προτίθεμαι

From LSJ
Revision as of 14:46, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

English (Strong)

middle voice from πρό and τίθημι; to place before, i.e. (for oneself) to exhibit; (to oneself) to propose (determine): purpose, set forth.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α
έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)
αρχ.
ενεργ. προτίθημι
1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω («τούτοισι προθεῖναι δαῑτα», Ηρόδ.)
2. εκθέτω («ὁ θανάτῳ προτεθείς», Ευ ρ.)
3. θέτω μπροστά σε κάποιον, παρουσιάζω («ὅς ἦν γὰρ μοι σὺ προύθηκας σποδόν», Σοφ.)
4. δίνω αφορμή, γίνομαι αίτιος (α. «ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων», Ευρ.
β. «ποιήσατε δὲ τοῖς Ἕλλησι παράδειγμα οὐ λόγων τοὺς ἀγῶνας προθήσοντες», Θουκ.)
5. ορίζω ή προτείνω ως σημείο ή βραβείο («ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδε τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα», Θουκ.)
6. ορίζω («ἐς γὰρ ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι», Ηρόδ.)
7. προβάλλω ως έργο («κοὔπω τοιοῦτον οὔτ' ἄκοιτις ἡ Διὸς προύθηκεν», Σοφ.)
8. (σχετικά με χρήματα) προκαταβάλλω («τὸ δόμενος ἆθλον ὑπὸ τοῦ δήμου αὐτὸς προέθηκεν ἐκ τοῦ ἰδίου», επιγρ.)
9. εκθέτω κάτι ενώπιον του λαού
10. εκθέτω εμπορεύματα για επίδειξη ή για πώληση
11. αναπτύσσω δημόσια ανακοίνωσηπροτίθημι τὸ λεύκωμα πρὸ τοῦ ναοῦ», επιγρ.)
12. κοινοποιώ («τοὺς προτιθέναι περὶ ὧν δεῖ βουλεύεσθαι», επιγρ.)
13. καλώ σε εκδίκαση με ανακοίνωση
14. ειδοποιώ για πώληση ή για άλλο σκοπό
15. προκηρύσσω αμοιβή για τη σύλληψη κάποιου («τοῖς συλλημψομένοις ὑμῖν γέρα προτιθέντα», πάπ.)
16. προτείνω γνώμη ή ιδέα για συζήτηση ή ψηφοφορία («ποιήσαντες ἐκκλησίαν οἱ Ἀθηναῖοι γνώμας σφίσιν αὐτοῖς προυτίθεσαν», Θουκ.)
17. ορίζω συνέλευση ή συνεδριάζω («προύθεσαν οἱ πρυτάνεις ἐκκλησίαν», Λουκ.)
18. βάζω το ένα πόδι πριν από το άλλο («βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα», Ευρ.)
19. προβάλλω ως πρόφασηοὔκουν ἄν εἴποις ἥντιν' αἰτίαν προθείς», Σοφ.)
20. θέτω κάτι εκ τών προτέρων ή ως πρώτο, προτάσσω («ὅτι πάσης ἀρχόμενον νομοθεσίας χρὴ προτιθέναι παντὸς τοῦ λόγου τὸ πεφυκὸς προοίμιον ἑκάστοις», Πλάτ.)
21. τοποθετώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο («ὀμμάτων πέπλον προθέσμαι», Ευρ.)
22. προτιμώ («πολλοὶ τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθεῖσι», Ηρόδ.)
23. μέσ. α) θέτω μπροστά μου ή βάζω και θέτουν μπροστά μου («κλίνας προσθεμένος πολυτελεῖς», Πλούτ.)
β) επιδεικνύω («τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι», Θουκ.)
γ) οικτίρω («θνητοὺς ἐν οἴκτῳ προθέμενος», Αισχύλ.)
δ) θέτω στην πρώτη γραμμή («προθέμενοι τοὺς γροσφομάχους πολλὰς ἐπ' ἀλλήλαις κατόπιν ἵστασαν σημαίας», Πολ.)
ε) λαμβάνω ως δεδομένο («τότ' ἤδη προθέμενοι ψιλῶς τὸν ὑπέρ αὐτῆς τῆς Ρωμαίων πολιτείας ποιησόμεθα λόγον», Πολ.)
24. φρ. α) «προτίθημι τινὰ κυσὶν [ή θηρσίν]» — ρίχνω κάτι στα σκυλιά ή στα θηρία
β) «προτίθημι αἵρεσιν» — προτείνω εκλογή
γ) «προτίθημι ζημίαν [ή ἐπιτίμιον
(νομ.) ορίζω ως ποινή
δ) «προτίθημι νεκρόν» — εκθέτω νεκρό στολισμένο, έτοιμο για ταφή
ε) «προτίθεσθαί τινι ἄριστον» — προστάζω να παρατεθεί σε κάποιον το γεύμα.