Ion. τίεσκον Il.13.461: fut. τίσω 9.142, τείσω Philic. in Stud.Ital.9.46 (iii B.C.): aor. ἔτισα Il.1.244, 9.118, al.; poet. τῖσα Supp.Epigr.3.553 (Thrace, v. A.D.):—Med., Hes.Th.428:—Pass., Ion. impf. τιέσκετο Il.4.46; part. τῑεσκόμενοι IGRom.4.360.12 (Pergam.): pf. τέτιμαι, part. τετιμένος (v. infr.). [In pres. and impf. Hom. uses both ῑ (sts. even in thesi before a long syllable, Od.14.84, 22.414) and ῐ, e.g. τῐέσκετο Il.4.46, τῐω ib.257, 9.378 (but τῑω ib.238, al.); τειόμενοι is written in Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 (Troketta); always short in Trag.: in fut., aor., and pf. Pass. ῑ always, v. fin.]:—poet. Verb, used like τιμάω, honour, revere, of the bearing of men towards gods, οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὔδε θεούς (sc. Ἕκτωρ) Il.9.238; ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσιν, says Poseidon, Od.13.129, etc.; also of the gods towards men, ὃν ἀθάνατοί περ ἔτισαν (sc. Ἀχιλλέα) Il.9.110, cf. 1.508; ὁ πόντιος Ὀρσοτρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pi.Pae.9.48 (so in Med., Ζεὺς τίεται αὐτήν Hes. l.c.); but more freq. of the respect paid by men to other men, kings, friends, guests, etc., ὅν τ' ἶσον ἐτίομεν Ἕκτορι δίῳ Il.5.467, cf. 9.142; οἵ σε θεὸν ὣς τίσους' ib. 303; ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοί ib.603; ὁ δέ μιν τίεν ἶσα τέκεσσι 13.176, cf. 15.439; ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσι τῖον 5.536; ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας 1.244; οὐδέ με τυτθὸν ἔτισεν ib.354; τ. ξεῖνον Od.15.543; τ. τινὰ φιλότητι Il.9.631; opp. ἀτιμάω, ib.110, Od. 16.306, 20.132; also of things, θεοὶ δίκην τίουσι they honour right, 14.84:—Pass., θεὸς δ' ὣς τίετο δήμῳ Il.5.78, etc.; τιοίμην δ' ὡς τίετ' Ἀθηναίη 8.540, 13.827; τάων μοι περὶ κῆρι τιέσκετο Ἴλιος ἱρή 4.46: esp. pf. part. Pass. τετιμένος honoured, of persons, οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν 24.533, cf. Hes.Th.415; λαοῖσι τ. Od.13.28, etc.:—also in Trag. (never in S.), but only pres. and impf. in this sense, the other tenses being supplied from τιμάω, πόλις.. δαίμονας τίει A.Th.77; θεοὺς αἰεὶ τίοιεν.. βουθύτοισι τιμαῖς Id.Supp.705 (lyr.); Ἑρμᾶν.. τίομεν Id.Fr.273 (hex.); τὸν θεὸν μεῖζον τίουσα τῆς ἐμῆς ἔχθρας E.Heracl.1013; of persons, ὅσον τότ' Οἰδίπουν τίον A.Th.775 (lyr.); τίειν γυναῖκα Id.Ag.259; of things, τ. νίκην, βρότεα, ib.942, Eu.171 (lyr.); μέλος τ. honour (i.e. sing) the strain, Id.Ag.706 (lyr.):—Pass., τίεσθαι δ' ἀξιώτατος βροτῶν ib.531.
II = τιμάω ΙΙ, value, rate, τὸν δὲ [τρίποδα] δυωδεκάβοιον.. τῖον Ἀχαιοί they valued it at twelve steers' worth, Il.23.703; τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον valued her at four steers' worth, ib.705; τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ (v. κάρ) 9.378; λόγων τείσομεν ἔργα κρείσσω Philic. l.c. (Root τῑ-, cf. τιμή, πολύτιτος: I.-E. qu̯ī- (full grade qu̯ēy-) 'revere, honour', cf. Skt. cāyati 'respect', cāyús 'showing respect': not cogn. with τίνω or τίνυμαι (τείνυμαι): the fut. and aor. τίσω ἔτισα are so written in codd. whether they belong to τίω or to τίνω; this spelling is wrong for the fut. and aor. of τίνω (q.v.), but may be right for the fut. and aor. of τίω, if τείσομεν in Philic. l.c. is an error; the pr. names beginning with Τεισ- may all be derived fr. τίνω.)τίω, τίως, Dor. forms for σοῦ, v. σύ. τλάθυμος, v. τλήθυμος. τλαιπαθής, ές, = τληπαθής, Hsch. τλάμων, v. τλήμων, τλασίφρων, v. τλησίφρων.

German (Pape)

[Seite 1122] τίως, dor. = σοῦ, τέο, τεοῦς, Apoll. Dysc. pron. p. 355. (vgl. τίνω), fut. τίσω, aor. ἔτισα, perf. pass. τέτιμαι, 1) in Ehren halten, wert achten, ehren, schätzen, wie τιμάω; Götter u. Menschen, οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς, Il. 9, 238; περὶ μέν σε τίω Δαναῶν, 4, 257; Gegensatz von ἀτιμάω, Od. 20, 132, von οὐκ ἀλέγω, 16, 307; ὅτε με βροτοὶ οὔει τίουσιν, sagt Poseidon, 13, 129; neben δείδω, 16, 306; τὸν ἔξοχα τῖες ἁπάντων, 24, 78; μάλιστα δέ μιν τίεν Ἕκτωρ, Il. 17, 576; ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσιν τῖον, 5, 536; τὸν δὲ δυωδεκάβοιον ἐνὶ σφίσι τῖον Ἀχαιοί, 23, 703, sie achteten, schätzten ihn zwölf Ochsen gleich; ξεῖνον, Od. 15, 542; τινὰ φιλότητι, Il. 9, 631. Auch von dem Benehmen der Götter gegen die Menschen, 1, 508, in welcher Bdtg auch einmal das med. steht, Ζεὺς τίεται αὐτήν, Hes. Th. 428; θεοὶ δίκην τίουσιν, sie ehren das Recht, Od. 14, 84. – Τινὰ θεὸν ὥς, Il. 5, 78 Od. 14, 205 u. sonst. – Über den Ausdruck τίειν τινὰ ἐν καρὸς αἴσῃ, Il. 9, 378, s. unter κάρ. – Iterativformen τίεσκεν 13, 461, τίεσκον Od. 22, 414, Ἴλιός μοι τιέσκετο, Il. 4, 46. – Τετιμένος, geehrt, verehrt, Hom. u. Hes., τινί, von Einem, Il. 24, 533 Od. 13, 28 u. sonst, immer von Menschen; Hom. h. Apoll. 478; τίεσθαι δήμῳ, vom Volke geehrt werden, Od. 14, 205. – So auch fut., οἵ σε θεὸν ἃς τίσουσιν Il. 9, 302, wie ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοί 603, τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ 9, 142; u. aor., ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας 1, 244, νῦν δ' οὐδέ με τυτθὸν ἔτισεν 1, 354, ἄνδρα φέριστον, ὃν ἀθάνατοί περ ἔτισαν, ἠτίμησας 9, 110, ἀλλὰ σύ πέρ μιν τῖσον, Ὀλύμπιε, 1, 508. – So auch Tragg., im act. nur praes. u. imperf.: πόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει, Aesch. Spt. 72; δίκη γάρ ἐστι φωτὸς ἀρχηγοῦ τίειν γυναῖκα, Ag. 250, u. öfter; auch pass., τίεσθαι δ' ἀξιώτατος βροτῶν, 517; u. im perf., τετιμέναι, Ch. 393. – 2) im fut. u. aor. τίσω, ἔτισα, wie τίνω, büßen, τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι, sie mögen für die Thränen, die sie mir bereitet haben, durch deine Geschosse büßen, Il. 1, 42; ὕβριν, den Frevel büßen, den man begangen hat, Od. 24, 352; eben so φόνον τινός, Il. 21, 134; λώβην τινός, 11, 142; εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀμοιβήν, Od. 12, 382, Ersatz für die Rinder zahlen, wie ποινήν, δίκην, Strafe, Buße zahlen, entrichten, Pors. Eur. Med. 798; ποινὰς ἔτισαν, Pind. Ol. 2, 58; ποινὴν τῖσαί τινί τινος, Einem für Etwas Buße entrichten; διπλᾶ δ' ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια, Aesch. Ag. 523; θανάτῳ τίσας ἅπερ ἦρξεν, 511; πατρὸς δ' ἀτίμωσιν ἆρα τίσει, Ch. 429; φόνον δὲ φόνου ῥύσιον τίσω, Soph. Phil. 947; κεῖνος δὲ τίσει τήνδε κοὐκ ἄλλην δίκην, Ai. 113; El. 290; δίκην διπλῆν τῖσαι, Plat. Legg. XII, 946 e; τιμωρίαν τίσεις, X, 905 a. Selten mit dem acc. der Person, ἦ μάλα τίσεις γνωτὸν ἐμόν, τὸν ἔπεφνες, Il. 17, 34, du sollst für ihn büßen. Überh. bezahlen, entrichten, αὐτὸν τίσειν αἴσιμα πάντα, Od. 8, 348. 356; οὔτ' ἄρ' ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω, 14, 166, die Glücksbotschaft bezahlen, belohnen. – Σῷ κράατι τίσεις, du wirst es mit deinem Kopfe bezahlen, 22, 218. – Med. sich Etwas bezahlen lassen, sich bezahlt machen, ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα, Od. 13, 14; dah. mit dem accus. der Person, Einen büßen lassen, ihn strafen, od. sich an ihm rächen, ὅτε Φῆρας ἐτίσατο, Il. 2, 743; ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐτίσατο πατροφονῆα, Od. 3, 197; vgl. Il. 3, 28. 22, 20 Od. 9, 479. 13, 216. 24, 435, u. sonst; auch mit dem accus. der Tat, die man rächt, φόνον τινός, Il. 15, 116 Od. 24, 470; βίην ἀνδρῶν, 23, 31; ἐπὴν τισαίμεθα λώβην, Il. 19, 208 Od. 20, 169, vgl. Il. 2, 356. 590; u. mit beiden accus. zugleich, ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, er ließ den Neleus den Frevel büßen, rächte die Frevelthat am Neleus, Od. 15, 236; gewöhnlich steht aber bei dem accus. der Person die Sache im gen., τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος, den Alexandros büßen lassen seiner Bosheit wegen, Il. 3, 368; τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης, Od. 3, 206; auch absolut, Rache nehmen, sich rächen, Ζεῦ ἄνα, δὸς τίσασθαι, Il. 3, 351 Od. 3, 203. 15, 177; δός με τίσασθαι μόρον πατρός, Aesch. Ch. 18, vgl. Spt. 620; Soph. Phil. 1030; ὧν σε ποίνιμος Δίκη τίσαιτ' Ἐρινύς τε, Trach. 806, vgl. 1107; ἐννυχίοις μαχαναῖς ἐτίσατο λώβαν, Ai. 181. – [Ι ist bei den Epikern im praes. u. imperf. in der Thesis kurz, in der Arsis lang, zuweilen auch in der Thesis, wenn die darauf folgende Sylbe gleichfalls lang ist, Od. 14, 84. 16, 306. 22, 414. 23, 60; τῖον Il. 23, 703, τίον 705; bei den Attikern in der Regel kurz; in den übrigen tempp. ist es bei den Epikern lang, bei den Attikern kurz, z. B. τίσαι, Ar. Eccl. 45 Vesp. 1424; aber bei Pind. ist es lang in τίσομεν, ἔτισαν, u. so in den lyrischen Stellen der Tragg.; auch in den Anapästen der Komiker zuweilen, wie Ar. Eccl. 656. 663.]

French (Bailly abrégé)

f. τίσω, ao. ἔτισα, att. ἔτεισα, pf. inus.
Pass. seul. prés., impf. et pf. τέτιμαι;
1 estimer, évaluer : τρίποδα δωδεκάβοιον IL un trépied au prix de douze bœufs ; γυναῖκα τεσσαράβοιον IL une femme au prix de quatre bœufs;
2 estimer, honorer, acc. ; τινα φιλότητι IL honorer qqn de son affection, lui témoigner de l'affection ; θεοῖσι τετιμένος IL, OD honoré des dieux, cher aux dieux.
Étymologie: R. Τι, payer ; cf. τίνω.

Russian (Dvoretsky)

τίω: (ῐ и ῑ) (impf. ἔτιον - эп. τῖον, ион. iter. τίεσκον, fut. τίσω, aor. ἔτισα; pf. pass. τέτιμαι) (редко med.)
1 оценивать: τ. τι δυωδεκάβοιον Hom. оценивать что-л. в двенадцать быков;
2 чтить, почитать, ценить, уважать: τ. τινὰ ἶσόν τινι Hom. чтить кого-л. наравне с кем-л.; τ. τινὰ φιλότητι Hom. дарить кого-л. дружбой; οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσι Hom. отвергнутый как богами, так и людьми; τὴν νίκην τ. Aesch. высоко ценить победу, т. е. страстно желать победы.

Greek (Liddell-Scott)

τίω: παρατ. ἔτιον, Ἐπικ. τῖον, Ἰων. τίεσκον, Ἐπικ. ἀπαρ. τίεμεν, ἅπαντα παρ’ Ὁμ.: μέλλ. τίσω ὁ αὐτ.: ἀόριστ. ἔτισα ὁ αὐτ.· (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ). - Μέσ., Ἡσ. Θεογ. 428. - Παθ., Ἰωνικ. παρατ. τιέσκετο Ἰλ. Δ. 46· μετοχ. τιεσκόμενος Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 12· πρκμ. τέτιμαι, μετοχ. τετιμένος Ὅμ. [Ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ῐ ἐν θέσει, ἀλλὰ καὶ ἐν θέσει ἔχει ἐνίοτε ῑ πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, Ὀδ. Ξ. 84., Π. 306., Χ. 414· παρὰ τοῖς Τραγ. ἀείποτε βραχύ· - ἐν δὲ τῷ μέλλ., ἀορ., καὶ παθ. πρκμ. ἀεὶ ῑ]. (Ἐκ τῆς √ΤΙ παράγονται αἱ λέξεις τίνω, τίνυμαι, τίσις, τιμή, κλπ.· πρβλ. Σανσκρ. ќi, ќinomi (ordino, colligo)· ќa-yé μέσ. (poenas sumo)· apa-ќi-tas (honore affectu)· Ζενδ. ci (expiare)· ci-tha, ci-thi (poena)). Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει ὡς συνώνυμ. τῷ τιμάω, προσφέρω τιμὴν εἴς τινα, τιμῶ αὐτόν, (ἐν ᾧ τὸ τίνω περιωρίσθη εἰς τὴν σημασίαν τοῦ πληρώνω), ἐπὶ τῆς τιμῆς ἣν προσφέρουσιν οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀνωτέρους αὑτῶν καὶ τοὺς θεοὺς (ἴδε κατωτ. παθ.), οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὔτε θεοὺς (ἐξυπακ. Ἕκτωρ) Ἰλ. Ι. 238· ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσιν, λέγει ο Ποσειδῶν, Ὀδ. Ν. 129, κλπ.· καὶ τἀνάπαλιν ἐπὶ τῶν θεῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, παρέχω τιμήν, τιμῶ, ὃν ἀθάνατοί περ ἔτισαν (ἐξυπακουομ. Ἀχιλλέα) Ἰλ. Ι. 110, πρβλ. Α. 508· (ἐν ᾗ σημασίᾳ εὑρίσκομεν καὶ τὸ μέσον, Ζεὺς τίεται αὐτὴν Ἡσ. Θεογ. 428)· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐπὶ τοῦ σεβασμοῦ ὃν ὁ ἄνθρωπος δεικνύει πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του ἢ ὁμοίους του, βασιλεῖς, φίλους, ξένους, κλπ., ὅν τ’ ἶσον ἐτίομεν Ἕκτορι δίῳ Ἰλ. Ε. 467, πρβλ. Ι. 142· οἵ σε θεὸν ὣς τίσουσιν 1. 302· ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοὶ αὐτόθι 603· ὁ δέ μιν τῖεν ἶσα τέκεσσιν Ν. 176, πρβλ. Ο. 439· ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσιν τῖον Ε. 536· ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας Α. 244, πρβλ. 354· περὶ τῆς φράσεως τ. τινὰ ἐν καρὸς αἴσῃ, ἴδε ἐν λ. κὰρ (= θρίξ)· τ. ξεῖνον Ὀδ. Ο. 542· τ. τινὰ φιλότητι Ἰλ. Ι. 631· ἀντίθετον τῷ ἀτιμάω, Ι. 110, Ὀδ. Π. 307., Υ. 132· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, θεοὶ δίκην τίουσιν, τιμῶσι τὸ δίκαιον, Ξ. 84, πρβλ. Ἰλ. Δ. 46. - Παθ., θεὸς δ’ ὣς τίετο δήμῳ Ε. 78, κλπ.· τιοίμην δ’ ὡς τίετ’ Ἀθηναίη Θ. 540., Ν. 827· μάλιστα ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τετιμένος, τετιμημένος, ἔντιμος, ἐπὶ προσώπων, Ὅμ., καὶ Ἡσ. τινί, ὑπό τινος, Ἰλ. Ω. 533, Ὀδ. Ν. 28, κλπ.· - τὴν αὐτὴν χρῆσιν τῆς λέξεως ἀπαντῶμεν παρ’ Αἰσχύλῳ καὶ Εὐρ. (οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ.), πλὴν ὅτι οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται μόνο τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ) παραλαμβάνοντες τοὺς λοιποὺς χρόνους ἐκ τοῦ τιμάω· πόλις... δαίμονας τίει Αἰσχύλ. Θήβ. 77· θεοὺς ἀεὶ τίοιεν... βουθύτοισι τιμαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 705· Ἑρμᾶν... τίομεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 271· τὸν θεὸν μεῖζον τίουσα Εὐρ. Ἡρακλ. 1013· ἐπὶ προσώπων, ὅσον τότ’ Οἰδίπουν τίον Αἰσχύλ. Θήβ. 775· τίειν γυναῖκα ὁ αὐτ. Ἀγ. 259· ἐπὶ πραγμάτων, τ. νίκην, βρότεα αὐτόθι 942, Εὐμ. 171· τ. μέλος, τιμῶ (δηλ. ᾄδω) τὸ μέλος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 706. - Παθητ., τίεσθαι δ’ ἀξιώτατος βροτῶν αὐτόθι 531. ΙΙ. = τιμάω ΙΙ, τὸν δὲ [τρίποδα] ἐκτιμῶ, διατιμῶ, ὁρίζω τὴν ἀξίαν, τρίποδα δωδεκάβοιον... τῖον Ἀχαιοί, ἐξετίμων αὐτὸν ὡς ἔχοντα ἀξίαν δώδεκα βοῶν, Ἰλ. Ψ. 703· τῖον δέ ἑ τεσσαράβοιον, ἐξετίμων αὐτὴν ὡς ἔχουσαν ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, αὐτόθι 705. ΙΙΙ. ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ τίσω, ἔτισα εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμ. ποιηταῖς μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ τίνω, πληρώνω τιμήν, πληρώνω, ἀνταμείβω· καὶ τίσομαι, ἐτισάμην μόνον ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ τίνεσθαι, ὥστε οἱ χρόνοι οὗτοι κυρίως ἀνήκουσιν εἰς τὸ τίνω· ἴδε ἐν λ. τίνω.

English (Slater)

τίω treasure καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τᾰεν (Pae. 9.48) ]νος τἶ ἑστίαν [(τιεες Π, corr. G-H.) Παρθ. 2. 106.

English (Thayer)

a form front which some N.T. lexicons (e. g. Wahl, Bretschneider, Robinson, Bloomfield, Schirlitz, Harting, others) incorrectly derive τίσουσιν in τίνω.

Greek Monolingual

(I)
Α
1. απονέμω τιμή σε κάποιον («Ἕκτωρ... οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς», Ομ. Ιλ.)
2. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («θεοὶ μάκαρες... δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ' ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
3. ορίζω την αξία ενός πράγματος, διατιμώ («μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην, τὸν δὲ δωδεκάβοιον ἐνὶ σφίσι τῑον Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)
4. μέσ. τίομαι
υπολήπτομαι, σέβομαι
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τετιμένος, -η, -ον
(για πρόσ.) ευυπόληπτος, σεβαστός
6. φρ. «τίω μέλος» — τραγουδώ μια μελωδία (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τίω (< θ. τῑ- με μακρό --), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwī- και συνδέεται με το αρχ. ινδ. cāyati «εκτιμώ, σέβομαι». Τόσο η σημ. του ρήματος τίω όσο και η μορφή του εμποδίζουν τη σύνδεσή του με το ρ. τίνω βλ. λ.. Ευρέως χρησιμοποιούμενο στη Νέα Ελληνική παράγωγο του ρ. τίω είναι η λ. τιμή βλ. λ.].
(II)
και τίως Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.

Greek Monotonic

τίω: [l Επικ., Αττ.], παρατ. ἔτιον, Επικ. τῖον, Ιων. τίεσκον, Επικ. απαρ. τιέμεν — Μέσ., μέλ. τίσω [ῑ]· Ιων. γʹ ενικ. παρατ. τιέσκετο· παρακ. τέτῑμαι, μτχ. τετῑμένος·
I. προσφέρω τιμή σε κάποιον, τον τιμώ (ενώ το τίνω σημαίνει πληρώνω), σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ. — Παθ., μτχ. Παθ. παρακ. τετιμένος, τιμημένος, σε Όμηρ.
II. = τιμάω II, τὸν δὲ (τρίποδα), εκτιμώ, ορίζω την αξία, τρίποδα δωδεκάβοιον τῖον, εξετίμησαν τον τρίποδα στην αξία των δώδεκα βοδιών, σε Ομήρ. Ιλ.· τῖον δέ ἑ τεσσάραβοιον, εξετίμησαν αυτή στην αξία των τεσσάρων βοδιών, στο ίδ.
III. για τον μέλ. και τον αόρ. αʹ τίσω, ἔτισα, βλ. τίνω.

Middle Liddell

I. to pay honour to a person (whereas τίνω means to pay a price), to honour, Hom., Aesch., Eur.:—Pass., perf. pass. part. τετιμένος honoured, Hom.
II. = τιμάω II, τὸν δὲ [τρίποδα] to value, τρίποδα δωδεκάβοιον τῖον they valued the tripod at twelve steers' worth, Il.; τῖον δέ ἑ τεσσαράβοιον valued her at four steers' worth, Il.
III. for fut. and aor1 τίσω, ἔτισα, v. τίνω.

Frisk Etymology German

τίω: {tíō}
Forms: (ep. ῐ metrisch bedingt, sonst nur ι), Aor. τῖσαι, Fut. τίσω, Perf. Ptz. Pass. τετιμένος,
Grammar: v.
Meaning: ehren, schätzen, hochschätzen (ep. poet. seit Il.);
Composita: vereinzelt mit προτίω, περιτίω; πολύτιτος hochgeehrt (Orac. ap. Hdt. 5, 92), ἀτίετος ungeehrt (A. in lyr.), nicht ehrend (E. in lyr.), auch ἀτίει (Thgn. 621) als Kontrastbildung zum vorausgehenden τίει, danach ἀτίουσι (Orph. L. 52); zu ἀτίζει s. bes.
Derivative: Davon τιμή, s. bes.
Etymology: Obwohl ohne unmittelbares außergriech. Gegenstück stellt wahrscheinlich das ausgeglichene τίω usw. eine alte Abzweigung des auch in τίνω vorliegenden, altererbten Verbs dar. Neben den schwundstufigen griech. Formen stehen im Aind. Formen mit ebenfalls durchgeführter Hoch- oder Dehnstufe in cā́yati, Ptz. Med. cā́yamāna- wahrnehmen, Scheu haben, ehren, cāyú- ‘Ehrfurcht bezeugend (? )’ u.a.; zur Bed. vgl. lat. observāre beobachten, verehren. Die von Schulze Q. 355 f. unter Zustimmung vieler Gelehrten (Fraenkel Nom. ag. 1, 184f., Wackernagel Unt. 77 A. 1, 79 A. 1, Schwyzer 697 A. 4) vorgenommene Scheidung eines q[u̯]ei-, qʷĭ- ‘zahlen, büßen, τίνω, cáyate’ und eines qʷēi-, qʷī- ‘verehren, τίω, cā́yati’ läßt sich kaum aufrechterhalten (zu bemerken u.a. die doppelte Bed. von τιμή); für die ältere Auffassung eines gemeinsamen Ursprungs (Curtius 488 f., Fick 1, 24 n. 379) noch WP. 1, 508f., Pok. 636f.
Page 2,906-907

Mantoulidis Etymological

(=τιμῶ κάποιον, σέβομαι, ἐκτιμῶ). Ἀπό ρίζα τι-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: τιμή, τίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.