ὁμολογία
English (LSJ)
Ion. ὁμολογίη, ἡ,
A agreement, Pl.Smp.187b,al.; αἱ τῶν ὀνομάτων ὁμολογίαι = verbal consistency, Id.Tht.164c.
2 assent, admission, concession, τῶν ἐπικαλουμένων Isoc.11.44, cf. Pl.Grg.461b, al.; κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμολογίαν = by my admission, Id.Prt.350e; ἡ ὑπέρ τινος ὁ. Id.Tht.169e; ἐξ ὁμολογίας διαλέγεσθαι = argue from premises agreed upon or granted, Arist.Top. 110a33.
3 agreement, compact, συνθήκη καὶ ὁμολογία Pl.Cra.384d; ἐμμένειν τῇ ὁ. Id.Tht.145c, Lg.840e : pl., ὁμολογίας παραβαίνειν, διαλύειν, Id.Tht.183d, Isoc.4.175; τὰς ὁμολογίας διαφυλάττειν Id.9.44; κατὰ τὰς ὁ. Pl.R.443a; παρὰ τὰς ὁ. Id.Cri.52d.
b especially in war, terms of peace, truce, or surrender, Hdt.8.52; ὁμολογίῃ ἐχρήσαντο, of the conquered, Id.1.150, cf. 4.201; ἐς ὁμολογίην προσεχώρησαν Id.7.156; τὴν ὁ. δέξασθαι Th.6.10; ἐς ὁμολογίην προκαλέεσθαι, of the conquerors, Hdt.3.13; ἡ ὁ. ἡ πρός τινα γενομένη Id.1.61, cf. And.1.120; ὁμολογίᾳ τὴν ἀκρόπολιν παραδοῦναι Th.3.90, cf. 1.107.
c in Law, contract, agreement, συγγραφὴ καὶ ὁ. PEleph.2.2 (iii B. C.); ὁ. τινὸς πρός τινα PFay.91.1 (i A. D.), etc.
4 vow, LXX Je.51(44).25 (pl.).
5 in Stoic Philos., conformity with nature, summum . . bonum, cum positum sit in eo quod ὁμολογίαν Stoici, nos appellemus convenientiam, Cic.Fin.3.6.21; ψυχὴ πεποιημένη πρὸς ὁμολογίαν παντὸς τοῦ βίου Stoic. 3.11.
German (Pape)
[Seite 338] ἡ, die Übereinstimmung, συμφωνία δὲ ὁμολογία τις, Plat. Conv. 187 b; Übereinkunft, bes. im Disputiren, wenn der Eine dem Andern Etwas als richtig zugiebt, das Zugeständniß, Gorg. 461 c Charm. 175 c; ἡ πρὸς Σωκράτη ὁμολογία, Phil. 12 a; neben ξυνθήκη, Crat. 384 d; παρὰ τὰς συνθήκας τε καὶ ὁμολογίας, Crit. 52 d, vgl. 54 c; – im Kriege, Ergebung an den Feind auf gewisse Bedingungen, Capitulation, ἐς ὁμολογίην προσεχώρησαν, Her. 7, 156, λόγους προσφέρειν περὶ ὁμολογίης, 8, 52, öfter; βουλόμενοι ὁμολογίᾳ τινὶ ἐπιεικεῖ αποπέμψασθαι τὰς ναῦς, unter billiger Bedingung, Thuc. 3, 4; καὶ χρόνῳ ξυνέβησαν καθ' ὁμολογίαν, 1, 98; ὁμολογίαν ποιεῖσθαι, 4, 65; Sp., ὁμολογία τίς ἐστι πᾶσι πρὸς ἅπαντας, Luc. Paras. 30.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
convention, accord;
NT: confession, profession (de foi).
Étymologie: ὁμολογέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμολογία: ион. ὁμολογίη ἡ
1 соглашение, договоренность, условие: αἱ τῶν ὀνομάτων ὁμολογίαι Plat. договоренность относительно (значений) слов; παρὰ τὰς ὁμολογίας Plat. вопреки договорным условиям;
2 договор о капитуляции, капитуляция (ὁμολογίᾳ τὴν ἀκρόπολιν παραδοῦναι Thuc.);
3 согласие, допущение, признание (ὑπέρ τινος Plat.): κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμολογίαν Plat. по моему (собственному) признанию;
4 (у стоиков) соответствие с природой, (идеальная) гармоничность (παντὸς τοῦ βίου Diog. L.);
5 исповедование (τινός и εἴς τι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολογία: Ἰων. -ίη, ἡ, συμφωνία, ὁμοφωνία, Πλάτ. Συμπ. 187Β, κ. ἀλλ.· αἱ τῶν ὀνομάτων ὁμ., συμφωνίαι τῶν λέξεων, Θεαίτ. 164C· ― παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ἡ πρὸς τὴν φύσιν συμμόρφωσις, τὸ τοῦ Κικέρωνος, convenientia, de Fin. 3. 6, 21· πρὸς ὁμολογίαν παντὸς τοῦ βίου Διογ. Λ. 7. 89. 2) συναίνεσις, παραδοχή, συμφωνία, τῶν ἐπικαλουμένων Ἰσοκρ. 230Α, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ.· κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Ε· ἡ ὑπέρ τινος ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 169Ε· ἐξ ὁμ. διαλέγεσθαι, συζητεῖν ἐπὶ δεδομένων προτάσεων ἢ συμπεφωνημένων, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 2. 3) συμφωνία γενομένη, ξυνθήκη καὶ ὁμ. Πλάτ. Κρατ. 384D· τῇ ὁμολογίᾳ ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Θεαίτ. 145C, Νόμ. 840Ε· τὴν ὁμ. παραβαίνειν, διαλύειν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 183D, Ἰσοκρ. 77C· ― ἐν τῷ πληθ., τὰς ὁμ. διαφυλάττειν ὁ αὐτ. 197Ε· κατὰ τὰς ὁμ. Πλάτ., Πολ. 443Α· παρὰ τὰς ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52D β) ίδίως ἐν πολέμῳ, ὅροι παραδόσεως, Ἡρόδ. 7. 156., 8. 52, Θουκ. 1. 107, κλ.· ὁμολογίῃ χρέεσθαι, ὁμολογίην ποιέεσθαι, ἐς ὁμολογίην προσχωρέειν, ἐπὶ τῶν ἡττημένων, Ἡρόδ. 1. 150., 4. 201., 7. 156· οὕτω τὴν ὁμ. δέχεσθαι Θουκ. 6. 10· ἐς ὁμολογίην προκαλέεσθαι, ἐπὶ τῶν νικητῶν, Ἡρόδ. 3. 13· ἡ ὁμ. ἡ πρός τινα γενομένη ὁ αὐτ. 1. 61, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 2· ὁμολογίᾳ τὴν ἀκρόπολιν παραδοῦναι Θουκ. 3. 90. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλησιαστ., ὁμολογία ἀναφερομένη εἰς τοὺς ὁμολογητὰς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, Ἰουστίνου Ἀπολογ. 1, 4, πρὸς Τρύφωνα 47, Διον. Ἀλεξ. 1925Α. 2) ἐξομολόγησις ἁμαρτιῶν, Σωκράτ. 616Β. 3) = εὐχαριστία, (Ἑβραϊσμὸς) καὶ νῦν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ κυρίῳ Θεῷ Ἑβδ. (Ἔσδρ. (Α) Θ΄, 8). 4) = εὐχή, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΝΑ΄, 25).
English (Strong)
from the same as ὁμολογέω; acknowledgment: con- (pro-)fession, professed.
English (Thayer)
ὁμολογίας, ἡ (ὁμολογέω, which see (cf. Winer's Grammar, 35 (34))), in the N.T. profession (R. V. uniformly confession);
a. subjectively: ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν, i. e. whom we profess (to be ours), objectively, profession (confession) i. e. what one professes (confesses): ὁμολογέω, 3); 13 (see μαρτυρέω, a. p. 391 a); τῆς ἐλπίδος, the substance of our profession, which we embrace with hope, εἰς τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, relative to the gospel, translate, for the obedience ye render to what ye profess concerning the gospel; cf. ἡ εἰς τόν τοῦ Θεοῦ Χριστόν ὁμολογία, Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 47 — a construction occasioned perhaps by ἡ εἰς τόν Χριστόν πίστις, Winer's Grammar, 381 (357))). (Herodotus, Plato, others.))
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμολογία, Α ιων. τ. ὁμολογίη και βοιωτ. τ. ὁμολογά) ομόλογος
1. προφορική ή γραπτή αποδοχή λόγων ή πράξεων («ἔπειτα ἐκ ταύτης ἴσως τῆς ὁμολο γίας ἐναντίον τι συνέβη ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ.)
2. επίσημη διακήρυξη τών δογμάτων μιας εκκλησίας ή μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας («ομολογία πίστεως» — η δημόσια, προφορική ή γραπτή διακήρυξη με παρρησία της χριστιανικής πίστης)
νεοελλ.
1. (νομ.) αποκάλυψη ή παραδοχή γεγονότος βλαπτικού για εκείνον που ομολογεί, εν όψει ή εξ αφορμής ή κατά τη διάρκεια μιας δίκης
2. βιολ. η ομοιότητα δομής, λειτουργίας ή ανάπτυξης οργάνων σε διαφορετικά είδη οργανισμών, ομοιότητα η οποία βασίζεται στην προέλευσή τους από κοινούς φυλογενετικούς προγόνους, όπως είναι λ.χ. τα πρόσθια άκρα του ανθρώπου, της νυχτερίδας και του ελαφιού
3. (εμπορ. δίκ.) ανώνυμος τίτλος δανείου εκδιδόμενος από αυτόν που το συνάπτει και παραδιδόμενος στον δανειστή ως απόδειξη της υποχρέωσης του πρώτου και του δικαιώματος του δευτέρου, αλλ. ομόλογο
4. χημ. ιδιότητα τών χημικών ενώσεων που περιέχουν στο μόριό τους τις ίδιες ακριβώς χαρακτηριστικές ομάδες
5. (γεωμ.) (για σχήματα) αντιστοιχία
6. φρ. α) «κατά γενική ομολογία» ή «κατά κοινή ομολογία» — όπως παραδέχονται όλοι, αναμφισβήτητα
μσν.-αρχ.
1. υπόσχεση, τάξιμο, αφιέρωμα προς τον Θεό («τὰς ὁμολογίας ἡμῶν ἃς ὡμολογήκαμεν, θυμιᾱν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ», ΠΔ)
2. εκκλ. έκθεση ή παραδοχή αμαρτιών, εξομολόγηση
3. ανάληψη υποχρέωσης, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία, ομοφωνία («συμφωνία δέ, ὁμολογία τις
ὁμολογίαν δὲ ἐκ διαφερομένων, ἕως ἂν διαφέρωνται ἀδύνατον εἶναι», Πλάτ.)
2. (στους Στωικούς) συμφωνία με τη φύση, προσαρμογή ή συμμόρφωση στη φύση, στους νόμους της φύσης
3. εκκλ. ευχαριστία ή ευχή προς τον Θεό («καὶ νῦν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ κυρίῳ Θεῷ», ΠΔ)
4. συνομολόγηση, σύμβαση («τὰς ὁμολογίας διαφυλάττειν», Ισοκρ.)
5. συνθήκες παράδοσης που συνάπτονταν κατά τη διάρκεια πολέμου («ὁμολογίᾳ τὴν ἁκρόπολιν παραδοῦν
αι», Θούκ.)
6. φρ. α) «καθ' ὁμολογίαν» — όπως παραδέχεται κάποιος
β) «ὁμολογία ὀνομάτων» — συμφωνία τών λέξεων
γ) «ἐξ ὁμολογίας διαλέγεσθαι» — η συζήτηση που διεξάγεται βάσει δεδομένων ή συμφωνημένων προτάσεων
δ) «ὁμολογίῃ χρῆσθαι» και «εἰς ὁμολογίαν προσχωρεῖν»
(για ηττημένους) το να έρχεται κανείς σε διαπραγματεύσεις παραδόσεως
ε) «ὁμολογίαν δέχεσθαι»
(για ηττημένους) αποδοχή προτάσεων παραδόσεως
στ) «εις ομολογίαν προκαλείσθαι»
(για νικητές) το να γίνονται προς τους ηττημένους προτάσεις παραδόσεως με όρους.
Greek Monotonic
ὁμολογία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. συμφωνία, ομοφωνία, σε Πλάτ.
2. συναίνεση, συγκατάνευση, παραδοχή, συμφωνία, στον ίδ.· κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμ., με τη συναίνεσή μου, στον ίδ.
3. τετελεσμένη συμφωνία, σύμφωνο, στον ίδ.· συχνά στον πληθ., στον ίδ.· ιδίως σε συνθήκες πολέμου, όροι παράδοσης, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
ὁμολογία, ἡ, [from ὁμολογέω
1. agreement, Plat.
2. an assent, admission, concession, Plat.: κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμ. by my admission, Plat.
3. an agreement made, compact, Plat.; often in plural, Plat.; especially in war, terms of surrender, Hdt., Thuc.
Chinese
原文音譯:Ðmolog⋯a 何摩-羅居阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:有如-安置(說 著) 相當於: (נְדָבָה)
字義溯源:承認,見證,聲稱,信認,認為;源自(ὁμολογέω)=同意);由(ὁμοῦ)=相同)與(λόγος)=話)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(6);林後(1);提前(2);來(3)
譯字彙編:
1) 承認(2) 林後9:13; 來4:14;
2) 所承認(1) 來10:23;
3) 所信認(1) 來3:1;
4) 見證的(1) 提前6:13;
5) 見證(1) 提前6:12
English (Woodhouse)
admission, agreement, arrangement, assent, bargain, confession, convention, covenant, terms of surrender, terms
Lexicon Thucydideum
pactio, agreement, compact, 1.98.3, 2.33.2, 3.4.2, 3.66.3, 4.54.8, 4.106.2, 5.5.1, 5.5.2, 5.21.3, 5.76.2, 6.10.3, 7.82.2, 8.56.1,
pacisci, to make a bargain, agree, 3.28.1, 4.65.2. 4.132.1.
per compositionem, by agreement, 1.29.5. 1.107.2, 1.114.3. 1.117.3, 2.100.3. 3.90.3. 5.17.2, 6.94.3.
Translations
Albanian: marrëveshje, kontratë; Arabic: اِتِّفَاق, اِتِّفَاقِيَّة, عَقْد, مُقَاوَلَة, مُعَاهَدَة; Moroccan Arabic: عقد; Armenian: համաձայնագիր, պայմանագիր; Azerbaijani: müqavilə, bağlaşma; Belarusian: дагавор, умова; Bengali: সামঞ্জস্য; Bulgarian: договор; Burmese: စာချုပ်, ကတိ; Catalan: contracte, conveni, acord; Chinese Mandarin: 合同, 合約, 合约; Czech: dohoda, smlouva; Danish: aftale; Dutch: contract; Esperanto: interkonsento; Estonian: leping, kokkulepe; Finnish: sopimus; French: contrat, accord, pacte; Galician: avinza, contrato, acordo; Georgian: შეთანხმება; German: Vertrag; Greek: συμφωνία, συμφωνητικό, συνθήκη; Ancient Greek: συνθήκη; Hebrew: הֶסְכֵּם; Hindi: अनुबंध, समझौता, सन्धि; Hungarian: megállapodás, megegyezés; Italian: contratto; Japanese: 合意; Kazakh: шарт, келiсiм; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, សន្យា, កតិកា; Korean: 조약(條約), 협정(協定), 합의(合意); Kurdish Northern Kurdish: lihevhatin, peyman; Kyrgyz: макулдашуу, келишим, договор; Lao: ຂໍ້ຕົກລົງ, ກະຕິກາ; Latvian: vienošana, līgums; Lithuanian: sutartis, sutartis; Macedonian: договор, спогодба; Malay: perjanjian, persetiaan; Malayalam: കരാർ; Maori: kupu whakaae; Mongolian Cyrillic: гэрээ; Mongolian: ᠭᠡᠷᠡ; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norwegian Bokmål: avtale; Occitan: acòrdi; Pashto: شرطنامه, پيمان; Persian: پیمان, توافق, مقاوله; Polish: umowa, kontrakt; Portuguese: contrato; Romanian: contract; Russian: соглашение, договор, договор, договорённость; Scottish Gaelic: còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм, до̏гово̄р, у̏гово̄р; Roman: spȍrazūm, dȍgovōr, ȕgovōr; Slovak: dohoda, zmluva; Slovene: pogodba, dogovor; Spanish: acuerdo, convenio, contrato; Swahili: maagano; Swedish: avtal; Tajik: созишнома, тавофуқ, шартнома, аҳднома, паймон; Thai: ความตกลง, ข้อตกลง, กติกา; Turkish: sözleşme, mukavele; Turkmen: şertnama; Ukrainian: угода, договір умова; Urdu: اقرارنامه; Uyghur: شەرتنامە; Uzbek: shartnoma, ahdnoma, ahd; Vietnamese: hiệp định, hợp đồng; Walloon: acoird; Welsh: cytundeb, cyfamod