ἄπειμι

English (LSJ)

(A),
A (εἰμί sum), impf. ἀπῆν (later ἀπήμην POxy.1204.23 (iii A.D.)), 2sg. ἀπῆσθα S.Ph.379; Ep. ἀπέην Il.20.7, 3pl. ἄπεσαν ib.10.357: fut. ἀπέσομαι Ar.Nu.887; Ep. ἀπέσσομαι Od.8.150, 3sg. ἀπεσσεῖται ib.19.302:—to be away or be far from, c. gen., ὁππότε πάτρης ἧς ἀπέῃσιν ἀνήρ ib.169, cf. 20.155,al.; ἐὰν δ' ἀπῇ τούτων τὸ χαίρειν S.Ant.1169; ἀ. ἀπὸ τῶν ἰδίων Th.1.141: c. dat., φίλοισιν E.Med.179 (lyr.), cf. Tr.393, Hdt.4.1, Th.2.61, etc.: but mostly,
2 abs., to be away or be absent, and of things, to be wanting, οἵ τ' ὄντες οἵ τ' ἀπόντες, i.e. all that are, every one, S.Ant.1109; τὰς οὔσας τέ μου καὶ τὰς ἀπούσας ἐλπίδας Id.El.306; of the dead, v.l. in E.Hec.312; τοῦ θεοῦ ἀπεόντος the god not being counted, Hdt.6.53:—in 3pl. impf., ἀπῆσαν and ἀπῇσαν are freq. confused in codd., as in Th.4.42.

(B),
A (εἶμι ibo), serving as fut. of ἀπέρχομαι: inf. ἀπιέναι, in AP11.404 (Lucill.) ἀπίναι:—go away, depart, Od.17.593, al.; οὐκ ἄπει; = ἄπιθι, begone, S.OT431; ἀπιὼν οἴχεσθαι D.18.65, Isoc.17.43; οἱ πρέσβεις περὶ τῶν σπονδῶν ἀπῇσαν Th.4.39; of soldiers, ἀπίασι οὐδενὶ κόσμῳ will retreat, Hdt.8.60.γ; ἀ. πρὸς βασιλέα desert to him, X.An. 1.9.29; ἀ. πάλιν return, ib.1.4.7, cf. 15; ἄπιτε ἐπὶ τὰ ὑμέτερα αὐτῶν return to your homes, Hdt.6.97; ἄπιμεν οἴκαδε Ar.V.255; ἀπῇσαν ἐπ' οἴκου Th.5.36; εἰς τὴν πατρίδα Arr.Epict.2.23.36; of the Nile, recede. Hdt.2.108; ἀ. ἐπί τι go in quest of... X.Cyr.7.5.80; μηνὸς ἀπιόντος, for the common φθίνοντος, Decr. ap. D.18.37, CIG3658 (Cyzicus); die, Luc.Tim.15, Philostr.Im.2.9.
2 c. acc. cogn., πολλὴν καὶ τραχεῖαν ἀπιέναι (sc. ὁδόν) Pl.Phdr.272c.
3 to be discharged, Hp.Mul.8, al.

Spanish (DGE)

• Morfología: [a veces c. valor de fut.; pres. inf. ἀπίμεν Stesich. en PLille 76.46 en CRIPEL 2 suppl., 1977, p.2, tb. ἀπίναι AP 11.404 (Lucill.), part. nom. plu. locr. ἀπίατες Schwyzer 362.35 (Eantea), subj. tes. ἀπίɛ̄ IG 9(2).1222.2 (Olizon)]
A c. valor espacial
I en cont. de alejamiento
1 c. suj. de pers. irse, marcharse, partir abs. Γλαύκου ἀπιόντος Il.12.393, οὐ ... ἄπει; ¿no vas a irte? S.OT 431, ἀπῄειν ὑβρισμένος Is.5.24, op. ἄπιθι Men.Sam.369, ἱκετεύω σ', ἄπιτε Men.Dysc.123, αὐτοὶ ἐπιτρέψαντες τοῦ ἀπιέναι LXX Sap.19.2, cf. Th.4.39
c. compl. de origen irse, salir ἐκ τοῦ ἱεροῦ Th.4.97
c. ac. recorrer (ὁδὸν) μάτην πολλὴν ἀπίῃ καὶ τραχεῖαν Pl.Phdr.272c
en part. c. οἴχομαι: Φίλιππος ᾤχετ' εὐθέως ἀπιών D.18.65, ἐξερημώσας αὐτοῦ τὸν οἶκον ἀπιὼν οἰχήσομαι Is.2.43, cf. 6.32, Isoc.17.43, Plu.2.548b
c. part. fut. c. valor final ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων Od.17.593
c. compl. de direcc. ἄπιμεν οἴκαδ' αὐτοί Ar.V.255, πρὸς βασιλέα desertar, pasarse al (bando del) rey X.An.1.9.29, ἀπῇσαν πρὸς τὰς τάξεις fueron a (formar) filas X.Cyr.7.1.1, ἐπὶ τὰ ὑμέτερα αὐτῶν Hdt.6.97, ἐπ' οἴκου Th.5.36, εἰς τὴν πατρίδα Arr.Epict.2.23.36, cf. X.An.1.4.7, 15
fig. desentenderse τισι ἀπι[ο] ῦσι POxy.900.13 (IV d.C.).
2 c. suj. de cosa, abs. de humores, salirse, pasar fuera Hp.Mul.1.8, del fuego διὰ τὸ ἀπιέναι τὸ πῦρ διὰ τῶν πόρων Gorg.B 5, ἡ πάχυνσις ὑγροῦ ἀπιόντος γίγνεται Arist.Mete.383a11
fig. irse, morir ἀλλ' ἀπιέναι χαίρουσα sino morir con alegría Philostr.Im.2.9, cf. Luc.Tim.15
pasar, ser transmitido a τὰ δὲ ὑπάρχοντα αὐτῶν ἀπίτω εἰς τοὺς καθήκοντας los bienes de estos pasarán a sus herederos, SB 9934.43 (II/I a.C.).
II en cont. de acercamiento retirarse, alejarse, volverse de un mensajero ἂψ ἀπιών Il.10.289, del Nilo después de las crecidas ὅκως [τε] ἀπίοι ὁ ποταμός Hdt.2.108, de soldados en retirada ἀπίασί τε οὐδενὶ κόσμῳ Hdt.8.60γ, ἀνανταγώνιστοι ἀπ' αὐτῶν οὐκ ἀπίασιν Th.4.92.
B c. valor temp. terminarse, finalizar μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ἀπιόντος en el día décimo del último tercio del mes M. Decr. en D.18.37, μηνὸς Βοηδρομιῶνος πέμπτῃ ἀπιόντος IG 42.83 (Epidauro I d.C.), cf. IG 12(5).647.19 (Ceos), IM 98.4, IG 7.506 (Tanagra), IG 7.3379 (Queronea), IG 5(2).345.19 (Orcómeno).
• Diccionario Micénico: a-pe-i-si (?).
• Morfología: [impf. ép. 3.a sg. ἀπέην Il.20.7, tb. ἀπῆς Epich.37, 3.a plu. ἄπεσαν Il.10.357, tb. ἀπῆσαν Hdt.4.1, tard. 1.a sg. ἀπήμην POxy.1204.23 (III d.C.), iter. 1.a plu. ἀπέσκομεν Sapph.94.26; fut. ép. 3.a sg. ἀπέσσεται Od.8.150, tb. ἀπεσσεῖται Od.19.302]
1 c. suj. animado y gen. estar lejos, estar ausente, no estar πάτρης ἧς ἀπέῃσιν ἀνήρ Od.19.169, ἀπεὼν τοῦ λόγου estando ausente de la conversación, estando distraido Hdt.7.10η, ὅταν ἀπῇ τινος θεός cuando la divinidad se aleja de uno Pl.Ti.53b
abs. ὄππ[οθεν ἄμ] μες ἀπέσκομεν Sapph.94.26, τοῦ θεοῦ ἀπεόντος no contando, excluyendo la divinidad Hdt.6.53, οἵ τ' ὄντες οἵ τ' ἀπόντες los que están y los ausentes S.Ant.1109, ἀπὼν ἀκούω τὰ περὶ ὑμῶν Ep.Phil.1.27, ἀπόντων ἔτι μᾶλλον ἢ παρόντων ἐπιμελεῖσθαι X.Smp.8.18, κ[λ] ηρωθεὶς ὑπό γε [σοῦ] ἀπών siendo elegido por tí en mi ausencia, PLeit.5.6 (II d.C.), σοῦ ἀπόντος POxy.2667.11 (IV d.C.), cf. PWisc.14.4 (II d.C.), PMur.116a.11, ἵνα ὡς παρόντα τὸν ἀπόντα κολακεύωσιν LXX Sap.14.17, ἀπούσης στρατιᾶς Th.1.105.
2 c. suj. inanimado faltar, no haber c. gen. ἐὰν δ' ἀπῇ τούτων τὸ χαίρειν si a estas cosas les falta la alegría S.Ant.1169, φθόνος ... ἀπείη τοῦ λόγου D.60.23
c. dat. μήτοι τό γ' ἐμὸν πρόθυμον φίλοισιν ἀπέστω E.Med.179, τῆς δὲ ὠφελίας ἄπεστιν ἔτι ἡ δήλωσις ἅπασι incluso falta la evidencia de un provecho para todos Th.2.61, cf. E.Tr.393
abs. ἀνοήμονες τῶν ἀπεόντων ὀρέγονται los insensatos tienden hacia lo que no tienen Democr.B 202.
3 en cont. temp. no haber sucedido, ser cosa del futuro τὰς οὔσας τέ μου καὶ τὰς ἀπούσας ἐλπίδας διέφθορεν ha echado a perder mis esperanzas presentes y futuras S.El.306, ὅπερ ἀπείη lo que ojalá no suceda, POxy.125.16 (560 d.C.), cf. Hom.Clem.M.2.76D, Iust.Phil.Apol.21.5.
4 en cont. locales distar πόσον ... ἄπεστιν ἐνθένδε τὸ στράτευμα X.Cyr.6.3.10, ᾧ γὰρ δοκεῖ μακρὰν ἀπεῖναι ἡ Λέσβος ... Th.3.13, ἄπεστιν· ἀπέχει Hsch.
• Diccionario Micénico: [a-pe-e-si], a-pe, a-pe-o, a-pe-o-te, a-pe-a-sa.

German (Pape)

[Seite 284] (εἶμι), weggehen, von Hom. an überall; Hom. oft part., z. B. Iliad. 13, 516 Od. 9, 413; ἄπιθ' ἄλλῃ Od. 17, 478; praes. ind. mit Futurbedeutung, Od. 17, 593; vgl. von den Att. z. B. Ar. Plut. 70 Vesp. 255; οὐκ ἄπει; geh fort! Soph. O. R. 434; zurückgehen, ἐπὶ τὰ ὑμέτερα ἄπιτε Her. 6, 97; Plat. πάλιν ἀπιέναι Phaedr. 227 e; ἀπιόντος μηνός = λήγοντος Dem. im Psephisma 18, 37; – abscheiden, sterben, Luc. Tim. 15 Char. 17. (εἰμί), Od. 19, 302 ἀπεσσεῖται, 2, 285. 8, 150 απέσσεται, ἄπεσαν Iliad. 10, 357; entfernt sein, von etwas, τινός, Od. 19, 169. 20, 155, u. so bei allen Folgenden; häufig auch ohne Casus, abwesend sein, fehlen, Gegensatz von πρόσειμι Plat. Crat. 432 c; καὶ παρὼν καὶ ἀπών Conv. 209 c; οἱ ἀπόντες, häufig, die Abwesenden; ὄντες καὶ ἀπόντες, überhaupt Alle, Soph. Ant. 1096; nicht selten von Sachen, ἂν ἀπῇ τούτων τὸ χαίρειν 1149; ἂν ἀπῇ τὰ πράγματα Dem. 2, 11. Bei Eur. Hec. 312 todt sein.

French (Bailly abrégé)

1inf. ἀπεῖναι, part. prés. ἀπών, impf. ἀπῆν, f. ἀπέσομαι;
1 être loin de, gén. ; abandonner : τῶν ἰδίων THC ses propriétés;
2 abs. être absent ; fig. τοῦ θεοῦ ἀπεόντος (ion.) HDT en ne comptant pas la divinité, la divinité exceptée ; avec un suj. de chose faire défaut, manquer ; p. anal. être mort.
Étymologie: ἀπό, εἰμί.
2inf. ἀπιέναι, part. prés. ἀπιών, impf. ἀπῄειν, f. ἄπειμι;
s'en aller, partir : γῆς SOPH quitter un pays ; ἐκ τοῦ ἱεροῦ THC sortir du sanctuaire ; ἀπό τινος THC s'éloigner de qqn ; πρὸς βασιλέα XÉN déserter pour aller rejoindre le grand roi ; ἂψ ἀπ. IL, ἀπ. πάλιν XÉN s'en aller pour revenir sur ses pas, d'où retourner, revenir ; abs. ἀπ. ἐπ' οἶκου THC retourner chez soi ; ἄπιτε ἐς ὑμέτερα HDT retournez dans vos maisons ; en parl. du Nil se retirer, rentrer dans son lit ; p. euphém. p. mourir ; en parl. du temps Μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ἀπιόντος DÉM le 10ᵉ jour du mois de Mæmactérion à sa fin {= le 21}.
Étymologie: ἀπό, εἶμι.

Russian (Dvoretsky)

ἄπειμι:
I εἰμί
1 быть далеким (πάτρης ἀ. Hom.; τινι Xen., Eur.): τῶν ἰσίων ἀπόντες Thuc. оставив свои личные занятия: ὅτε ἀπέην ὅσσον ἐπὶ οὖρα ἡμιόνων Hom. когда он удалился на расстояние борозды, проходимой мулами;
2 отсутствовать (πατρίδος αἴης δηρόν Hom.): αἱ οὖσαι καὶ αἱ ἀποῦσαι ἐλπίδες Soph. всевозможные (досл. бывшие и не бывшие) надежды; τί τῶν ἀπόντων ἢ τί τῶν ὄντων πέρι; Eur. о чем же именно?; τινὸς ἀπεόντος Her. не считая (за исключением) кого-л.;
3 нехватать, недоставать (τινι Thuc., Eur.): τί γὰρ ἄπεστί σοι κακῶν; Eur. какого только горя ты не испытал(а)?;
4 не быть в живых: ἐπεὶ δ᾽ ἄπεστι (v.l. ὄλωλε) Eur. когда он мертв.
II εἶμι
1 уходить (γῆς Soph.; ἐκ τοῦ ἱεροῦ Thuc.; εἰς συμπόσιον πρός τινα Diog. L.): ἀπό τινος ἀ. Thuc. уходить с чьей-л. территории;
2 переходить, перебегать (πρὸς βασιλέα Xen.);
3 возвращать (ἐπ᾽ οἴκου Thuc., οἴκαδε Arph.): ἄπιτε ἐς или ἐπὶ τὰ ὑμέτερα Her. возвращайтесь по домам; ὅκως τε ἀπίοι ὁ ποταμός Her. всякий раз как река возвращалась в свое русло;
4 умирать Luc., Diog. L.,;
5 проходить: ἡ ὀργὴ σὺν τὦ φόβῳ ἄπεισι Xen. вместе со страхом пройдет и гнев; Μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ἀπιόντος Dem. в двадцать первый день мемактериона.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπειμι: (εἰμί): παρατ. ἀπῆν, β΄ ἑν. ἀπῆσθα, Σοφ. Φ. 379· Ἐπ. ἀπέην, γ΄ πληθ. ἄπεσαν, Ὅμ.: μέλλ. ἀπέσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 887, Ἐπ. ἀπέσσομαι Ὅμ., γ΄ ἑν. ἀπεσσεῖται Ὀδ. Τ. 302. Ἀπουσιάζω, εὑρίσκομαι μακράν, λείπω, Ὅμηρ., ὁπότε πάτρης ἧς ἀπέῃσιν ᾀνὴρ τόσσον χρόνον Ὀδ. Τ. 169, Υ. 155, κ. ἀλλ.: ἐὰν δ’ ἀπῇ τούτων τὸ χαίρειν Σοφ. Ἀντ. 1169· ἀπ. ἀπό τινος Θουκ. 1. 141· μετὰ δοτ., φίλοισιν Εὐρ. Μήδ. 179, πρβλ. Τρῳ. 393, Ἡρόδ. 4. 1, Θουκ. 2. 61, κτλ.: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, 2) ἀπολ. εἶμαι μακρὰν ἢ ἀπών, καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἐλλείπω, οἵ τ’ ὄντες οἵ τ’ ἀπόντες, ὅ ἐ. σύμπαντες, ἅπαντες, Σοφ. Ἀντ. 1100· τὰς οὔσας τὲ μου καὶ τὰς ἀπούσας ἐλπίδας ὁ αὐτ. Ἠλ. 306: ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Εὐρ. Ἑκ. 312· τοῦ θεοῦ ἀπεόντος, μὴ ὑπολογιζομένου τοῦ θεοῦ, Ἡρόδ. 6. 53: ― κατὰ γ΄ πληθ. τοῦ παρατ. τὰ χειρόγρ. ἐνίοτε συγχέουσι τὸ ἀπῆσαν πρὸς τὸ ἀπῇσαν, ὡς π.χ. ἐν Θουκ. 1. 42.

English (Autenrieth)

(1), fut. ἀπεσσεῖται, ἀπέσσεται, pres. subj. ἀπέῃσι, ipf. ἀπέην, ἄπεσαν: be (distant) from (τινός), be absent, wanting; τόσσον ἀπῆν ὅσον τε γέγωνε βοήσᾶς, Od. 5.400; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, ‘you shall not have to wait much longer for the journey,’ Od. 2.285.
(2), imp. ἄπιθι, part. ἀπιών: go away, very often the part.; ἐγὼ μὲν ἄπειμι, ‘am going,’ fut., Od. 17.593.

English (Slater)

ἄπειμι
   a c. gen., be without ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών . τῶν οὐκ ἄπεσσι (Boeckh: ἄπεστι codd., fort. recte) (N. 3.76)
   b part., absent ἀπέοντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58) ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπέοντων (i. e. what was not his) (P. 3.20)

English (Strong)

from ἀπό and εἰμί; to be away: be absent. Compare ἄπειμι.

English (Thayer)

(1) (εἰμί to be); (from Homer down); to be away, be absent: Colossians, the passage cited opposed to πάρειμι).
(2) imperfect 3rd person plural ἀπεησαν; (εἰμί to go); (from Homer down); to go away, depart: Acts 17:10.

Greek Monolingual

(I)
ἄπειμι (AM) ειμί
1. βρίσκομαι μακριά από κάπου
2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών
3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι
4. (η ευκτ.) ἀπείη
ὃ μὴ γένοιτο
5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῦσα, ἀπόν)
αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.
(II)
ἄπειμι (AM) είμι
1. αποχωρώ, φεύγω
2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωση
μσν.
απρόσ. ἀπῄει
θα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...
αρχ.
δραπετεύω ή αυτομολώ
2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω
4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.

Greek Monotonic

ἄπειμι: (εἰμί, Λατ. sum)· παρατ. ἀπῆν, βʹ ενικ. ἀπῆσθα· Επικ. ἀπέην, γʹ πληθ. ἄπεσαν· μέλ. ἀπέσομαι, Επικ. ἀπέσσομαι, γʹ ενικ. ἀπεσσεῖται·
1. απέχω, βρίσκομαι μακριά από, απουσιάζω, τινος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· με δοτ., ελλείπω, φίλοισιν, σε Ευρ. κ.λπ.
2. απόλ., είμαι μακριά ή απουσιάζω, και λέγεται για πράγματα, ελλείπω, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για τους νεκρούς, σε Ευρ.
ἄπειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), λειτουργεί στο λόγο ως μέλ. του ἀπέρχομαι· απαρ. ἀπιέναι, ποιητ. ἀπίναι· απέρχομαι, αναχωρώ, αποχωρώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· οὐκ ἄπει; = ἄπιθι, φύγε λοιπόν, τσακίσου, σε Σοφ.· ἄπειμι πάλιν, επιστρέφω, σε Ξεν.· ἄπιτε ἐς ὑμέτερα, επιστρέψτε στα σπίτια σας, σε Ηρόδ.· ἄπιμεν οἴκαδε, σε Αριστοφ.· ἐπ' οἴκου, σε Θουκ.· λέγεται για τον Νείλο, βρίσκομαι σε άμπωτη, υποχωρώ, σε Ηρόδ.· ἄπειμι ἐπί τι, αναχωρώ σε αναζήτηση κάποιου πράγματος, σε Ξεν.

Middle Liddell

1 εἰμί sum]
1. to be away or far from, τινος Od., etc.; ἀπό τινος Thuc.: c. dat. to be wanting, φίλοισιν Eur., etc.
2. absol. to be away or absent, and of things, to be wanting, Soph., etc.; of the dead, Eur.
2 εἶμι ibo]
to go away, depart, Od., etc.; οὐκ ἄπει; = ἄπιθι, be gone, Soph.; ἀπ. πάλιν to return, Xen.; ἄπιτε ἐς ὑμέτερα return to your homes, Hdt.; ἄπιμεν οἴκαδε Ar.; ἐπ' οἴκου Thuc. —of the Nile, to recede, Hdt.; ἀπ. ἐπί τι to go in quest of a thing, Xen.

Chinese

原文音譯:¥peimi 阿普-誒米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-是(去)
字義溯源:走開,進去,進,離開;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(εἰμί)X*=行走,去)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 就進(1) 徒17:10
原文音譯:¥peimi 阿普-誒米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:從-是
字義溯源:離開,不在,走開,相離;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(εἰμί)*=是)組成
出現次數:總共(7);林前(1);林後(4);腓(1);西(1)
譯字彙編
1) 不在(2) 林前5:3; 林後10:1;
2) 我⋯相離(1) 西2:5;
3) 不來(1) 腓1:27;
4) 不在時(1) 林後13:2;
5) 我們不在時(1) 林後10:11;
6) 當不在時(1) 林後13:10

Lexicon Thucydideum

abire, to go away, 1.24.5. 1.26.5, 1.45.1. 1.89.3, 1.92.1, 1.95.7. 1.105.7. 1.108.2, 1.126.8. 1.134.1. 2.34.6. 2.52.4. 2.82.1, 2.101.5, 3.4.4. 3.18.1, 3.62.5. 3.95.2. 3.103.1. 3.111.2. 3.111.3, 3.113.5, 3.114.2, 3.114.24.23.1. 4.25.3, 4.39.2, 4.42.3, [alii leg. others read ἀπῆσαν] 4.61.8, 4.72.1, 4.73.4, 4.78.5. 4.78.6. 4.92.7, 4.97.4, 4.98.4. 4.98.8, 4.99.1. 4.99.1Ibid. in the same place 4.105.2. 4.118.6, 4.129.5, 5.4.2, 5.7.5, 5.8.4. 5.10.3. 5.10.35.13.1, 5.13.2. 5.18.5.5.27.2, 5.33.2. 5.36.1, 5.37.2. 5.37.3. 5.38.4. 5.46.4. 5.47.6. 5.54.2, 5.55.4. 5.55.45.56.6, 5.60.2. 5.61.1. 5.83.3. 6.11.4, 6.18.5, 6.21.3. 6.48.1, 6.50.4, 6.58.1, 6.61.6, 6.69.1, [vulgo commonly ἐπεληλ.] 6.74.1, 6.74.2, 6.79.3, 6.85.3. 6.86.5, 6.88.2. 6.94.3. 6.102.4, 6.105.2. 6.105.3, 7.13.2, 7.38.1, 7.48.3. 7.48.4. 7.6.1, 7.68.3, 7.73.4. 7.75.4. 7.75.7. 7.81.1. 8.15.2 [ubi olim where formerly ἐπελθ.]. 8.20.2. 8.23.6, 8.35.4 [ubi vulgo where commonly ἐπελθ.]. 8.56.4, 8.63.1, 8.64.3. 8.69.2. 8.87.3. 8.92.2,
transire (ad hostes), to go over (to the enemy), 7.82.1,
dimilti, to be dismissed, 5.3.4,
discedere (ex lite), to withdraw (from the dispute), 4.59.4.

Lexicon Thucydideum

abesse, to be absent, 1.105.4, 1.141.4, 3.13.5, 5.44.1. 6.13.1,
remotorum, distant, 6.24.3, 6.29.2, 6.13.2. 8.87.1.
deesse, to be lacking, 2.61.2.

Lexicon Thucydideum

abire, to go away, 1.24.5. 1.26.5, 1.45.1. 1.89.3, 1.92.1, 1.95.7. 1.105.7. 1.108.2, 1.126.8. 1.134.1. 2.34.6. 2.52.4. 2.82.1, 2.101.5, 3.4.4. 3.18.1, 3.62.5. 3.95.2. 3.103.1. 3.111.2. 3.111.3, 3.113.5, 3.114.2, 3.114.24.23.1. 4.25.3, 4.39.2, 4.42.3, [alii leg. others read ἀπῆσαν] 4.61.8, 4.72.1, 4.73.4, 4.78.5. 4.78.6. 4.92.7, 4.97.4, 4.98.4. 4.98.8, 4.99.1. 4.99.1Ibid. in the same place 4.105.2. 4.118.6, 4.129.5, 5.4.2, 5.7.5, 5.8.4. 5.10.3. 5.10.35.13.1, 5.13.2. 5.18.5.5.27.2, 5.33.2. 5.36.1, 5.37.2. 5.37.3. 5.38.4. 5.46.4. 5.47.6. 5.54.2, 5.55.4. 5.55.45.56.6, 5.60.2. 5.61.1. 5.83.3. 6.11.4, 6.18.5, 6.21.3. 6.48.1, 6.50.4, 6.58.1, 6.61.6, 6.69.1, [vulgo commonly ἐπεληλ.] 6.74.1, 6.74.2, 6.79.3, 6.85.3. 6.86.5, 6.88.2. 6.94.3. 6.102.4, 6.105.2. 6.105.3, 7.13.2, 7.38.1, 7.48.3. 7.48.4. 7.6.1, 7.68.3, 7.73.4. 7.75.4. 7.75.7. 7.81.1. 8.15.2 [ubi olim where formerly ἐπελθ.]. 8.20.2. 8.23.6, 8.35.4 [ubi vulgo where commonly ἐπελθ.]. 8.56.4, 8.63.1, 8.64.3. 8.69.2. 8.87.3. 8.92.2,
transire (ad hostes), to go over (to the enemy), 7.82.1,
dimilti, to be dismissed, 5.3.4,
discedere (ex lite), to withdraw (from the dispute), 4.59.4.

Lexicon Thucydideum

abesse, to be absent, 1.105.4, 1.141.4, 3.13.5, 5.44.1. 6.13.1,
remotorum, distant, 6.24.3, 6.29.2, 6.13.2. 8.87.1.
deesse, to be lacking, 2.61.2.