σύγκρουσις
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
εως, ἡ, A collision, ἀνέμων Thphr. Vent.53; ὅπλων Onos.26.1; [ἀτόμων], νεφῶν, Epicur.Ep.1p.8U., 2p.45U., cf. Diog.Oen.33; of ships, D.C.49.1; hiatus or concurrence, φωνηέντων Chrysipp.Stoic.2.96, Demetr.Eloc.68, D.H.Comp.22 (pl.), Hermog.Id.1.3, al. 2 metaph., collision, conflict, Plu.Num. 17; πρός τινα Arg.iii Ar.Nu. II in Music, rapid alternation of two notes, trill, Ptol.Harm.2.12. III Rhet., collision of contradictory statements, Aps.p.270H.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, das Zusammentreffen zweier Heere, Treffen, Schlacht, Thuc. 7, 36; – Verfeindung, Feindschaft, καὶ φιλονεικίας, Plut. Num. 17. – In der Musik das wiederholte Anschlagen zweier Saiten schnell hinter einander, das Trillerschlagen, Ptol. harmon. 2, 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. συγκρουσμός.
Étymologie: συγκρούω.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρουσις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀνέμων Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 54· νεφῶν Διογ. Λ. 2. 9· νεῶν Δίων Κ. 49. 1· τῶν φωνηέντων ἡ σύγκρουσις Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 3, Πλούτ. 2. 1047Β. 2) μεταφορ., σύγκρουσις, ἔρις, μάχη, ἀγών, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 17· πρός τινα Ὑπόθεσις 3 (ἐν τέλει) εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, ἡ ταχεῖα ἐναλλαγὴ καὶ ἐπανάληψις δύο μουσικῶν φθόγγων, trillio, Πτολ. Ἁρμον. 2, 12. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἡ σύγκρουσις ἀντιφατικῶν προτάσεων, Ρήτορες (Walz) 9. 509.
Spanish
Greek Monotonic
σύγκρουσις: ἡ, σύγκρουση, πρόσκρουση· διαμάχη, σύρραξη, συμπλοκή, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκρουσις -εως, ἡ [συγκρούω] botsing, conflict (tussen sociale groepen).
Russian (Dvoretsky)
σύγκρουσις: εως ἡ
1) столкновение (τῶν ὑδάτων Arst.; νεφῶν Diog. L.);
2) стычка, конфликт (συγκρούσεις καὶ φιλονεικίαι Plut.).
Middle Liddell
σύγκρουσις, εως,
collision: a conflict, Plut. [from συγκρούω
Greek Monolingual
η / σύγκρουσις, -ούσεως, ΝΜΑ συγκρούομαι
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκρούω ή του συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις
2. ρήξη, συμπλοκή
νεοελλ.
1. έντονη αντίθεση, οξεία αντιπαράθεση («σύγκρουση συμφερόντων»)
2. μτφ. διαταραχή φιλικών σχέσεων
3. (ψυχολ.-ψυχιατρ.-κοινων. ψυχολ.) έκφραση ασυμβίβαστων εσωτερικών απαιτήσεων ή κινήτρων, όπως, λ.χ., οι αντιτιθέμενες επιθυμίες και αναπαραστάσεις και ειδικότερα οι ανταγωνιστικές δυνάμεις
4. φυσ. κάθε βίαιη και ξαφνική συνάντηση δύο σωμάτων
5. (κοινων.) διαδικασία κοινωνικής αλληλεπίδρασης που φέρνει σε αντιπαράθεση δύο τουλάχιστον κοινωνικούς συνεργούς
6. φρ. α) «ένοπλη σύγκρουση» — μάχη, πόλεμος
β) «θεωρία συγκρούσεων»
χημ. χημική κινητική θεωρία η οποία χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη της ταχύτητας τών χημικών αντιδράσεων, ιδιαίτερα εκείνων που συντελούνται μεταξύ αερίων
γ) «σύγκρουση προσέγγισης-προσέγγισης» ή «σύγκρουση διπλής προσέγγισης»
(ψυχολ.) σύγκρουση κατά την οποία συνυπάρχουν δύο τάσεις προς δύο πράγματα που δεν μπορούν να επιτευχθούν ταυτόχρονα
δ) «σύγκρουση αποφυγής-αποφυγής» ή «σύγκρουση διπλής αποφυγής»
(ψυχολ.) σύγκρουση κατά την οποία το άτομο καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εξίσου απωθητικές εναλλακτικές λύσεις
ε) «σύγκρουση προσέγγισης-αποφυγής»
(ψυχολ.) σύγκρουση κατά την οποία υπάρχει μόνο ένα πράγμα που εγείρει ταυτόχρονα δύο αντιτιθέμενους τύπους συμπεριφοράς
στ) «σύγκρουση αρμοδιοτήτων»
(νομ.) φαινόμενο της παλαιάς πολιτικής δικονομίας, προκαλούμενο κάθε φορά που δύο ή περισσότερα δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας και μη υπαγόμενα το ένα στο άλλο αναλάμβαναν την ίδια υπόθεση και αποφαίνονταν όλα είτε ότι ήταν αρμόδια είτε ότι ήταν αναρμόδια
ζ) «καταφατική σύγκρουση»
(νομ.) η απόφανση από δύο ή περισσότερα δικαστήρια ότι είναι αρμόδια για την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης
η) «αποφατική σύγκρουση»
(νομ.) η απόφανση από δύο ή περισσότερα δικαστήρια ότι είναι αναρμόδια για την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης
θ) «σύγκρουση καθηκόντων» — η περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση ενός καθήκοντος συνεπάγεται την παράβαση ενός άλλου
αρχ.
1. μουσ. ταχεία εναλλαγή δύο μουσικών φθόγγων, τρίλια
2. χασμωδία ή συνήχηση, ιδίως φωνηέντων
3. (ρητ.) αντίθεση επιχειρημάτων.