λαλιά

From LSJ
Revision as of 11:03, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλιά Medium diacritics: λαλιά Low diacritics: λαλιά Capitals: ΛΑΛΙΑ
Transliteration A: laliá Transliteration B: lalia Transliteration C: lalia Beta Code: lalia/

English (LSJ)

poet. λᾰλ-ιή, ἡ,

   A talk, chat, λαλιὰν ἀσκῆσαι, ἐπιτηδεῦσαι, Ar.Nu.931 (anap.), Ra.1069; πέρας ποιεῖ λαλιᾶς Men.66.3, cf. Hermesian. 7.78, AP7.440 (Leon.); common talk, report, Plb.3.20.5; τῆς εὐανδρίας τινός LXX 2 Ma.8.7; ἀχέων APl.4.134 (Mel.); λαλιάν τινα ποιεῖν LXX Si.42.11; in good sense, discussion, ἡ περὶ βυβλίων λ. Plb. 31.23.4, cf. 36.12.3; speech, conversation, Ev.Jo.8.43; matter, subject, LXX Ec.3.18.    2 loquacity, Aeschin.2.49, Thphr.Char.7, Arist. Phgn.806b18, Men.Sam.46.    II a form of speech, dialect, Ev.Matt. 26.73; ἡ λ. σου ὡραία LXX Ca.4.3; style, Phld.Rh.2.27 S.

German (Pape)

[Seite 9] ἡ, Geschwätz, Gerede, nach Plat. def. 416 ἀκρασία λόγου ἄλογος; auch = Schwatzhaftigkeit, vgl. Theophr. char. 7; λαλιὰν ἀσκῆσαι, Ar. Nubb. 931; der στωμυλία entsprechend, Ran. 1069; Aesch. 2, 49; λαλιὰ καὶ θροῦς, Pol. 1, 32, 6; χυδαῖος καὶ πάνδημ ος, 14, 7, 8; κουρεακή, 3, 20, 5; Folgde. – Bei Sp. auch übh. Rede, Gespräch.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλιά: ἡ, ὁμιλία, λόγος, λαλιὰν ἀσκῆσαι, ἐπιτηδεῦσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 931, Βάτρ. 1069· πέρας οὐ ποιεῖ λαλιᾶς Μένανδ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, πρβλ. Ἑρμησιάν. 78, Ἀνθ. Π. 7. 440· - κοινὴ ὁμιλία, φήμη, Πολύβ. 3. 20, 5, κτλ.· λαλιάν τινα ποιεῖν Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒ΄, 11)· - ἐπὶ καλῆς σημασ., συζήτησις, Πολύβ. 32, 9, 4· ὁμιλία, συνομιλία, Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 43. 2) ἀδολεσχία, φλυαρία, Αἰσχίν. 34. 29, Θεοφρ. Χαρ. 7. ΙΙ. διάλεκτος, τρόπος τοῦ λαλεῖν, προφορά, καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 73, πρβλ. Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 3).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. babil, bavardage ; d’où
1 habitude de bavarder, loquacité;
2 bruit, rumeur;
II. p. ext. parole ; entretien, conversation.
Étymologie: λάλος.

English (Strong)

from λαλέω; talk: saying, speech.

English (Thayer)

λαλιᾶς, ἡ (λάλος, cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. § 119 Anm. 21), in secular authors (from Aristophanes down) loquacity, talkativeness, talk (German Gerede) (see λαλέω, at the beginning); in a good sense conversation; in the N. T.
1. speech, equivalent to story: dialect, mode of speech, pronunciation (Winer's Grammar, 23): speech which discloses the speaker's native country: hence of the speech by which Christ may be recognized as having come from heaven, John 8:43 (where cf. Meyer).

Greek Monolingual

η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) λαλώ
ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ)
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες του κράχτη πετεινού τη λαλιά» Παλαμ.)
2. (για μουσικά όργανα) ήχος
3. γλώσσα, τρόπος έκφρασης, διάλεκτος (α. «κοινή λαλιά» — η δημοτική γλώσσα
β. «καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῑ», ΚΔ)
αρχ.
1. φιλική συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα
2. ασήμαντη συζήτηση, αερολογία
3. φλυαρίαπέρας ποιεῑ λαλιᾱς», Μέν.)
4. διαβεβαίωση
5. φήμη
6. ύφος λόγου.

Greek Monotonic

λᾰλιά: ἡ (λαλέω),
I. 1. ομιλία, λόγος, σε Αριστοφ., Ανθ.
2. συζήτηση, σε Καινή Διαθήκη· φλυαρία, πολυλογία, σε Αισχίν.
II. τρόπος ομιλίας, προφορά, διάλεκτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λᾰλιά:
1) болтовня, пустословие (λολιὰν μόνον ἀσκῆσαι Arph.);
2) болтливость (λ. ἀκρασία λόγου ἄλογός, sc. ἐστιν Plat.);
3) слух, молва (πάνδημος Polyb.);
4) речь, беседа (περί τινος Plut.);
5) обсуждение, спор (περὶ τῶν προειρημένων Polyb.);
6) произношение (τῶν ὀνομάτων Diog. L.);
7) говор, наречие (sc. τοῦ Γαλιλαίου NT).

Middle Liddell

λᾰλιά, ἡ, λαλέω
I. talking, talk, chat, Ar., Anth.
2. speech, conversation, NTest.; talkativeness, loquacity, Aeschin.
II. a form of speech, dialect, NTest.

Chinese

原文音譯:lal⋯a 拉利阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:說 相當於: (דָּבַר‎)
字義溯源:說話,發音,方言,口音,講論,發表,話;源自 (ἀπολαλέω / λαλέω)*=說。參讀 (κήρυγμα)同義字
出現次數:總共(4);太(1);可(1);約(2)
譯字彙編
1) 話(2) 約4:42; 約8:43;
2) 口音(2) 太26:73; 可14:70