ὀδύνη

From LSJ
Revision as of 06:41, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνη Medium diacritics: ὀδύνη Low diacritics: οδύνη Capitals: ΟΔΥΝΗ
Transliteration A: odýnē Transliteration B: odynē Transliteration C: odyni Beta Code: o)du/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A pain of body, ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Od.9.440, cf.415, 17.567 ; ἀλεγεινή Il.11.398 ; ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο ib.268 ; ὀδύνῃσι πεπαρμένος 5.399 ; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν Pi.P.4.221 ; cf. ἕρμα 1.4 ; στρόφος μ' ἔχει τὴν γαστέρ' . . κὠδύνη Ar.Th.484, cf. Pl.1131 : also in Prose, X.HG5.4.58(pl.), Thphr.HP9.11.3, etc.    2 pain of mind, grief, distress, once in Il., ὀ. Ἡρακλῆος grief for him, 15.25 : more freq. in Od., always in pl., ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν 1.242 ; ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2.79,al. : after Hom. the pl. was most common in both senses, ὀ. δυσαπάλλακτοι, ἄλληκτοι, S.Tr.959, 986(both lyr.); ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ar.Ach.526 ; opp. φιλότητες, Antipho Soph.49 ; σφαδᾳσμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Pl.R.579e, cf. 574a, al.: but the sg.also occurs, ἐξ ὀλίγης ὀ. μέγα γίνεται ἄλγος Sol.12.59 ; γλώσσας ὀ. pain caused by the tongue, S.Ph.1142, cf. 827 (both lyr.), Tr.975 (anap.) ; ὀ. σε εἴληφε X.Smp.1.15 ; ὀ. μ' ἔχει Lyr.Alex.Adesp.1.3 ; μετ' ὀδύνης Men.706 ; τοῖς νενικημένοις ὀδύνη,=Lat. vae victis! Plu.Cam.28. (Perh. from ἐδ- ὀδ- 'eat', cf. θυμὸν ἔδων Od.10.379 : the Aeolians called τὰς ὀδύνας ἐδύνας acc. to Greg.Cor.p.597 S.)

German (Pape)

[Seite 294] ἡ (δύη), Schmerz; körperlich, ὀδύνη δὲ διὰ χροὸς ἦλθ' ἀλεγεινή Il. 11, 398, ὀξεῖαι δ' ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο 11, 268, φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων 4, 191, ὀδύνῃσι πεπαρμένος 5, 399, u. öfter im plur., sing. 15, 25; – auch Seelenschmerz, Betrübniß, Traurigkeit (wie es vom Körperschmerze schon Il. 15, 61 heißt ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας), ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Od. 1, 242, ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2, 79, wie θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19, 117. – So auch die Folgdn; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν, Pind. P. 4, 221; τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806; auch die anderen Tragg., τὸ γὰρ ἐςλεύσσειν οἰκεῖα πάθη μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, Soph. Ai. 255, δι' ὀδύνας ἔβας, Eur. Phoen. 1554; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, Ar. Ach. 526; λωφᾷ τῆς ὀδύνης, λήξας τῆς ὀδ., Plat. Phaedr. 251 c 254 c; mit ἀλγηδών verbunden, Gorg. 525 b; ὀδύνας παρέχειν, Schmerzen machen, Prot. 354 b: ἡ ὀδύνη σε εἴληφε, Xen. Conv. 1, 15; Sp. überall.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδύνη: [ῠ], ἡ, πόνος σώματος, ἄλγος, Λατ. dolor, ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ., ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Ι. 440· συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ., καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀλγεινή, ἀζηχὴς Ἰλ. Λ. 398., Ο. 25· ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρείδαο Λ. 268· ὀδύνῃσι πεπαρμένος Ε. 399· ἴδε ἕρμα Ι. 1. β· ― στρόφος μ’ ἔχει τὴν γαστέρ’... κὠδύνη Ἀριστοφ. Θεσμ. 484, πρβλ. Πλ. 1131. 2) ἄλγος ψυχῆς, θλῖψις, λύπη, Ὅμ.· δὶς ἐν τῇ Ἰλ., καθ’ ἑνικ., ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθ’ ἀλεγεινὴ Λ. 398· ὀδ. Ἡρακλῆος, θλῖψις διὰ τὸν Ἡρακλ., Ο. 25· συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242· ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Β. 79, κτλ.· ― μεθ’ Ὅμηρ. ὁ πληθ. διέμεινε κοινότατος ἐπὶ ἑκατέρας σημασίας, ὀδύναι δυσαπάλλακτοι, Σοφ. Τρ. 959, ἄλληκτοι 986· ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 526· σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Πλάτ. Πολ. 579Ε, πρβλ. 574Ε, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίνεται ἄλγος Σόλων 12. 59· γλώσσας ὀδύναν, πόνον ὃν προξενεῖ ἡ γλῶσσα, Σοφ. Φιλ. 1142, πρβλ. 827, Τρ. 975· ὀδύνη σε εἴληφε Ξεν. Συμπ. 1. 15· μετ’ ὀδύνης Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 158· τοῖς νενικημένοις ὀδύνη, Λατ. vae victis! Πλουτ. Κάμιλλ. 28. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἴσως ΕΔ ἐσθίειν, πρβλ. curae edaces παρ’ Ὁρατίῳ).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
douleur :
1 douleur physique;
2 douleur morale, chagrin ; ὀδύνη τοῖς νενικημένοις PLUT malheur aux vaincus !.
Étymologie: R. Ἐδ, manger, dévorer ; v. ἔδω, ἐσθίω.

English (Autenrieth)

pain, sometimes of the mind; sing., Ἡρᾶκλῆος, ‘for Heracles,’ Il. 15.25; elsewhere pl.

English (Strong)

from δύνω; grief (as dejecting): sorrow.

English (Thayer)

(perhaps allied with ἔδω; consuming grief; cf. Latin curae edaces), ὀδύνης, ἡ, pain, sorrow: Homer down; the Sept..)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀδύνη)
ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ' αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ.
β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «ψυχική οδύνη»
(νομ.) περιορισμός της ψυχικής δυναμικότητας ενός ατόμου που, κυρίως, οφείλεται στις ενέργειες κάποιου άλλου
αρχ.
οξύς σωματικός πόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οδ-ύν-η ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα (οδ-) της ΙΕ ρίζας ed- «τρώω» (πρβλ. ἔδω) και εμφανίζει επίθημα wen- / -un- και κατάλ. -ā / -n. Απαθή βαθμίδα εμφανίζει ένας πιθ. αιολ. τ. ἐδύνα (πρβλ. ἔδοντες: ὀδόντες), αν η ίδια η λ. ὀδύνη δεν προήλθε —όπως όχι τόσο πειστικά έχει υποστηριχθεί— από τον τ. ἐδύνα, με αφομοιωτική τροπή του ε > ο προ του -υ- (πρβλ. κρέμυον > κρόμυον). Η σημασιολογική εξέλιξη της ρίζας ed- «τρώω» στη σημ. «πόνος» του ὀδύνη φαίνεται προϊόν μεταφορικής χρήσης (της αντίληψης ότι ο πόνος κατατρώει, βασανίζει την ψυχή και το σώμα
πρβλ. λατ. φρ. curae edaces «φροντίδες πολυφάγες», λιθουαν. edziotis «βασανίζω»: edzioti «τρώω, δαγκώνω»). Τέλος, στην ίδια ρίζα με επίθημα -wr ανάγεται η λ. εἶδαρ «τροφή, φαγητό» (< -δF-)
βλ. και λ. οδύρομαι. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ώδυνος, όπου το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως.
ΠΑΡ. οδυνηρός, οδυνώμαι
αρχ.
οδυναίτερος, οδυνώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. οδυνήφατος, οδυνηφόρος, οδυνοποιός, οδυνοσπάς. (Β συνθετικό σε -ωδυνος) ανώδυνος, επώδυνος, πολυώδυνος
αρχ.
ακεσώδυνος, βαρυώδυνος, διώδυνος, εριώδυνος, κατώδυνος, μεγαλώδυνος, νώδυνος, πανώδυνος, παυσώδυνος, περιώδυνος, πολυανώδυνος, υπερώδυνος].

Greek Monotonic

ὀδύνη: [ῠ], ἡ,
1. σωματικός πόνος, άλγος, Λατ. dolor, σε Όμηρ., Αττ.
2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀδύνη τινός, λύπη, καημός γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀδύνη: (ῠ) ἡ (физическая или душевная) боль, страдание, мука: ὀ. Ἡρακλῆος Hom. скорбь за Геракла; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Arph. задетые за живое; τοῖς νενικημένοις ὀ.! Plut. (лат. vae victis!) rope побежденным! (слова галльского предводителя Бренна).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: pain, torment, harm, sorrow (Il.).
Other forms: mostly pl. -αι.
Compounds: As 2. member, e.g. περι-ώδυνος very sore, painful (Hp., Att.; -ω- comp. lengthening with περιωδυν-ία f. (Hp., Pl.), -έω, also (after ὀδυνάω) -άω (medic.); rarely as 1. member as in ὀδυνή-φατος (ὀδυνήφατα φάρμακα Ε 401 = 900, also ὀ-ον ῥίζαν Λ 847; after this Orph. L. 345, 753) pain-killing, -stilling, poet. incidental formation after ἀρηΐ-φατος a.o., but with remarkable active meaning (cf. Chantraine Sprache 1,145; after Risch $ 73 a prop. a consonantstem).
Derivatives: ὀδυν-ηρός, Dor. -ᾶρός dolorous, sorrowful (Pi., Att.), -ωδῶς adv. sorrowfully (Gal.), -αίτερος more painful (Hp.) as from *ὀδυναῖος after σχολαίτερος (: [σχολαῖος :]σχολή) a.o. (Schwyzer 534); ὀδυνάω, -άομαι, rarely with ἐξ-, κατ-, to hurt, to grieve; to be hurt, to suffer pain (IA.) with ὀδυνήματα pl. pains (Hp.).
Origin: IE [Indo-European] [289; to be corrected] *h₃dwon- pain
Etymology: Beside IA. ὀδύνη (orig. pl. tant. ?; Witte Glotta 2, 18f.) stands Aeol. (Greg. Cor. 597) ἐδύνας (acc. pl.); the vowel change can go back on old ablaut or on vowel-assimilation (ε > ο before υ; cf. Schwyzer 255). Both forms are α-enlargements of a verbal noun in -u̯en- : -un- from ἐδ- eat (curae edaces Hor., Lith. ėdžiótis trouble oneself beside ēdžióti devour, bite, to ė́sti eat; on it Fraenkel Wb. s. v.), to which the ablauting -u̯er- : -u̯r̥-: -ur- in εἶδαρ > *ἔδ-Ϝαρ eating, food (s. on ἔδω, with Skt. cognates) and ὀδύρομαι (s. v.). A further representative of this noun is Arm. erkn, gen. erkan birth-pain, heavy pain from *ed-u̯ōn or *ed-u̯ēn, s. Frisk Etyma Armen. 11 ff. w. details. -- Not wit L. Meyer 1, 523 f. and Prellwitz to δύη. However the initial was h₃-, as in ὀδών (s.v.); cf. Beekes in Kortlandt, Armeniaca Cf. ὠδίς.