εὐχάριστος

From LSJ
Revision as of 14:13, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχᾰριστος Medium diacritics: εὐχάριστος Low diacritics: ευχάριστος Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eucháristos Transliteration B: eucharistos Transliteration C: efcharistos Beta Code: eu)xa/ristos

English (LSJ)

ον, A agreeable, τινι τέχνη X.Oec.5.10 (Comp.); λόγοι Id.Cyr.2.2.1 (Sup.); εὐχαριστότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11; εὐχάριστα = acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. εὐχαρίστως, τελευτᾶν τὸν βίον = to die happily, Hdt.1.32. II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 (Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. εὐχαρίστως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90; ἀποδιδόναι Ph.1.520; τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f. III beneficent, θεοί UPZ41.13 (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 (Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον D.S.18.28; βεβαιωτὴς (-ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. (ἰσχυρότατος cj. Cohn).

German (Pape)

[Seite 1108] 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; ὅπως ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ συμπόσιον τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben φιλόδωρος Poll. 5, 140.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 agréable;
2 reconnaissant;
Cp. εὐχαριστότερος, Sp. εὐχαριστότατος.
Étymologie: εὖ, χαρίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὐχάριστος: (ᾰ)
1 приятный, милый (τέχνη γεωρτίας, λόγοι Xen.);
2 благодарный, признательный (ἄνθρωπος Xen.);
3 благодетельный, благожелательный, благосклонный, NT.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχάριστος: -ον, (χάρις, χαρίζομαι) = εὔχαρις, ὡς καὶ νῦν, πλήρης χάριτος, θελκτικός, Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, εὐάρεστος, γλαφυρός, λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. εὐγνώμων, Λατ. gratus, αὐτόθι 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. ἀγαθοεργός, εὐεργετικὴ διάθεσις, τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of χαρίζομαι; well favored, i.e. (by implication) grateful: thankful.

English (Thayer)

ἐυχαριστον (εὖ and χαρίζομαι), mindful of favors, grateful, thankful: to God, Xenophon, Cyril 8,3, 49; Plutarch; others); pleasing, agreeable (cf. English grateful in its secondary sense): εὐχάριστοι λόγοι, pleasant conversation, Xenophon, Cyril 2,2, 1; acceptable to others, winning: γυνή εὐχάριστος ἐγείρει ἀνδρί δόξαν, liberal, beneficent, Diodorus 18,28.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐχάριστος, -ον)
(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)
1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός
2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη
(«οὐχ ὅμοια προαιρεῖται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)
μσν.
1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐχάριστον
η αγαθή διάθεση, η καλή διάθεση
αρχ.
1. αγαθοεργός, ευεργετικός
2. τίτλος τών Πτολεμαίων
3. φρ. α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκτα
β) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η αγαθοεργός διάθεση της ψυχής, η ευεργετική διάθεση
4. ευγνώμων.
επίρρ...
ευχαρίστως και ευχάριστα (ΑΜ εὐχαρίστως)
νεοελλ.
με προθυμία, με χαρά, με ευχαρίστηση
μσν.-αρχ.
με ευγνωμοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο ευχάριστο
2. φρ. «εὐχαρίστως τελευτῶ» — πεθαίνω μέσα σε ευδαιμονία, πεθαίνω ευτυχισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαριστος (< χαρίζω < χάρις), πρβλ. αχάριστος, δυσχάριστος].

Greek Monotonic

εὐχάριστος: -ον (χαρίζομαι), = εὔχαρις·
I. ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, αρεστός, συμπαθής, ευχάριστος, κομψός, χαριτωμένος, εκλεπτυσμένος, γλαφυρός, στον ίδ.· επίρρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, πεθαίνω ευτυχισμένος, σε Ηρόδ.
II. ευγνώμων, Λατ. gratus, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-χάριστος, ον χαρίζομαι
I. = εὔχαρις, winning, Xen.: of things, agreeable, pleasant, elegant, Xen.:—adv., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως to die happily, Hdt.
II. grateful, thankful, Lat. gratus, Hdt., Xen.

Chinese

原文音譯:eÙc£ristoj 由-哈里士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-喜樂(的)
字義溯源:感恩,感激的,感謝的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(χαρίζομαι)=恩待)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (χαρίζομαι)出自(χάρις)=恩典), (χάρις)又出自(χαίρω)*=歡樂的)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 感謝(1) 西3:15

English (Woodhouse)

grateful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό εὖ + χαρίζομαι (ἀπό τό χάρις τοῦ ρημ. χαίρω).
Παράγωγα: εὐχαριστῶ, εὐχαριστήριος, εὐχαριστία, εὐχαρίστως, εὐχαριστέον. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα χαίρω.