εἴδωλον

From LSJ
Revision as of 17:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴδωλον Medium diacritics: εἴδωλον Low diacritics: είδωλον Capitals: ΕΙΔΩΛΟΝ
Transliteration A: eídōlon Transliteration B: eidōlon Transliteration C: eidolon Beta Code: ei)/dwlon

English (LSJ)

τό, (εἶδος)
A phantom, Il.5.451, Od.4.796, Hdt.5.92.ή, Pl. Lg.959b; βροτῶν εἴδωλα καμόντων, of ghosts, Od.11.476, etc.; ψυχῶν Procl.Inst.64.
2 any unsubstantial form, εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839, S.Fr.659.6, Chaerem.14.15; οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα… ἢ κούφην σκιάν S.Aj.126; εἴδωλον ἄλλως a mere form, Id.Ph.947; αἰῶνος εἴδωλον Pi.Fr.131.3.
3 image reflected in a mirror or in water, Pl.Sph. 266b, Arist.Div.Somn.464b9.
4 in the system of Epicurus, film given off by any object and conveying an impression to the eye, Epicur.Ep.1p.10U., Nat.2.1, al., Cic.Fam.15.16.1, etc.
II image in the mind, idea, X.Smp.4.21; phantom of the mind, fancy, Pl.Phd. 66c; εἴδωλον καὶ ψεῦδος Id.Tht.150c.
III image, likeness, γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον Hdt.1.51, cf.6.58: metaph., λόγος εἴδωλον ψυχῆς Isoc.3.7.
IV later, image of a god, idol, LXX 4 Ki.17.12, 1 Ep.Cor.12.2, OGI201.8 (Silco, vi A.D.), etc.
V εἴδωλα οὐράνια constellations, A.R.3.1004, cf. Max.56.

German (Pape)

[Seite 725] τό, εἶδος, Bild: – a) bei Hom. Gestalt, die Einem ähnlich ist, Il. 5, 450; εἴδωλον ποίησε, δέμας δ' ἤϊκτο γυναικί Od. 4, 796; vgl. Plat. Rep. IX, 586 c. Dah. καμόντων εἴδωλα, die Schattenbilder der Gestorbenen, denn es fehlt ihnen das Wesen selbst, Od. 11, 476 Il. 23, 72; vgl. σκιᾶς εἴδωλον Aesch. Ag. 839 u. Plat. Rep. VII, 532 c; so noch Sp., wo es »Gespenst« bedeutet. – b) die Nachbildung, Bild, z. B. γυναικὸς χρύσεον εἴδ. Her. 1, 51, vgl. 6, 58; sonst in Prosa; λόγος εἴδψυχῆς Isocr. 3, 7; das Bild ist aber nicht der Gegenstand selbst, dah. εἴδωλον καὶ ψεῦδος verbunden, Trugbild, Plat. Theaet. 150 c, u. dem ἀληθές entggstzt, ibd. – c) bei den Stoikern das Bild in der Seele, Vorstellung, Cic. Fam. 15, 16; vgl. Xen. Conv. 4, 21. – d) οὐράνια, die Sternbilder, Ap. Rh. 3, 1004. – e) N. T u. K. S. Götzenbild.

Greek (Liddell-Scott)

εἴδωλον: τό, (εἶδος) ὁμοίωμα, εἰκών, φάντασμα, αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ’... αὐτῷ τ’ Αἰνείᾳ ἴκελον Ἰλ. Ε. 451, Ὀδ. Δ. 796, Ἡρόδ. 5. 92, 32, Πλάτ. Νόμ. 959B· βροτῶν εἴδωλα καμόντων, σκιαὶ τῶν νεκρῶν, Ὀδ. Λ. 476, κτλ. 2) πᾶσα ἄϋλος μορφή, σκιᾶς εἴδωλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 839· οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα...; ἢ καπνοῦ σκιὰν Σοφ. Αἴ. 126, Ἀποσπ. 588· εἴδωλον ἄλλως, ἁπλῆν σκιάν, ἁπλῶς μίαν σκιάν, ἓν φάντασμα, ὁ αὐτ. Φ. 947· αἰῶνος εἴδ. Πινδ. Ἀποσπ. 96. 3. 3) εἰκὼν ἀντανακλωμένη εἰς τὸ ὕδωρ, ἢ εἰς κάτοπτρον, Ἀριστ. π. Μαντικ. ἐν Ὕπνοις 2. 12, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 266D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν εἰδωλοποιΐα. ΙΙ. εἰκὼν ἐν τῇ διανοίᾳ, ἰδέα, ἔννοια, Ξεν. Συμπ. 4, 21· ἰδίως παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, Κικ. Fam. 15. 16· ὡσαύτως, φάντασμα τοῦ νοῦ, φαντασία, Πλάτ. Φαίδων 66C· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθές, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150C· ἐντεῦθεν τὰ τοῦ Βάκωνος idola specus, κλ. ΙΙΙ. εἰκών, ὁμοιότης, γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. 6. 58· λόγος εἴδ. ψυχῆς Ἰσοκρ. 28A. IV. μεταγεν., ἡ εἰκὼν ἢ ὁμοίωμα θεοῦ, ἄγαλμα, εἴδωλον, Ἑβδ. (Βασιλ. Δ. ΙΖ΄, 12), Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α΄, ιβ΄, 2, κτλ.· πρβλ. χειροποίητος. V. εἴδωλα οὐράνια, οἱ ἀστερισμοί, Λατ. signa, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1004.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
reproduction des traits, image, particul. :
1 simulacre, fantôme : βροτῶν εἴδωλα καμόντων OD fantômes des morts;
2 image, portrait;
3 image réfléchie (dans l’eau, dans un miroir), empreinte;
4 fig. image conçue dans l’esprit ; imagination ; particul. t. stoïcien idée.
Étymologie: εἶδος.

English (Autenrieth)

(εἶδος): shape, phantom, Il. 5.449, Od. 4.796; esp. pl., of the shades in the nether world, βροτῶν εἴδωλα καμόντων, Od. 11.476.

English (Slater)

εἴδωλον
   1 image ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον· τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: frec. graf. ἴδ-
I sin entidad real
1 imagen, forma εἴ. σκιᾶς la imagen de una sombra A.A.839, S.Fr.659.6, Chaerem.14.15, ζωὸν ... αἰῶνος εἴ. imagen viva del elemento divino op. σῶμα Pi.Fr.131b.2, οὐδὲν ... ἄλλο πλὴν εἴδωλα ... ἢ κούφην σκιάν S.Ai.126, καπνοῦ σκιάν, εἴ. ἄλλως dicho de un cadáver, S.Ph.947, ἄνθρωποι τύχης εἴ. ἐπλάσαντο Democr.B 119, cf. 166, (ἀρχῶν) εἴδωλα ἀλλ' οὐκ αὐτὰ παρέπεται Pl.Sph.266b, op. τὸ ἀληθές: τίκτειν οὐκ εἴδωλα ἀρετῆς ... ἀλλ' ἀληθῆ Pl.Smp.212a, cf. Meth.Symp.137, λόγος ἀληθὴς ... ψυχῆς ἀγαθῆς εἴ. Isoc.3.7, τελευτησάντων ... εἴδωλα εἶναι τὰ τῶν νεκρῶν σώματα que los cuerpos sin vida son imágenes de los muertos Pl.Lg.959b, οἶσθα ὅτι οὕτω σαφὲς ἔχω εἴ. αὐτοῦ ἐν τῇ ψυχῇ de una persona que se acuerda de otra, X.Smp.4.21, εἴ. ἐδόκει προηγεῖσθαι βαδίζοντι Arist.Mete.373b5, εἰδώλων καὶ φασμάτων καὶ ὀνειράτων Ph.1.676, τῆς ἡδονῆς τὰ εἴδωλα Ph.2.411, εἴ. τοῦ καλοῦ ἡ φιλοκοσμία Clem.Al.Paed.2.10.106
imagen, copia, reproducción ἐπεὶ κἀν τοῖς φυτοῖς τῶν νῦν λεγομένων εἴδωλα φαίνεται Aen.Gaz.Thphr.41.9
fig. imitación falsaἀπάτη ... τὸ τῆς ἀληθείας εἴ. ὑποκρίνεται la falacia pretende ser un remedo de la verdad Gr.Nyss.Eun.3.1.115.
2 imagen no corpórea, simulacro, sombra, fantasma de la imagen de Eneas fabricada por Apolo Il.5.449, cf. Od.4.796, de Helena en la palinodia, Stesich. en Papathomopoulos, Nouveaux fragments p.29, creada por Hera, E.Hel.34, de los muertos βροτῶν εἴδωλα en el Hades Od.11.476, cf. Hdt.5.92η, τῶν νεκύων PMag.4.1468, τιμωρήσομαι αὐτὴν εἴ. βίου παραγενόμενος yo la castigaré presentándome bajo forma de fantasma de vida después de suicidarse A.Io.20.16, εἴ. ἀσώματον Luc.DMort.11.5, onírica ἐσκιαγραφημένα ... εἴδωλα Synes.Insomn.15, op. ‘copia’ δεῦρο μηδὲν εἴ. ... ἀλλ' ἀπεικονίσματα ... ἀειδῆ Meth.Symp.176, ἐπεὶ ... ἀπέθανον, γνωρίζω τὸ εἴ. en un sueño Erot.Fr.Pap.p.426, cf. Hld.4.14.2, Vett.Val.107.32, de las almas ἡ ψυχὴ ... ἐν ᾍδου γίνεται ἐφελκουμένη τὸ εἴ. Porph.Sent.29, cf. Aen.Gaz.Thphr.53.16, παῖδες δὲ καὶ νεανίαι διοιδοῦντες ὥσπερ εἴδωλα κατὰ τὰς ἀγορὰς ἀνειλοῦντο ref. a gente hambrienta, I.BI 5.513, cf. 7.452.
3 imagen reflejada (καθορῶ) ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα dif. de las sombras, Pl.R.516a, cf. Arist.Diu.Som.464b9, ἐν τοῖς ἐπιπέδοις ἐνόπτροις ... φαίνεται ... τὸ εἴ. ἴσον τῷ ὁρωμένῳ Euc.Catoptr.19, cf. 23, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις εἴδωλα Phlp.in de An.331.8, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.21.
4 imagen impresa en la arena, huella c. gen. εἴ. ... τῆς ἥβης Ar.Nu.976.
5 fil. imagen emitida por los objetos, en las teorías de la visión ἐγκαταβυσσοῦσθαι τὰ εἴδωλα διὰ τῶν πόρων εἰς τὰ σώματα (dice Demócrito) que las imágenes penetran en el cuerpo a través de los poros Plu.2.735a (= Democr.A 77), τούτους δὲ τοὺς τύπους εἴδωλα προσαγορεύομεν a estas réplicas las llamamos imágenes, Epicur.Ep.[2]46, cf. Fr.[24.22] 6, αὐτὰ γὰρ ἐμφαίνεται τὰ εἴδωλα de imágenes emitidas por los cuerpos, Thphr.Sens.51 (= Democr.A 135), εἴδωλα, hic ‘spectra’ nominat Cic.Fam.15.16.1 (= Democr.A 118), εἰ ἦν κατ' εἰδώλων ἔμπτωσιν τὸ ὁρατικὸν πάθος si la sensación visual era producida por un aflujo de imágenes Theo Al.Opt.Rec.p.148, ὁ νοῦς ... πρὸς ἑαυτὸν ἕλκει τῶν φαινομένων τὰ εἴδωλα Gr.Nyss.M.44.152C, cf. 157B, οὔτε πᾶσα ψυχῆς ἔλλαμψις ψυχή, ἀλλ' ἔστι καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ψυχῶν y no toda irradiación del alma es un alma, sino hay también imágenes reflejo de las almas Procl.Inst.64.
6 fantasía, imaginación producto de la fantasía humana (τὸ σῶμα) ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων καὶ εἰδώλων ... ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς (el cuerpo) nos llena de deseos, temores y fantasías Pl.Phd.66c, πότερον εἴ. ... ἀποτίκτει τοῦ νέου ἡ διάνοια ἢ γόνιμον si lo que engendra el pensamiento del joven es algo imaginario o fértil Pl.Tht.150c.
II c. consistencia real
1 estatua, imagen, figura γυναικὸς εἴ. χρύσεον Hdt.1.51, cf. 6.58, Plb.13.7.2, εἴδωλα ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ διαπρεπέα πρὸς θεωρίην Democr.B 195, εἵπετο ... Νυκτὸς εἴ. καὶ Ἡμέρας en una procesión, Plb.30.25.15, εἴ. λύγδινον estatua de mármol de Afrodita AP 6.209 (Antip.Thess.), εἴδωλα ξύλινα Polyaen.4.21, εἴ. αὑτοῦ (Τίτου) ... καθεύδοντος Polyaen.8.19, de un relieve del difunto en el sarcófago IUrb.Rom.1316.4 (III/IV d.C.)
en Egipto, ref. animales vivos o momificados considerados imagen del dios τὰ ἐν τῷ ἱερῷ εἴδωλα ἰβίων καὶ ἱεράκων PStras.91.10 (I a.C.), εἴδωλα θεῶν ὀξυρύνχων PSI 901.13 (I d.C.).
2 en el ámbito jud.-crist. ídolo ref. a dioses paganos y sus estatuas de culto καὶ ἐλάτρευσαν τοῖς εἰδώλοις LXX 4Re.17.12, τὰ εἴδωλα τὰ ἄφωνα 1Ep.Cor.12.2, cf. Ep.Rom.2.22, Apoc.9.20, τὴν πόλιν δὲ παντὸς ἐκάθαραν μιάσματος εἰδώλων I.AI 9.273, cf. 10.65, οἱ μὲν περὶ τὰ εἴδωλα αὐτοὺς ἕλκοντες οἱ δαίμονές εἰσιν los que atraen a éstos alrededor de los ídolos son los demonios Athenag.Leg.26.1, ref. al becerro de oro, Clem.Al.Paed.2.12.126, εἰδώλων ἐλατῆρα θεὸν σταυρόν τε γεραίρων IEphesos 1351.3 (IV d.C.), τὰ ἄψυχα εἴδωλα ídolos inanimados Cyr.H.Myst.1.8, διὰ τὸ ἀποκεκρύφθαι τὰ εἴδωλα τῶν τεσσάρων ἐθνῶν Epiph.Const.Haer.9.2.24, cf. OGI 201.8 (Talmis V d.C.), fig. τοῦ λόγου τὸ εἴ. el ídolo de la razón Gr.Nyss.Eun.3.1.3
templo de ídolos τὰ ἐν Αἰγύπτῳ οἰκοδομηθέντα εἴδωλα Epiph.Const.Haer.22.2.2.
III astr. figura celeste, ref. a estrellas, planetas y esp. constelaciones εἴδωλα οὐράνια A.R.3.1004, de la constelación ἐν γόνασιν que figuraba a Heracles defendiéndose arrodillado, Arat.64, cf. 383, PRyl.63.3 (III d.C.), cf. Max.56, Ach.Tat.Intr.Arat.23, Nonn.D.1.256, σποράδες ... καλοῦνται οἱ ἀστέρες, διότι οὐκ ἀποτελοῦσιν εἴ. Olymp.in Mete.77.22.

English (Strong)

from εἶδος; an image (i.e. for worship); by implication, a heathen god, or (plural) the worship of such: idol.

English (Thayer)

εἰδώλου, τό (εἶδος (cf. Winer's Grammar, 96 (91); Etym. Magn. 296,9)), in Greek writings from Homer down, an image, likeness, i. e. whatever represents the form of an object, either real or imaginary; used of the shades of the departed (in Homer), of apparitions, spectres, phantoms of the mind, etc.; in Biblical writings (an idol, i. e.):
1. the image of a heathen god: θεῶν ἤ δαιμον´ων εἴδωλα, Polybius 31,3, 13);
2. a false god: ἀλίσγημα); Sept.); φυλάσσειν ἑαυτόν ἀπό τῶν εἰδώλων, to guard oneself from all manner of fellowship with heathen worship, 1 John 5:21.

Greek Monotonic

εἴδωλον: τό (εἶδος),
I. εικόνα, φάντασμα, οπτασία, σε Όμηρ., Ηρόδ.· βροτῶν εἴδωλα καμόντων φαντάσματα, σκιές νεκρών ανδρών, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κάθε άϋλη μορφή, σκιᾶς εἴδωλον, σε Αισχύλ.· οὐδέν ἄλλο πλὴν εἴδωλα, σε Σοφ.
II. εικόνα, ιδέα στο μυαλό, σε Ξεν.· επίσης, φαντασιοπληξία, σε Πλάτ.
III. εικόνα, ομοιότητα, σε Ηρόδ.
IV.εικόνα, είδωλο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

εἴδωλον: τό
1) видение, призрак (βροτῶν εἴδωλα καμόντων Hom.; εἴ. καὶ ψεῦδος Plat.): εἴ. σκιᾶς Aesch. призрак тени, т. е. абсолютное ничто;
2) подобие, видимость (ἴκελόν τινι Hom.; τῆς ἀρετῆς Plut.);
3) отображение, отражение (τὰ ἐν τοῖς ὕδασιν εἴδωλα Arst.);
4) образ, изображение (χρύσεον Her.);
5) мысленный образ, воображение, греза (τὰ φαινόμενα εἴδωλα καθεύδοντι Arst.; εἴδωλα τῶν νοουμένων Plut.);
6) идол, кумир NT.

Frisk Etymological English

See also: s. εἴδομαι

Middle Liddell

εἴδωλον, ου, τό, εἶδος
I. an image, a phantom, Hom., Hdt.; βροτῶν εἴδωλα καμόντων phantoms of dead men, Od.; of any unsubstantial form, σκιᾶς εἴδωλον Aesch.; οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα Soph.
II. an image in the mind, idea, Xen.:—also a fancy, Plat.
III. an image, likeness, Hdt.
IV. an image, idol, NTest.

Frisk Etymology German

εἴδωλον: {eídōlon}
Grammar: n.
Meaning: Gestalt, Bild, Trugbild, Götzenbild, "Idol" (seit Il.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 371).
Derivative: Komp. und Abl. (vorw. Pl., NT und LXX): εἰδωλοποιέω ein Bild machen, -λάτρης Götzendiener mit -λατρία u. a.; κατ-, φιλείδωλος; εἰδωλεῖον Götzentempel, εἰδωλικός ‘zum εἴδ. gehörig’.
Etymology : Alter l-Stamm zu ἰδεῖν (Schwyzer 483 m. Lit.), aber ohne sichere genetische Entsprechung. Davon unabhängig εἰδάλιμος, εἰδάλλεται· φαίνεται H. (Leumann Hom. Wörter 248 A. 1), ἀείδελος (s. ἰδεῖν), εἰδυλίς, aind. vidura- (s. οἶδα); ebenso lit. vaidalas Erscheinung (nach den zahlreichen Nomina auf -alas; vgl. Leskien Bildung der Nomina 472ff.). S. indessen auch zu ἰνδάλλομαι.
Page 1,452

Chinese

原文音譯:e‡dwlon 誒多朗
詞類次數:名詞(11)
原文字根:覺察 全部 相當於: (אֱלִיל‎) (חַמָּן‎) (כִּיּוּן‎) (פָּסִיל‎)
字義溯源:偶像,像;源自(εἶδος)=觀察);而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
同源字:1) (εἰδωλεῖον)偶像寺院 2) (εἰδωλόθυτος / ἱερόθυτος)偶像祭品 3) (εἰδωλολατρία)偶像崇拜 4) (εἰδωλολάτρης)偶像崇拜者 5) (εἴδωλον)偶像 6) (κατείδωλος)滿了偶像
出現次數:總共(11);徒(2);羅(1);林前(4);林後(1);帖前(1);約壹(1);啓(1)
譯字彙編
1) 偶像(11) 徒7:41; 徒15:20; 羅2:22; 林前8:4; 林前8:7; 林前10:19; 林前12:2; 林後6:16; 帖前1:9; 約壹5:21; 啓9:20

English (Woodhouse)

apparition, fancy, phantom, false picture, mental picture

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)