γαῖα

From LSJ
Revision as of 00:05, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαῖα Medium diacritics: γαῖα Low diacritics: γαία Capitals: ΓΑΙΑ
Transliteration A: gaîa Transliteration B: gaia Transliteration C: gaia Beta Code: gai=a

English (LSJ)

ἡ, gen.

   A γαίης Hom. (and Antiph., v. infr.), Trag. γαίας, dat. γαίᾳ A.Pers.618, S.Aj.659, E.Med.736, etc., acc. γαῖαν: nom. γαίη only in late Poets, IG14.1935, etc.; Dor. γαίᾱ ib.803 (Naples): pl. γαῖαι Od. (v. infr.), LXX 4 Ki.18.35, al.:—poet. for γῆ, land, country, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν to one's dear fatherland, Il.2.140, al.; γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε Od.8.555: pl., οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων 12.404, D.P.882.    2 earth, χυτὴ γ. earth thrown up to form a cairn, Il.23.256; ὦ γ. κεραμί, of potters' earth, Eub.43, cf. Sannyr.4; κύτος πλαστὸν ἐκ γαίης Antiph.52.3; the forms γαιῶν, γαίαις, γαίας in codd. of LXX are written for γεῶν, etc.    3 earth, as an element, ὑμεῖς . . ὕδωρ καὶ γ. γένοισθε Il.7.99; ἐμοῦ θανόντος γ. μειχθήτω πυρί Trag.Adesp.513; γαίης καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα Xenoph.33, cf. Emp.17.18, 109.1, etc.    II the earth, Theoc.18.20: elsewh. Γαῖα, as pr. n., Earth, Hes. Th.45, A.Eu.2, etc. (The usu. form in Hom.; used in Trag. metri gr. and by Com. in paratrag., v. supr.)

German (Pape)

[Seite 470] ἡ, ion. u. poet. = γῆ, welches zu vgl., Erde, Erdboden, entstanden aus γαία, eigentlich = »die Erzeugerinn«, insofern die Erde Pflanzen u. s. w. hervorbringt, γαώ, γέγαα, γίγνομαι; vgl. φυσίζοος αἶα Iliad. 3, 243, γῆ φυσίζοος 21, 63, ζείδωρον ἄρουραν Odyss. 3, 3; Hom., Pind., Tragg. u. sp. D., die auch γαίη sagten, z. B. Ep. ad. 727 (App. 153). S. N. pr. Sowohl im Ggstz von πόντος, die Erde, das Land, Od. 5, 46. 9, 69, als ein bestimmtes Land, γαίης Φαιήκων Odyss. 5, 280; Ἀχαιίδα γαῖαν Odyss. 21, 107; Λήμνου γαῖαν Odyss. 8, 301; bes. oft πατρὶς γαῖα, die vaterländische Erde, das Vaterland. Auch im plur., γαιάων Odyss. 8, 284. 12, 404. 14, 302; vgl. Dion. P. 882;

Greek (Liddell-Scott)

γαῖα: ἡ γεν. γαίης, Ὅμ. (καὶ Ἀντιφ. ἔνθα κατωτ.), αἰτιατ. γαίας, δοτ. γαίᾳ, Αἰσχύλ Πέρσ. 618, Σοφ. Αἴ. 659, Εὐρ. Μηδ. 736, κτλ. αἰτ. γαῖαν· ὀνομαστική τις γαίη μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 153, 172· Δωρ. γαίᾱ, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 563· -πληθ. γαῖαι Ὀδ. Ἑβδ. Ποιητ. ἀντὶ τοῦ γῆ, χώρα, τόπος, πατρὶς παρ’ Ὁμ., συχν., φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, εἰς τὴν ἀγαπητὴν πατρίδα, γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε Ὀδ. Θ.555· καὶ οὕτω κατὰ πληθ. οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων Μ.404. 2) χῶμα, χυτὴ γαῖα, ἐπισωρευθεῖσα πρὸς σχηματισμὸν λοφίσκου, Ἰλ. Ψ. 256· ἴδε κατωτ. Παρ’ Ὁμ. γαῖα εἶναι ὁ συνηθέστατος τύπος· γίνεται δὲ χρῆσις αὐτοῦ ὡσαύτως παρὰ τραγ. ὅπως καὶ τοῦ αἷα ὁπόταν τὸ μέτρον ἀπαιτήσῃ· ἐνίοτε καὶ παρὰ κωμ., ὦ γαῖα κεραμί, ἐπὶ τοῦ πηλοῦ ἢ χώματος κεραμέως, Εὔβουλ. Καμπ. 2, πρβλ. Σαννυρ. Γελ. 4· κύτος πλαστὸν ἐκ γαίης Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1.2. ΙΙ. Γαῖα, ὡς κύρ. ὄνομα, Gaia, Tellus, ἡ γῆ, σύζυγος τοῦ Οὐρανοῦ, μήτηρ τῶν Τιτάνων, Κυκλώπων καὶ ἄλλων τεράτων, Ἡσ. Θ. 45. –Πρβλ. αἷα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
poét. c. γῆ.

English (Autenrieth)

earth, land; distinguished from the heavens, (κίονες) αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν, Od. 1.54; geographically, Ἀχαιίδα γαῖαν, esp. native land, πατρίδα γαῖαν, pl., οὐδέ τις ἄλλη | φαίνετο γαιάων ἀλλ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα, Od. 14.302; as substance, χυτὴ γαῖα, for a grave, Il. 6.464 ; κωφὴ γαῖα, ‘silent dust,’ Il. 24.54; prov., ὗμεῖς πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε, Il. 7.99. The form γῆ is of less common occurrence, Od. 13.233, Od. 23.233, Il. 21.63.—Personified, Γαῖα, Il. 15.36; Γῆ, Il. 3.104, Il. 19.259.

Greek Monolingual

η (AM γαῑα, Α και ιων. τ. γαίη και δωρ. τ. γαία)
1. χώμα
2. φρ. α) «γαῑαν ἔχοις ἐλαφράν» — ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει (ευχή, για νεκρό πριν από την ταφή του)
6) «γαῑα πυρί μειχθήτω» — ας γίνει ό,τι θέλει, αδιαφορώ τελείως, ενδιαφέρομαι μόνο για τον εαυτό μου
νεοελλ.
πληθ.
1. εκτάσεις καλλιεργημένες ή καλλιεργήσιμες
2. ονομασία ορισμένων μεταλλικών οξειδίων
(αρχ. -μσν.) η ξηρά, η στεριά
αρχ.
1. η Γη, η γήινη σφαίρα
2. η θεά που γέννησε θεούς και ανθρώπους («παμμήτωρ Γαῑα»)
3. χώρα, τόπος
4. φρ. α) «φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν» — στην αγαπημένη του πατρίδα
β) «χυτὴ γαῑα» — το χώμα που σώρευαν πάνω από την τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αἷα. Η λ. γαῖα είναι ποιητ. τ. του γῆ (περισσότερες από 300 φορές χρησιμοποιείται στον Όμηρο έναντι 10 της λ. γῆ). Ως α' συνθετικό απαντά με τις μορφές γαιη- (μόνο αρχαία σύνθετα) και κυρίως γαιο- και ως β' συνθετικό με τη μορφή -γαιος, παράλληλα προς τα -γεως, -γειος, -γεος.
ΠΑΡ. αρχ. γαίηθεν, γαιήϊος, γαιώδης
(αρχ. -μσν.) γαιώ, νεοελλ. γαιούχος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γαιηγενής, γαιήοχος, γαιηφάγος (και γαιοφάγος), γαιομέτρης, γαιονόμος, γαιοτρεφής
μσν.
γαιομαχώ
νεοελλ.
γαιαέριο, γαιάνθρακας, γαιογνώρισμα, γαιογνώστης, γαιοδεσπότης, γαιοκτήμονας, γαιομισθωτής, γαιόραμα, γαιόσακκος, γαιότοιχος, γαιοφόρος, γαιόχωση. (Β' συνθετικό) αρχ. ανάγαιος, ανώγαιος, βαθύγαιος, έγγαιος, ε(ν)νοσίγαιος, επίγαιος, ηδύγαιος, ισόγαιος, κατάγαιος, κατώγαιος, κινησίγαιος, λυπρόγαιος, μελάγγαιος, μεσόγαιος, πρόσγαιος, υπόγαιος, φιλόγαιος
νεοελλ.
απόγαιο].

Greek Monotonic

γαῖα: ἡ γεν. γαίης, Αττ. γαίας, δοτ. γαίᾳ, αιτ. γαῖαν· ποιητ. αντί γῆ,
I. 1. χώρα, τόπος, σε Όμηρ., Τραγ.· φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, σε κάποιου τα προσφιλή πάτρια εδάφη, στην αγαπητή πατρίδα του, σε Όμηρ.
2. χώμα, έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ. II.Γαῖα, ως κύριο όνομα, Gaia, Tellus, Γη, σύζυγος του Ουρανού, μητέρα των Τιτάνων, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

γαῖα: и γαίη ἡ (gen. pl. γαιάων и γαιέων) эп.-ион. поэт. = γῆ.

Frisk Etymological English

neen
Grammatical information: f.
Meaning: earth (Il.).
Compounds: Dor. γαιάοχος, Lac. γαιάϜοχος, ep. γαιήοχος epithet of Poseidon, s. v. ἐννοσίγαιος (Il.; s.v.). ἀνώγαιον upper floor of a house, granary; also ἀνόκαιον ὑπέρῳον, γράφεται καὶ ἀνώγεων H.; perhaps the form with -ο- is the original form, the other being due to folketymology
Derivatives: Rare: γαιήϊος from the earth (Od.; with -ήϊος, Chantr. Form. 52); γαιών heap of earth (Tab. Heracl. 1, 136) beside γαεών (IG 14, 322 II 83, Halaesa); γαιόω change into earth (Tz.).
Etymology: Unknown; see on γῆ.