ἐναρμόζω
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
and ἐναρμόττω, Dor. aor. inf.
A ἐναρμόξαι Pi.O.3.5, IG4.952.68 (Epid.):—fit in or fix in, ἔγχος σφονδύλοις E.Ph.1413; πλευροῖς βέλη Id.HF179, cf. Ar.Lys.413; ξύλα ἀλλήλοις Thphr. HP 5.3.5; πήχεις Luc. DDeor.7.4:—Pass., SIG694.37 (Elaea, ii B. C.).
b Math., insert a mean term, Nicom.Ar.2.27:—Pass., Geom., to be inserted, Archim. Fluit.2.10.
2 metaph., fit, adapt, Δωρίῳ φωνὰν ἐ. πεδίλῳ Pi. l.c., cf. I.1.16; τι εἴς τι Pl.Lg.819c, D.H.Isoc.3; ἐ. αὑτόν make himself popular, Plu.Alex.52:—Pass., to be fitted, be adapted, Plot.6.7.34:—Med., τὴν Δωριστὶ (sc. ἁρμονίαν ( ἐναρμόττεσθαι.. τὴν λύραν tune it to the Dorian mode, v.l. in Ar.Eq.989 (lyr.).
II intr., fit into, ἐς τὸ κοῖλον τῆς ἀγκύλης Hp.Art.6; εἰς (γωνίαν) Archim.Aren.10, al.: metaph., suit, be convenient, εἰς τὴν πρόληψιν Epicur.Sent.37; ἔν τινι Ar.Ra.1202; τινί Pl.Lg.894c: abs., τὸ ἐναρμόττον μέγεθος Epicur.Ep. 1p.12U.
2 c. dat. pers., please, Plu.Them.5.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἐναρμόσσω; át. ἐναρμόττω
• Morfología: [aor. inf. -μόξαι Pi.I.1.16]
I tr.
1 c. ac. de cosas encajar, ajustar c. dat. loc. πλευροῖς ... ἐναρμόσας βέλη E.HF 179, ἕκαστος πλίνθον ἐνήρμοσε ταῖς θύραις Polyaen.8.51, cf. Hero Spir.1.41, Paus.2.25.8, en v. pas. ἐναρμοσθέντα ... ἀλλήλοις ἑκάτερον encajada cada (pieza) una en otra Thphr.HP 5.3.5, placas inscritas en estelas SIG 694.37 (Elea II a.C.)
•c. giro prep. εἰς τὰ β[λέ] φαρα τὰς ... κόρας πάλιν ἐναρμόξαι IG 42.122.68 (IV a.C.), cf. 22.1668.37, 1675.23 (ambas IV a.C.), ἐναρμόττουσι ... τὸν ... μυκτῆρα εἰς τὸν μυκτῆρα Arist.HA 541b14, κατὰ δὲ τὴν πρῷραν ἐνήρμοσεν Ἀθηνᾶ ... ξῦλον Apollod.1.9.16, en v. pas. πόλος ἐνηρμοσμένος ... ἐν ... τῇ καμάρᾳ D.S.18.27, ἐν ᾧ κοιλάσματι ἐναρμοσθήσεται κληματόδεσις Ath.Mech.36.6, cf. D.H.3.22, Hero Spir.2.8
•fig. εἰς σῶμα ἐνήρμοζον αὐτήν (τὴν ψυχήν) Arist.de An.414a23
•sólo c. ac. πήχεις ἐναρμόσας en un caparazón de tortuga para hacer la lira, Luc.DDeor.11.4, λίθον Polyaen.1.37, ξύλα Lib.Or.20.41, ἐπιζυγίδας Hero Bel.98.8
•sent. erót. encajar, meter ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον Ar.Lys.413.
2 gener. c. ac. de abstr. ajustar, adaptar c. giro prep. εἰς παιδιὰν ἐναρμόττοντες τὰς τῶν ἀναγκαίων ἀριθμῶν χρήσεις adaptando al juego la utilización de la matemática básica Pl.Lg.819c, cf. Nicom.Ar.2.27, Καῖσαρ ἐς μῆνας ἑπτὰ ταύτας (ἡμέρας) τε καὶ τὰς ἑτέρας δύο ... ἐνήρμοσε D.C.43.26.2, c. dat. τὰς γὰρ ἀποδείξιας τῶν φαινομένων ... ὑποκειμένῳ ἐναρμόζει (ὁ Ἀρίσταρχος) Archim.Aren.1
•c. ac. del refl. adaptarse αὑτὸν δὲ δαιμονίως ἐνήρμοσε se adaptó maravillosamente Alejandro al carácter de Anaxarco, Plu.Alex.52.
3 ref. composición lit. o mús. encajar, ajustar, adaptar, adecuar al metro, c. ac. y dat. ἐθέλω ... ἐναρμόξαι νιν ὕμνῳ quiero incluirlo en un himno Pi.l.c., Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ adaptar el canto a la horma doria Pi.O.3.5, c. ac. y giro prep. ποεῖς γὰρ οὕτως ὥστ' ἐναρμόζειν ἅπαν ... ἐν τοῖς ἰαμβείοισι pues compones de tal manera que puedes meter todo en tus yambos dice Esquilo a Eurípides, Ar.Ra.1202, εἰς περιόδους ἐναρμόττειν ἅπαντα τὰ νοήματα D.H.Isoc.3.2
•sólo c. ac. componer, montar οὗτος ἐναρμόζει καὶ τὸ τέλος Vett.Val.337.27, τοῦτο δρᾶμα ... κωμικὸν ὅ τε δαίμων ἡμῖν ἐνήρμοση este drama cómico nos montó la divinidad Synes.Ep.5 (p.25).
II intr.
1 adaptarse, ser proporcionado o adecuado c. suj. de cosa, c. dat. (κίνησις) ἐναρμόττουσα πᾶσιν μὲν ποιήμασι Pl.Lg.894c, c. giro prep. ἐπιδεδέσθαι τι ἄνωθεν στρογγύλον ἐνάρμοσσον ἐς τὸ κοῖλον τῆς μασχάλης tener atado algo redondo por arriba que se adapte al hueco de la axila Hp.Art.6, κἂν ... τὸ κατὰ τὸ δίκαιον συμφέρον ... εἰς τὴν πρόληψιν ἐναρμόττῃ y si lo conveniente según el derecho se ajusta durante un tiempo a la idea previa Epicur.Sent.[5] 37, κατὰ τὸ ἐναρμόττον μέγεθος εἰς τὴν ὄψιν ἢ τὴν διάνοιαν según el tamaño proporcionado a la vista o la mente Epicur.Ep.[2] 49
•en v. med.-pas. adecuarse οὐ γάρ ἐστιν ... οὔτε ἰδεῖν οὔτε ἐναρμοσθῆναι pues no puede ni verlo ni adecuarse a él e.e. al Bien, Plot.6.7.34.
2 c. suj. de pers. gustar, caer bien c. dat. τοῖς πολλοῖς ἐνήρμοττε gustaba a la gente ref. a Temístocles, Plu.Them.5.
German (Pape)
[Seite 829] u. ἐναρμόττω (s. ἁρμόζω), 1) einfugen, einpassen, anpassen; νὶν ὕμνῳ, in den Gesang, Pind. I. 1, 16, vgl. Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ Ol. 3, 5; εἰς παιδιὰν τὰς τῶν ἀναγκαίων ἀριθμῶν χρήσεις Plat. Legg. VII, 819 c; ἔγχος σφονδύλοις ἐνήρμοσεν, hineinstoßen, Eur. Phoen. 1413; πλευροῖς πτηνὰ βέλη Herc. Fur. 179; ἐκείνῃ τὴν βάλανον Ar. Lys. 413; εἰς περιόδους τὰ νοἠματα D. Hal. de Isocr. 3; αὑτόν, sich beliebt machen, Plut. Alex. 52. – 2) intrans., dazu passen, sich schicken; πᾶσι ποιήμασι Plat. Legg. X, 894 c; ἐν ἰαμβείοις Ar. Ran. 1202; τοῖς πολλοῖς ἐνήρμοττε, gefiel ihnen, Plut. Them. 5.
French (Bailly abrégé)
f. ἐναρμόσω, ao. ἐνήρμοσα ; pf. Pass. ἐνήρμοσμαι;
1 tr. ajuster à ou dans : ἐν. αὑτόν PLUT s'adapter aux goûts du peuple, se rendre populaire;
2 intr. s'adapter à ou dans ; s'adapter à qch, convenir pour qch ; fig. convenir à, plaire à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἁρμόζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναρμόζω: атт. ἐναρμόττω
1 вводить, вставлять (τι εἴς τι Plat., Arst. и τινί τι Pind.): πήχεις ἐναρμόσαι Luc. приладить рога (к лире);
2 вонзать, всаживать (ἕγχος σφονδύλοις Eur.);
3 med. настраивать (τὴν Δωριστὶ - sc. ἁρμονίαν - τὴν λύραν Arph.);
4 приводить в соответствие, приспособлять (τι ταῖς χρείαις Plut.): ἐναρμόσαι αὑτόν Plut. приспособиться, войти в доверие;
5 быть приспособленным, гармонировать (πᾶσι μὲν ποιήμασι, πᾶσι δὲ παθήμασι Plat.; ἔν τινι Arph.);
6 приспособляться, заискивать, угождать, входить в доверие (τοῖς πολλοῖς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναρμόζω: καὶ -ττω, προσαρμόζω ἐντός, ἐμπήγω, δι’ ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ’ ἐνήρμοσεν Εὐρ. Φοίν. 1413· Γίγασι, πλευροῖς πτήν’ ἐναρμόσας βέλη ὁ αὐτὸς Ἡρ. Μαιν. 179, Ἀριστοφ. Λυσ. 413· ξύλα ἀλλήλοις Θεοφρ. περὶ τὰ Φυτὰ Ἱστ. 5. 3, 5· πήχεις Λουκ. Θ. Διάλ. 7. 4: ἐν τῇ Γεωμετρ., γράφω σχῆμά τι ἐντὸς ἑτέρου. 2) μεταφ., προσαρμόζω, Δωρίῳ φωνὰν ἐνναρμόξαι πεδίλῳ, «τρεῖς ἁρμονίαι, Δωρία, Φρυγία, Λυδία· πεδίλῳ δὲ τῷ ῥυθμῷ· ἀπὸ δὲ τοῦ περιέχοντος τὸ περιεχόμενον, τὴν βάσιν οὖν εἶπε πρὸς τὸ Δωρίῳ μέλει ἐναρμόσαι» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 3. 9· πρβλ. Ι. 1, 21· τι εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 819C, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3· ἐν. αὑτόν, καθιστᾶν ἑαυτὸν δημοτικόν, Πλούτ. Ἀλέξ. 52: ― Μέσ., τὰν Δωριστὶ (ἐνν. ἁρμονίαν) ἐναρμόττεσθαι... τὴν λύραν Ἀριστ. Ἱππ. 989, πρβλ. ἁρμόζω Ι. 5. ΙΙ. ἀμεταβ., προσαρμόζομαι, ἐναρμόσον εἰς τὸ κοῖλον της μασχάλης Ἱππ. π. Ἄρθρ. 782 ἐν τέλει· ἐν τινι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1202· τινὶ Πλάτ. Νόμ. 894C. 2) μετὰ δοτ. προσ., ἀρέσκω, εὐαρεστῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 5.
English (Slater)
ἐναρμόζω fit to, blend with Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.5) ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν (= Ἡρόδοτον) ὕμνῳ (I. 1.16)
Greek Monolingual
(Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω)
εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)
αρχ.
1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω
2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι
3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι
4. (αμτβ. με δοτ. προσ.) γίνομαι ευχάριστος, αρέσω («τοῖς πολλοῖς ἐνήρμοττε», Πλούτ.)
5. (μάθημ.) εισάγω μαθηματικό όρο.
Greek Monotonic
ἐναρμόζω: και -ττω, μέλ. -σω,
I. 1. προσαρμόζω ή μπήγω, ωθώ, χώνω μέσα σε κάτι, με δοτ., σε Ευρ.
2. μεταφ., προσαρμόζω, εφαρμόζω, τι εἴς τι, σε Πλάτ.· ἐν. αὑτόν, καθιστά κάποιος τον εαυτό του δημοφιλή, σε Πλούτ. — Μέσ., τὰν Δωριστί (ενν. ἁρμονίαν) ἐναρμόττεσθαι τὴν λύραν, την προσαρμόζω, την συνταιριάζω ηχητικά στο Δωρ. ρυθμό, σε Αριστοφ.
II. αμτβ., προσαρμόζομαι, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος, γίνομαι επιτήδειος, στον ίδ.· με δοτ. προσ., ευαρεστώ, ευχαριστώ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
and -ττω fut. σω
I. to fit or fix in a thing, c. dat., Eur.
2. metaph. to fit, adapt, τι εἴς τι Plat.; ἐν. αὑτόν to make himself popular, Plut.:—Mid., τὰν Δωριστὶ (sc. ἁρμονίαν) ἐναρμόττεσθαι τὴν λύραν to have it tuned to the Dorian mode, Ar.
II. intr. to fit, suit, be convenient, Ar.:—c. dat. pers. to please, Plut.