ἐκλέγω

English (LSJ)

fut. Pass.
A ἐκλεγήσεσθαι IG12.76.16: pf. Pass. ἐξείλεγμαι Pl.Alc.1.121e, and in med. sense, D.20.131, but ἐκλέλεγμαι Diph. 44, Posidipp.27.9 (prob.):—pick or single out, Th.4.59, etc.; especially of soldiers, rowers, etc., X.HG1.6.19, Pl.R. 535a; ἐκ πάντων κεφάλαια Id.Lg.811a:—Pass., Id.Alc.l.c.; ἐκλελεγμένος select, recondite, Diog. Oen.23:—Med., pick out for oneself, choose, Hdt.1.199,3.38, D.l.c.; τὰ κάλλιστα Pl.Smp. 198d, al.; ἐξ ἁπάντων Isoc.9.58.
2 Lit. Crit., select, λέξεις καλάς D.H.Comp.3; cf. ἐκλογή.
3 Med., of God, elect, choose, LXX De.4.37, Ep.Eph.1.4, etc.
4 ἐκλέγειν τὰς πολιάς (sc. τρίχας) pull out one's grey hairs, Ar.Eq.908, Fr.410.
II levy taxes or levy tribute, χρήματα παρά τινος Th.8.44; τὰς ἐπικαρπίας And. 1.92, cf. IG12.76.8 (Pass., ib.16); ἔκ τινων D.49.49; take toll of, χαλκοῦς Thphr. Char.6.4: c. acc. pers., ἐ. τέλη τοὺς καταπλέοντας Aeschin.3.113: c.acc. et gen., τὴν δεκάτην τῶν πλοίων X.HG1.1.22.
III declare, Prisc.p.294D., Glossaria.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐγλ- IG 13.78.8, 16 (V a.C.), Phld.Po.1.167.23, Diog.Oen.29.2.12
• Morfología: [med. fut. inf. ἐγλεγε̄́σεσθαι IG 13.78.16 (V a.C.); pas. aor. ind. ἐξελέγην Manes 54.10; med. perf. part. ἐξειλεγμένος Pl.Alc.1.121e, D.20.131; conjugación supletiva sobre ἐξερῶ, ἐξεῖπον, ἐξείρηκα fut. no contr. ἐξερέω Il.8.286, 12.215, 1.204 (tm.), Od.9.365; aor. ind. 2a sg. ἐξεῖπας S.El.521; pas. fut. perf. ἐξειρήσεται S.Tr.1186]
I ref. al habla
1 decir de principio a fin, decir completamente, decirlo todo ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι dicho por Néstor frente al οὐ τέλος ἵκεο μύθων de Diomedes Il.9.61, frec. c. dat. de pers. ἀλλ' ἔκ τοι ἐρέω Il.1.204, 233, cf. Od.9.365, αὐτίκ' ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι Il.24.654, μή τις ... γέροντι ... ἐξείπῃ Od.15.443
decir c. ac. ἀληθείη πάρα μύθοις, οὓς ἐγὼ ἐξερέω hay verdad en las palabras que diré Emp.B 114.2, σοι ... τἀληθὲς ἐξερῶ S.OT 800, τὸ δ' ὀρθὸν ἐξείρηχ' ὅμως S.Tr.374, cf. 350, en v. pas. καὶ τόδ' ἐξειρήσεται; S.Tr.1186, ἅπαντα ταῦτ' ἂν ἐξείρητό σοι S.OT 984
c. ac. y εἰς c. ac. πολλὰς ἐ[σ] χρολογίας (l. αἰσ-) εἰς πρόσωπον μου ἐξειπών BGU 909.12 (IV d.C.)
c. orac. complet. σοὶ δ' ἐγὼ ἐξερέω ὡς ... Il.8.286, cf. 12.215, ἐξερεῖθ' ὅτι ... S.Ant.325
introd. estilo dir. ἐξεῖπ[ε·] τὴν δόσιν μέν ... Call.Fr.191.71
c. doble ac. de pers. y de cosa decir algo de τοσαῦτά τοι νὼ πᾶς τις ἐξερεῖ βροτῶν tales palabras dirá de nosotros cualquiera de los mortales S.El.984, cf. πολλὰ ... με ... ἐξεῖπας ὡς ... ἄρχω (ac. prolép.), S.El.521, sólo c. ac. de pers. ἐμαυτόν, ἢν λέγω κακῶς ἐκείνην, ἐξερῶ E.Or.560.
2 enumerar τί ἄν τις πᾶν τὸ ἐνὸν ἐκλέγων ... μακρηγοροίη; Th.4.59, ὄλοιο θνητῶν ἐκλέγων τὰς συμφοράς Trag.Adesp.388.
3 revelar, aclarar τὸ μηδὲν ἐξερῶ S.Ant.234, c. interr. indir. ἐκλέγει δὲ καὶ ἐφ' οἷς τὴν πρεσβείαν ἐποιούμεθα Prisc.11.2.131.
II no ref. al habla, frec. en v. med.
1 elegir, escoger ὅταν ἐκλέξωσι τὸ προκείμενον πλῆθος Plb.6.20.8, en v. pas. εἰσὶ δὲ ἐξειλεγμένοι Περσῶν οἱ ἄριστοι Pl.Alc.l.c., ἄριστον ... ἐκλελεγμένον Diph.43.1, ἀφροδεισίων ἐγλελεγμένων ἡδοναί placeres de relaciones amorosas escogidas, e.d., exquisitas Diog.Oen.l.c., τῶν ... ποιητῶν τὰς ... γνώμας Isoc.2.44, ἐκλεχθεὶς εἰς τὴν ἐπισημοτάτην βουλήν INap.4.3 (II/III d.C.), cf. Manes l.c.
más frec. en v. med. ἔστι γὰρ ἐκλέξασθαι (παῖδα) οἷον ἐθέλει Democr.B 277, τὸν τόπον Pl.Ti.24c, LXX Es.11.9, cf. D.l.c., τοὺς ἀρίστους (νόμους) Arist.EN 1181a17, ἃ ζῶσα ἐξελεξάμην εἱμάτια, ταῦτα ἀπέχω TAM 5.493.7 (III d.C.), en uso abs. οἱ ξεῖνοι ... ἐκλέγονται los extranjeros escogen en la prostitución sagrada babilónica, Hdt.1.199
c. ἐκ y gen. elegir de o entre ἐκ πάντων κεφάλαια Pl.Lg.811a, ἐξ ἁπασῶν τῶν νεῶν τοὺς ἀρίστους ἐρέτας X.HG 1.6.19, cf. Plb.6.24.6, en v. pas. ἦσαν ἐκ πάσης ἐκλελεγμένοι τῆς βασιλείας Plb.5.79.4
tb. en v. med. ἐκλέξασθαι ... νόμους τοὺς καλλίστους ἐκ τῶν πάντων νόμων Hdt.3.38, cf. Pl.Smp.198d, τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν ἐξ ἁπάντων Isoc.16.31
c. gen. partit. (γῆ ... ἡ ἡμετέρα) ἐξελέξατο δὲ τῶν ζῴων Pl.Mx.237d
c. doble ac. elegir como κάλλιστον οἶκον ἐξελέξατ' ἀνδρῶνα Babr.136.6.
en lit. jud.-crist. elegir por parte de Dios ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν LXX De.4.37, ἐξελέξατο ἡμᾶς Ep.Eph.1.4, en v. pas. οὗτός ἐστι ὁ υἱός μου ὁ ἐκλελεγμένος Eu.Luc.9.35
escoger, seleccionar λέξεις ... καλάς D.H.Comp.3.2, τὰ καλλίω ... ῥήματ' Phld.Po.1.167.23, ἐξείργετο ... εὑρεῖν τε καὶ ἐξειπεῖν λόγους D.H.Th.15.1, ἐκλεξάμενος ... τὰς συγγραφάς tras hacer una selección de sus escritos Heraclit.B 129.
2 admin. y econ. recaudar impuestos o tasas, c. ac. y gen. o giro prep. τὴν δεκάτην ... τῶν ... πλοίων X.HG 1.1.22, χρήματα ἐξέλεξαν ἐς δύο καὶ τριάκοντα τάλαντα παρὰ τῶν Ῥοδίων Th.8.44, τὰ δὲ χρήματα ... ἐκ τῶν συμμάχων D.49.49, δασμοὺς ἐκ τούτων X.Oec.4.9, τὰς ἐκ ταύτης ἐπικαρπίας τῶν ... γεωργούντων ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας And.Myst.92
sólo c. ac. πλείους φόρους Polyaen.3.10.5, en v. med. τὰ ἐξ αὐτοῦ περ[ι] γεινόμενα πάντα PLond.1164h.19 (III d.C.) en BL 1.285, 8.185
abs. hacer la recaudación ἐγλέγɛ̄ν δὲ [το̄̀ς δ]ɛ̄μάρχος y que hagan la recogida de las primicias los demarcos, IG 13.78.8 (V a.C.), cf. en v. pas. IG 13.78.16 (V a.C.)
c. dos ac. imponer un tributo τέλη τοὺς καταπλέοντας ἐξέλεγον Aeschin.3.113.
3 arrancar, quitar τὰς πολιάς Ar.Eq.908, cf. Fr.416, τούς γε λίθους ἐκλέγειν ... ἐκ γῆς ψιλῆς Thphr.CP 3.6.5.

German (Pape)

[Seite 766] 1) auslesen, auswählen; Thuc. 4, 59; ἄνδρας, πρεσβύτας, Plat. Rep. V, 458 c VII, 536 c; ἐξ ἁπασῶν τῶν νεῶν τοὺς ἀρίστους ἐρέτας ἐκλέξας Xen. Hell. 1, 6, 19; ἐκλελέχθαι ibd. 16; ἐκλεκτέος, auszulesen, Plat. Rep. V, 456 b. – Med., für sich auslesen; Her. 7, 6 Thuc. 6, 58 u. A. – 2) Zölle u. andere Abgaben erheben, eintreiben, B. A. 246 ἀπαιτῶ; χρήματα παρά τινος Thuc. 8, 44; ἐκ τῶν συμμάχων Dem. 49, 49; Andoc. 1, 92; τέλος Aesch. 1, 119, wie im Gesetz bei Dem. 24, 40; auch mit doppeltem accus., τέλη τοὺς καταπλέοντας Aesch. 3, 113. – Auch med., τὴν δεκάτην ἐξελέγοντο τῶν πλοίων Xen. Hell. 1, 1, 22. – 3) herauslesen, wegnehmen, Ar. Equ. 908; ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιάς fr. 360.

French (Bailly abrégé)

1 choisir : ἐξ ἁπασῶν τῶν νεῶν τοὺς ἀρίστους ἐρέτας ἐκλέγειν XÉN choisir dans toute la flotte les meilleurs rameurs ; abs. choisir entre tous, acc.;
2 enlever, arracher ; prélever : παρά τινος, ἔκ τινος de l'argent sur qqn ; rar. avec deux acc. ἐκλέγειν τέλη τινά ESCHN prélever des contributions sur qqn;
Moy. ἐκλέγομαι;
1 choisir pour soi;
2 prélever : τὴν δεκάτην τῶν πλοίων XÉN la dîme sur les vaisseaux;
NT: élire.
Étymologie: ἐκ, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

ἐκλέγω: (pf. pass. ἐξείλεγμαι - NT ἐκλέλεγμαι)
1 тж. med. выбирать, избирать, отбирать (ἐξ ἁπασῶν τοὺς ἀρίστους Xen.; πρεσβύτας Plat.; προτάσεις ἐξειλεγμέναι Arst.): ἐκλελέχθαι εἴς τι Xen. быть избранным для чего-л.;
2 редко med. собирать, взыскивать, взимать (χρήματα παρά τινος Thuc.; δασμοὺς ἔκ τινος Xen.; τέλη τινά Aeschin.; med. τὴν δεκάτην τινός Xen.);
3 выбирать, вырывать, удалять (ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιάς, sc. τρίχας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλέγω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. ἐξείλεγμαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Ε, καὶ ἐν μέσῃ σημασ., Δημ. 496 ἐν τέλει, ἀλλ’ ἐκλέλεγμαι Δίφιλ. Ζωγρ. 1, πρβλ. Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 9· ἐκλέγω, Θουκ. 4. 59, κτλ· μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐρετῶν κλ., Ξεν. Ἐλλ. 1. 6, 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 535Α· ἐκ πάντων ὁ αὐτ. Νόμ. 811Α. - Παθ., ὁ αὐτ. Ἀλκ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 1. 199., 3. 38, κ. ἀλλ., Πλάτ. Συμπ. 198D, κ. ἀλλ. 2) ἐν τῷ ἐνεργ., ἐγὼ δὲ τὰς πολιὰς γέ σοὐκλέγων νέον ποιήσω, ἐκλέγων καὶ ἀποσπῶν τὰς λευκάς σου τρίχας θά σε κάμω νέον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 908, καὶ ἐν τῷ μέσω τύπῳ, ἐκλέγεται ἐκ τοῦ γενείου τὰς πολιὰς τοῦ Διὸς Ἀποσπ. 360. ΙΙ. φορολογῶ, εἰσπράττω, χρήματα παρὰ τινος Θουκ. 8. 44· τὰς ἐπικαρπίας Ἀνδοκ. 12. 29· ἔκ τινων Δημ. 1199. 5· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἐκλ. τέλη τοὺς καταπλέοντας Αἰσχίν. 69. 29· - μετ’ αἰτ. καὶ γεν., Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 22.

English (Thayer)

perfect passive participle ἐκλελεγμένος, once in L marginal reading T Tr WH; middle, imperfect ἐξελεγομην (ἐξελεξάμην; in Greek writings from Herodotus down; the Sept. for בָּחַר; to pick out, choose; in the N.T. (except ἐκλέγομαι, to pick or choose out for oneself: τί, τινα, one from among many (of Jesus choosing his disciples), ἀπό τινων, from a number of persons (ἐκ τοῦ κόσμου, ἐκ τινων, ἐν ἡμῖν (others ὑμῖν) ἐξελέξατο ὁ Θεός, followed by the accusative and infinitive denoting the end, God made choice among us i. e. in our ranks, בְּ בָּחַר (Sept. of these passages), wrongly regarded ἐν ἡμῖν as the object on which the mind of the chooser was as it were fixed; (Winer's Grammar, § 32,3a.; Buttmann, 159 (138)). Especially is God said ἐκλέξασθαι those whom he has judged fit to receive his favors and separated from the rest of mankind to be peculiarly his own and to be attended continually by his gracious oversight: thus of the Israelites, Winer's Grammar, § 32,4b.), τινα ἐν Χριστῷ, so that the ground of the choice lies in Christ and his merits, followed by the accusative with an infinitive denoting the end, L marginal reading T Tr WH Jesus is called ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ ἐκλελεγμένος (R G L text ἀγαπητός), as being dear to God beyond all others and exalted by him to the preeminent dignity of Messiah; but see ἐκλεκτός, 1b.

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐκλέγω)
Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω
2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία
3. μαζεύω, συλλέγω
4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω
αρχ.-μσν.
(για φόρους) εισπράττω
αρχ.
1. αποσπώ, αφαιρώ
2. δηλώνω, κοινοποιώ
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐκλελεγμένος
εκλεκτός, διαλεχτός.
(II)
ἐκλέγω (Μ)
1. λέω
2. περιγράφω με λεπτομέρεια
3. δείχνω τον δρόμο.

Greek Monotonic

ἐκλέγω: μέλ. -ξω, Παθ. παρακ. ἐξείλεγμαι και ἐκλέλεγμαι·
I. 1. επιλέγω, ξεχωρίζω, διαλέγω, ξεδιαλέγω, απομονώνω, σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., εκλέγω για τον εαυτό μου, διαλέγω, επιλέγω, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
2. Μέσ., επίσης, ἐκλέγεσθαι τὰς πολιὰς τρίχας, βγάζω, τραβώ, αφαιρώ τις γκρίζες τρίχες κάποιου, σε Αριστοφ.
II. φορολογώ, εισπράττω, συλλέγω φόρους, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., ἐκλ. τέλη τινάς, επιβάλλω τέλη σε κάποιους, σε Αισχίν.· ομοίως και με γεν. προσ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω perf. pass. ἐξείλεγμαι perf. pass. ἐκλέλεγμαι
I. to pick or single out, Thuc., Xen.:—Mid. to pick out for oneself, choose out, Hdt., Plat., etc.
2. Mid. also, ἐκλέγεσθαι τὰς πολιὰς τρίχας to pull out one's gray hairs, Ar.
II. to levy taxes or tribute, Thuc.; c. acc. pers., ἐκλ. τέλη τινάς to levy tolls on them, Aeschin.; so c. gen. pers., Xen.

Lexicon Thucydideum

eligere, to choose out, 4.59.2,
MED. 4.74.3, 6.58.2,
exigere, colligere, to drive out, gather together (vectigalia revenues), 8.44.4.