ἀλωή

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωή Medium diacritics: ἀλωή Low diacritics: αλωή Capitals: ΑΛΩΗ
Transliteration A: alōḗ Transliteration B: alōē Transliteration C: aloi Beta Code: a)lwh/

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. ἀλωά, ἡ, (ἀλέωA, cf. Att. ἅλως) poet.:
I threshing-floor, ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 13.588, 20.496, cf. Hes.Op.597.
II more commonly, any prepared ground (cf. Sch.Od.1.193), garden, orchard, vineyard, etc., Il.5.90, Od.6.293, etc.: Ποσειδάωνος ἀ., i.e. sea, Opp. H.1.797.
III halo, of sun or moon, Arat.811,875.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἁλ- AP, Hsch.; chipr. ἄλουα Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1huerto, jardín νεοαρδέ' ἀλωήν Il.21.346, cf. 5.90, 9.534, Q.S.1.65, Nonn.D.17.83, AP 9.99 (Leon.), ἀλωαί· οἱ παράδεισοι Hsch.
c. árboles, Theoc.25.30, A.R.3.158
esp. viña, Il.18.561, Od.6.293, Theoc.1.46, cf. Hsch.s.u. ἀλωή
trigal Theoc.7.34, cf. Hsch.s.u. ἀλωή.
2 era τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ Il.20.496, cf. Il.13.588, ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499, εὐτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ Hes.Op.599, 806, cf. Sc.291, AP 7.532 (Isid.).
3 como complejo vitivinícola que incluye viña, lagar y pasero, Od.7.122.
II fig. Ποσειδάωνος ἀ. del mar, Opp.H.1.797.
III halo del sol o la luna, Arat.811, 877.
• Etimología: Ninguna de las propuestas es convincente, etim. desc.

French (Bailly abrégé)

selon d'autres ἀλῳή;
ῆς (ἡ) :
1 grange, aire à battre le grain;
2 jardin, vignoble.
Étymologie: pour *ϜαλοϜή, du th. ϜαλεϜ, de la R. Ϝαλ, moudre ; cf. ἄλευρον.

German (Pape)

ἡ, ion. und ep. für ἀλωά.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωή: или ἁλῳή, дор. ἀλωά или ἁλῳά ἡ
1 гумно, ток (τριβέμεναι κρῖ ἐν ἀλωῇ Hom.);
2 пашня, нива или сад (πολύκαρπος ἀ. Hom.; ἀλωαὶ δενδρήεσσαι Theocr.): ἀ. οἰνόπεδος Hom. виноградник.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωή: [ᾰ], Δωρ. ἀλωά, ἡ, (ἀλέω, πρβλ. τὸ Ἀττ. ἅλως): λέξις ποιητ. 1) ἁλώνιον, ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. κῆπος, φυτεία, ἄμπελος, κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. γουνός: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ θάλασσα, τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. ἄλσος. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς κύκλοςπέριξ τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810.

English (Autenrieth)

threshing-floor (area), Il. 20.496; also orchard or vineyard, Il. 18.561. See γουνός.

Greek Monolingual

ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως)
1. το αλώνι
2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας
3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία
4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι»
5. «Ποσειδάωνος ἀλωή» — η θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ετυμολογική της προέλευση και την αρχική της σημασία. Στον Όμηρο απαντά με τη σημασία «τμήμα γης ισοπεδωμένο και καλλιεργημένο, κήπος, περιβόλι, αμπέλι», καθώς και «αλώνι». Στην κυπριακή διάλεκτο απαντά συνώνυμος τ. γενικής alawo «περιβόλι, αμπέλι», που αντιστοιχεί σε τ. ἀλFω. Η διαλεκτική αυτή λ. αποτελεί και γλώσσα του Ησυχίου (ἄλουα
κήποι, κύπριοι). Στη Σικελία εξάλλου απαντά τ. ἄλος «κήπος». Μετονοματικά παράγωγα της λ. ἀλωή είναι οι ρηματικοί τ. ἀλοάω και το επικ. ἀλοιάω «αλωνίζω». Η βράχυνση του θεματικού φωνήεντος -ω- έγινε για αποφυγή εσωτερικής χασμωδίας. Αντίστοιχος αττικός τ. της λ. ἀλωὴ είναι το ουσ. ἅλως, γεν. ἅλω και (αναλογικά) ἅλωος, αιτ. ἅλω, ἅλων και ἅλωα κ.λπ. Οι αττικόκλιτοι τ. πρέπει να είναι αρχαιότεροι. Μεταγενέστερα απαντά και τ. γεν. ἅλωνος (αναλογικός σχηματισμός), απ’ όπου προήλθε υποχωρητικά η ονομαστική ἅλων, η οποία χρησιμοποιείται σπάνια. Η λ. ἅλως σήμανε το «αλώνι» και γενικότερα την «κυκλική επιφάνεια», από όπου και η έννοια «επιφάνεια, φωτεινό περίγραμμα του φεγγαριού, του ήλιου κ.λπ.». Στην αρκαδική διάλεκτο η λ. απαντά και με τη σημασία «κήπος». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως και επομένως η αρχική της σημασία είναι αβέβαιη. Είναι πιθ. να ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλωFā, όπως φαίνεται και από τον κυπρ. τ. ἀλFω. Κατά τον Schwyzer η αρχική σημασία της λ. ήταν «στρογγυλός». Ο ίδιος θεωρεί ότι ο τ. ἀλωὴ ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα walōw- < wel(n)- «στρέφω, κυλίω», με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. εἰλύω «περιτυλίσσω, περιβάλλω», ἅλυσις. Σύμφωνα με αυτή την άποψη όμως η λ. ἀλωὴ δεν πρέπει να έχει καμιά σχέση με το κυπρ. ἀλFω «κήπος, περιβόλι», Επίσης με αυτό τον τρόπο δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί η χρήση του ουσ. ἀλωὴ στον Όμηρο με τη σημασία «κήπος». Η ετυμολογία της λ. ἀλωὴ θα πρέπει να ερμηνεύει και τις δύο διαφορετικές σημασίες της, δηλ. «αλώνι» και «κήπος», δεδομένου ότι και οι δύο αυτές σημασίες είναι εξίσου σπουδαίες και χρονικά συνυπάρχουν.
ΠΑΡ. ἅλως, αρχ. ἁλωεύς].

Greek Monotonic

ἀλωή: [ᾰ], Δωρ. ἀλωά, (ἀλέω), Επικ. αντί ἅλως,
I. το δάπεδο του αλωνιού, ἱερὰς κατ' ἀλωάς, σε Ομήρ. Ιλ.· μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ' ἀλ., στο ίδ.
II. κήπος, αμπέλι, φυτεία, βλ. γουνός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: threshing-floor, garden (Il.), also halo (around sun and moon) (Arat.); also disk of sun or moon, of a shield.
Other forms: Besides ἅλως, also -ωος or -ωνος, recent ἄλων
Dialectal forms: Cypr. ἄλουα κῆποι H. (n. pl.?); Cypr. gen. alawo (= ἀλϜω?). Dor. αλος in Sicily, prob. from *alwo-.
Compounds: μητρ-αλοίας matricide (A.); Schwyzer 451: 4.
Derivatives: ἀλοάω, ἀλοιάω (Il.) thresh, slay, epic -οι- for original length.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Maybe from *ἀλωϜη. ἅλως and the Cypr. forms might be from a hysterodynamic noun (type πάτρως) with nom. -ou-s, acc. -ou-m̥, gen. -u-os; Beekes, Mnemosyne 24, 1972, 350-2. The root could be *sl̥(H)-. If Swed. lo is cognate, we might reconstruct *h₂(e)l-. Wrong Schwyzer 479:7: orig. round, from PIE. u̯el(u)- wind, which does not explain the Cyprian forms, nor the meaning garden. - Semantically we have prob. to think of a small piece of land near the farm, used for growing fruits and vegetables (garden) and for threshing; from threshing-floor > disk > halo; Ure, Class. Quart., 49, 1955, 255-230.

Middle Liddell

ἀλέω: epic for ἅλως.]
I. a threshing-floor, ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ' ἀλ. Il.
II. a garden, orchard, vineyard, v. γουνός.

Frisk Etymology German

ἀλωή: {alōḗ}
Grammar: f.
Meaning: Tenne, bebautes Land, Garten (ep.), auch ‘Hof (um Sonne und Mond)’ (Arat.).
Derivative: Daneben ἅλως, Gen. -ω, auch -ωος und -ωνος, zu welch letzterem ein neuer seltener Nom. ἅλων, Tenne, auch Getreide auf der Tenne (Pap.), übertragen Rundung von verschiedenen Gegenständen (Schildrand, Sonnen- und Mondscheibe, Vogelnest, Sonnen- und Mondhof usw.; ion. att.). — Ableitungen: ἁλωεύς Landwirt, Bauer (A. R., Arat., bei Hom. als Eigenname); ἁλωεινός (AP) und ἁλώϊος (Nik.) zur Tenne gehörig, Ἁλωιάς, Beiname der Δηώ (Nonn.). — ἁλωνία Tenne, Getreide auf der Tenne (Pap., Ath. u. a.), Demin. ἁλώνιον (Gp., Hdn.); ἁλωνικός (Pap., Ed. Diocl.). Denom. ἁλωνεύομαι (App.), ἁλωνίζω (H.) auf der Tenne arbeiten. — Vom Vokalstamm abgeleitet ἀλοάω, ep. ἀλοιάω dreschen, zerschlagen, auch als Hinterglied in πατραλοίας usw. (att. und spät, Schwyzer 451: 4). Davon ἀλοησμός Dreschen, ἀλοητής Drescher, ἀλόητρα pl. Drescherlohn, sämtliche aus den Pap. bekannt. Auch ἀλοιητήρ Drescher (Nonnos, AP), ἀλο(ί)ησις (EM, Gloss.).
Etymology: Herkunft unbekannt. Die kyprische Hesychglosse ἄλουα· κῆποι, womit kypr. a.la.vo (= ἀλϝω?) irgendwie zusammenhängt (Hoffmann Dial. 1, 71), läßt auf ein ursprüngliches *ἀλωϝη schließen, dessen Verhältnis zu ἅλως mehrdeutig ist; viell. ω aus ōu̯ (Schwyzer 479: 7 mit A. 7). Nach Schwyzer l. c. eigentlich Rund, zu idg. u̯el(u)- winden, aber dann müssen die kyprischen Wörter ausscheiden. Weitere, noch unsicherere Anknüpfungen bei Bq, WP. 2, 407f. m. Lit., bes. Solmsen Unt. 104ff. Auch semantisch sind ἀλωή und ἅλως noch der Erklärung bedürftig.
Page 1,82-83